Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €7.20
259711
Συγγραφέας: Marquez, Gabriel Garcia
Σελίδες:205
Μεταφραστής:ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΚΛΑΙΤΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2004
ISBN:9789601409818


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Τη χρονιά που έκλεινα τα ενενήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα. Θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη. Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ' εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις».
Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος αποφασίζει να γιορτάσει τα ενενηκοστά γενέθλιά του με μεγαλειώδη τρόπο, δίνοντας στον εαυτό του ένα δώρο που θα τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ακόμα ζωντανός, μία νεαρή παρθένα.
Όταν τη συναντά σε έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στο χείλος του θανάτου, όχι από γηρατειά αλλά από έρωτα. αυτό το συγκινητικό νέο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γραμμένο με το απαράμιλλο στιλ ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του αιώνα μας, αποτελεί έναν ύμνο προς τον έρωτα.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο προκλητικός τίτλος του «πρώτου μυθιστορήματος ύστερα από δέκα χρόνια σιωπής» του νομπελίστα Κολομβιανού συγγραφέα (ο οποίος, όπως μαθαίνουμε, ήταν επιλογή των εκδοτών του) το οποίο κυκλοφόρησε δυο χρόνια μετά το αυτοβιογραφικό του έργο «Ζω για να διηγούμαι», δικαιολογείται από την εξοικείωση του συγγραφέα με τους συγκεκριμένους χώρους, καθώς, όπως αναφέρει και ο ίδιος, το 1955, όταν ήταν νεαρός δημοσιογράφος, περνούσε τα πρωινά του στα πορνεία, και μάλιστα εκεί ασκήθηκε και στη γραφή.

Ομως ο ιδρυτής της σχολής του «μαγικού ρεαλισμού», του τρόπου γραφής που πρωτοεφάρμοσε στο κορυφαίο έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και που βρήκε πλήθος μιμητών σ' όλο τον κόσμο -γραφή η οποία συνδυάζει στο ίδιο πλαίσιο το εξωπραγματικό με το καθημερινό-, εδώ μοιάζει να ξεφεύγει από τη γνωστή του μέθοδο και να επιδίδεται σε έναν άλλου είδους ρεαλισμό, τον οποίο αυθαίρετα θα μπορούσαμε να βαπτίσουμε «γεροντικό». Στο «Οι θλιμμένες πουτάνες...» δεν συναντούμε κοπέλες που πετάνε ή ζώα που μιλάνε, αλλά έναν ενενηντάχρονο άντρα, ο οποίος δεν προετοιμάζεται για το θάνατο αλλά για να ζήσει, επιτέλους, τον πρώτο του έρωτα. Οι ηρωίδες του Μαρκές είναι παθιασμένα και μυστηριώδη πλάσματα, καλόκαρδες πόρνες ή αλλόκοτες γυναίκες που μιλάνε με τα πουλιά και τα στοιχεία της φύσης -όχι και τόσο εξωπραγματικές για τον πολιτισμό μιας χώρας όπου η μαγεία υπερισχύει της επιστημονικής ερμηνείας-, ενώ στο πρόσφατο μυθιστόρημά του πρωταγωνιστεί μια «άλαλη» δεκατετράχρονη παρθένα, μια ωραία και γι' αυτό ακίνδυνη κοιμωμένη.

Και φυσικά, το μυθιστόρημα αποτελεί φόρο τιμής σ' έναν άλλο νομπελίστα, τον Γιαπωνέζο Γιασουνάρι Καβαμπάτα, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1972, και στο θρυλικό μυθιστόρημά του «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, 1926» («Καστανιώτης», 2004), η πρώτη παράγραφος του οποίου τοποθετείται και ως μότο στο έργο του Μαρκές. Απ' αυτόν «δανείζεται» όχι μόνο το θέμα αλλά και το ελεγειακό ύφος του βιβλίου, προσαρμόζοντάς το στο δικό του πολιτισμικό πλαίσιο.

Στο έργο του Καβαμπάτα περιγράφεται ένας γέρος ο οποίος μαγεύεται από την ομορφιά μιας νεαρής γκέισας και ικανοποιείται μόνο με το να την παρακολουθεί να κοιμάται, ενώ ο ενενηντάχρονος πρωταγωνιστής του Μαρκές κάνει μεν κάτι αντίστοιχο, αλλά ταυτόχρονα μπαίνει και στη διαδικασία να δράσει και να ζήσει μια δεύτερη ζωή ως σύγχρονος Μαθουσάλας, με μια κοπέλα κοιμισμένη, η οποία μετατρέπεται σε ζωντανή κούκλα ή πτώμα και είναι φυσικά ανώδυνη και ιδανικό μέσον προβολής κάθε είδους ανεκπλήρωτης φαντασίωσης και εμμονής.



Γενέθλια υπέρβαση



Ο ήρωας του ολιγοσέλιδου αυτού μυθιστορήματος, το οποίο θα έπρεπε να χαρακτηριστεί νουβέλα, είναι ένας μέτριος δάσκαλος των ισπανικών και των λατινικών και επιβιώνει μάλλον δύσκολα με τα ελάχιστα χρήματα που κερδίζει από τα μαθήματα και από τα άρθρα που δημοσιεύει σε κυριακάτικη εφημερίδα, όπου και γράφει ακαταπόνητα για πάνω από μισό αιώνα. Σ' όλη του τη ζωή υπήρξε ένας επιμελής γραφιάς χωρίς να διαθέτει ούτε την κλίση ούτε και το ταλέντο του αφηγητή, κι αυτό που διαβάζουμε υποτίθεται πως είναι το πρώτο αφηγηματικό του εγχείρημα.

Ο δημόσιος βίος του στερείται ενδιαφέροντος -ασήμαντος δημοσιογράφος και δάσκαλος, στα όρια της πενίας, αναγκάζεται από καιρού εις καιρόν να συντηρείται εκποιώντας κάποια από τα οικογενειακά του κειμήλια. Η κοσμοθεωρία του συμπυκνώνεται στο παρηγορητικό κλισέ «αυτά ήταν όλα όσα μου έδωσε η ζωή και δεν έκανα τίποτα για να της αποσπάσω περισσότερα». Επιπλέον ποτέ δεν πλάγιασε με γυναίκες χωρίς να τις πληρώσει και όσες δεν ήταν του επαγγέλματος τις έπειθε με τη λογική ή με το ζόρι να δεχτούν χρήματα, ακόμα κι αν τα πετούσαν αργότερα στα σκουπίδια, μάλλον γιατί η κάθε ηδονή όφειλε να είναι προϊόν ανταλλαγής προκειμένου να τον απαλλάξει από τις περαιτέρω δεσμεύσεις. Και, φυσικά, λόγω των πεποιθήσεών του, δεν περίσσευε χρόνος για να παντρευτεί κι έτσι παρέμεινε εργένης μέχρι τα ενενήντα του. Τα γεγονότα που συνέβησαν στα ενενηκοστά του γενέθλια που αποφάσισε να κάνει δώρο στον εαυτό του μια επίσκεψη στο μπορντέλο της παλιάς του φίλης Ρόζας Καμπάρκα, η οποία του προσφέρει ως έδεσμα τη σάρκα μιας δεκατετράχρονης παρθένας, ήταν τόσο δραματικά που άλλαξαν τις συνήθειες όλης του της ζωής, ίσως γιατί για πρώτη φορά δεν αντιστάθηκε στην αλλαγή και μάλλον γιατί δεν είχε πλέον και πολλά να χάσει.



Η «γλώσσα» της ωραίας κοιμωμένης



Η Ντελγαδίνα ήταν το δώρο των γενεθλίων του, ένα κορίτσι που το πότιζαν με βαλεριάνα ή κάποιο άλλο υπνωτικό ενόσω αυτός την παρακολουθούσε να κοιμάται και αποκρυπτογραφούσε τη γλώσσα του σώματός της, και αυτή η κοιμισμένη τού ενέπνευσε τον έρωτα, καθώς, όπως ομολογεί, για πρώτη φορά ανακαλύπτει «την απίθανη ηδονή να παρατηρεί το σώμα μιας κοιμισμένης γυναίκας χωρίς τις βιασύνες του πόθου και τις αναστολές». Οι επισκέψεις του στο πορνείο γίνονται τακτικές και η καθημερινή παρακολούθηση της κοιμισμένης, η μεγαλύτερη ηδονή της στερημένης ζωής του, ώστε η παρουσία της περνάει ακόμα και στις αναμνήσεις του. Στα όρια της χρεοκοπίας ξεπουλάει όλα τα οικογενειακά του κειμήλια και με εφηβικό ζήλο ανακαλύπτει ξανά τους κλασικούς συγγραφείς, κατανοώντας για πρώτη φορά το λόγο που η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες αλλά όσοι συναντούν εμπόδια.

Αργότερα, όταν η κοπέλα αρχίζει να ξυπνά, τη διδάσκει γραφή κι ανάγνωση, καθώς τη μαθαίνει να συλλαβίζει τα γραπτά μηνύματα που της αφήνει πάνω στον καθρέφτη κάθε πρωί, και την «επιμορφώνει» διαβάζοντάς της εκλαϊκευμένα μυθιστορήματα.

Ο όψιμος έρωτας φέρνει και την όψιμη έμπνευση και τα κυριακάτικα άρθρα του αποκτούν νεανικό σφρίγος, αλλάζουν ύφος, γίνονται ερωτικές επιστολές και προσελκύουν καινούριους αναγνώστες, αφού βρίσκει επιτέλους τη φωνή του, που ήταν φιμωμένη και στεγνή από τη χωρίς έρωτα ζωή του.



Συλλαβίζοντας τη μνήμη



Πλαγιάζοντας με τη μικρή του, μιλώντάς της στο αυτί, κατασκευάζει και μια εναλλακτική ιστορία της δικής του ζωής, όπου αυτή ήταν η σύντροφός του που τον συνόδευσε σε όλες τις ηλικίες της ζωής του, επινοεί μια ερωτική ιστορία που εκτείνεται πίσω στο παρελθόν, καθώς «όπως τα πραγματικά γεγονότα ξεχνιούνται, έτσι και μερικά που δεν έγιναν ποτέ μπορεί να βρίσκονται στις αναμνήσεις σαν να είχαν συμβεί». Κι έτσι αρχίζει να τη «θυμάται», σε διαφορετικό ρόλο σε κάθε δεκαετία της ζωής του, γευόμενος επιτέλους στα ενενήντα το θαύμα του πρώτου έρωτα. Και παραδόξως είναι έτοιμος να «πεθάνει από έρωτα» καθώς τα αξόδευτα πάθη του και η άπνοια της μακράς μοναξιάς της ουδέτερης ζωής του, μιας ζωής που ούτε τον τραυμάτισε ούτε τον δίδαξε, τώρα τον εκθέτει άοπλο στη χίμαιρα της ψευδαίσθησης, η οποία βέβαια δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, καθώς μια ζωντανή ναρκωμένη κούκλα -είτε από το υπνωτικό είτε από την ανάγκη της επιβίωσης- δεν αντιδρά ούτε εκφράζει τα δικά της συναισθήματα πέρα από το να καθρεφτίζει τα συναισθήματα του θαυμαστή της.

Στο ελεγειακό αυτό έργο οι ναρκωμένες κοπέλες είναι οι ναρκωμένες επιθυμίες, οι οποίες καλύτερα να μην ξυπνήσουν γιατί η έντασή τους μπορεί να είναι συντριπτική.

Οπως ήδη ανέφερα, ο μαγικός ρεαλισμός εκλείπει από το «οι θλιμμένες...», εκτός φυσικά αν θεωρήσουμε πως το γεγονός πως η αφύσικη φυσικότητα με την οποία ένας ενενηντάχρονος υιοθετεί τη στάση ενός εικοσάχρονου αγγίζει τη σφαίρα του μαγικού και η αισιοδοξία με την οποία προσβλέπει στο μέλλον είναι εξίσου παράδοξη με τη μεταμόρφωση ενός άντρα σε ελέφαντα.

Εν τούτοις το έργο διαθέτει μια αισιοδοξία, αν θεωρήσουμε ευοίωνο το γεγονός πως παρουσιάζεται ένας υπέργηρος ο οποίος, έστω και μέσα από τις φαντασιώσεις του, κατορθώνει να ζωντανέψει τις εκπρόθεσμες επιθυμίες του, και λίγο πριν περάσει τις πύλες του θανάτου ξεγλιστράει και περνάει τις πύλες της εφτασφράγιστης συναισθηματικής του επικράτειας. «Ποτέ δεν είναι αργά», μοιάζει να λέει ο Μαρκές, αλλά εμείς οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας πως ο χρόνος, δυστυχώς, έχει τη δική του αδιαπραγμάτευτη βαρύτητα και πως «η μεταφυσική του αγοραίου έρωτα» μπορεί μεν να πουλάει, αλλά η αγορά και οι νόμοι της δεν θα έπρεπε να είναι επ' ουδενί το μέτρο ενός μετρ.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/11/2004







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο αγοραίος έρωτας είναι το θέμα του τελευταίου βιβλίου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ηρωάς του είναι ένας μοναχικός, εκκεντρικός συνταξιούχος δημοσιογράφος ο οποίος αποφασίζει στα ενενηκοστά γενέθλιά του να κάνει δώρο στον εαυτό του κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο, κάτι που θα τον κάνει να νιώσει και πάλι ότι είναι ζωντανός: μια δεκατετράχρονη παρθένα από τον οίκο ανοχής τής από τα παλιά γνώριμής του μαντάμας Ρόζας Καμπάρκας στη φτωχική συνοικία Πασέο Κολόν της πόλης του.

H συνάντηση του ήρωα δημοσιογράφου με τη μικρή παρθένα δεν εξελίσσεται όπως τη φαντάζεται ο αφηγητής. H μικρή, ξαπλωμένη «γυμνή και απροστάτευτη όπως την είχε γεννήσει η μάνα της» στο νοικιασμένο κρεβάτι της μαντάμας Ρόζας, είναι πτώμα από την κούραση αφού όλη μέρα ράβει κουμπιά δουλεύοντας σε εργοστάσιο για να συντηρεί την πολύτεκνη οικογένειά της. Κοιμάται. Και ο αφηγητής δεν θέλει να ξυπνήσει αυτό το μικρό ήρεμο πλάσμα. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και την παρατηρεί με τη μαγεία των πέντε αισθήσεων. Και όταν εκείνον τον παίρνει ο ύπνος, εκείνη ξυπνά και του αφήνει μηνύματα στον καθρέφτη του μπάνιου. Της μικρής η μαντάμα Ρόζα τής έχει σγουρύνει τα μαλλιά και της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών για να φαίνεται σαν ώριμο φρούτο, αλλά το μελένιο δέρμα της φαίνεται ταλαιπωρημένο. «Τα μικρά της στήθη έμοιαζαν με αγοριού, αλλά φαίνονται να ωθούνται προς τα έξω από μια μυστική ενέργεια, έτοιμα να σκάσουν». Είναι μουσκεμένη με έναν φωσφορίζοντα ιδρώτα παρά τον ανεμιστήρα που λειτουργεί στο φουλ. Ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία... Θα τον κατανικήσει όμως όχι το πάθος του έρωτα αλλά ο πόθος της αγάπης. Σιγά σιγά ο 90χρονος θα αρχίσει να δένεται με τη 14χρονη παρθένα.



Οι στάλες της αγάπης



Μέσα από τις συχνές επισκέψεις στο ίδιο πάντα δωμάτιο του οίκου ανοχής θα την ερωτευτεί όχι σαρκικά, αφού δεν τολμά να την αγγίξει καν, αλλά με την ψυχή του και με το τελευταίο μόριο του είναι του. Τη βαφτίζει Ντελγαδίνα, που θα πει μικροκαμωμένη. Και αφού φοβάται να την κάνει δική του μήπως τη χάσει για πάντα, την προτιμά κοιμισμένη. Στα 90 του θα νιώσει πρώτη φορά τις στάλες της αγάπης να τον λούζουν. Και μια και από μια ηλικία και μετά δεν μετρά τη ζωή του πλέον ανά έτος αλλά ανά δεκαετίες, προσβλέπει στα 100 του χρόνια, αφού πατώντας τα 90 είναι ερωτευμένος, μια νέα ζωή να του ανοίγει την πόρτα.

Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ξεδιπλώνονται τα μυστήρια της ανθρώπινης γεωγραφίας καθώς από τη μελαγχολία των 90 χρόνων παρελαύνει όλος ο βίος του αφηγητή, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα απάνθισμα μοναξιάς. Μοναχοπαίδι, το ανώνυμο γεροντοπαλίκαρο μυήθηκε στον έρωτα και στην ιεροτελεστία του μπορντέλου από τον πατέρα του από 14 χρόνων - κάτι το σύνηθες τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 στην Καραϊβική και στη Λατινική Αμερική, τότε που τα αγόρια βαφτίζονταν «άντρες» στα μπορντέλα με την προτροπή των γονιών τους και με τη βοήθεια των κοριτσιών της νύχτας. Δυστυχώς για αυτόν, σε όλη του τη ζωή ο πρωταγωνιστής μας έμεινε κολλημένος στον πληρωμένο έρωτα και στη μοναξιά του.



Στον ζωδιακό κύκλο



Πετυχημένος αρθρογράφος σε κυριακάτικη εφημερίδα, ο συνταξιούχος δημοσιογράφος δεν έχει νιώσει ποτέ το άγγιγμα της αγάπης. Μόνο στον εφήμερο έρωτα των τρεις με πέντε καταφεύγει για να ικανοποιείται ερωτικά. Σε μια κουβέντα δε με τη μαντάμα Ρόζα, η οποία τον παροτρύνει να παντρευτεί αφού θα του έρχεται πιο φτηνά, της αντιπαραθέτει πως «το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας». Ο ανώνυμος ήρωας του Μάρκες έχει ανακαλύψει τελικά ότι ο έρωτας δεν είναι μια ψυχική κατάσταση, αλλά ένα ζώδιο στον ζωδιακό κύκλο...

Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου μόνο επιφανειακά είναι η ιστορία του συνταξιούχου με τη 14χρονη παρθένα του. Κατά βάθος είναι η συλλογική μοναξιά της σύγχρονης κοινωνίας και ένας ύμνος στη γυναίκα και στα μυστήρια του έρωτα.

Από πλευράς δε αισθησιασμού και γραφικών ερωτικών περιγραφών Οι θλιμμένες πουτάνες θυμίζουν Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών του Γιασουνάρι Καβαμπάτα και τις Αναμνήσεις μιας γκέισας του Αρθουρ Γκόλντεν. Ισως να παραπέμπουν και στον Τροπικό του Καρκίνου του Χένρι Μίλερ και στον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. X. Λόρενς. Ο αισθησιασμός όμως του Μάρκες πάει πιο πέρα από τα βιβλία αυτά, αφού είναι απλώς ένα όχημα μαγικού ρεαλισμού μέσω του οποίου ο κολομβιανός συγγραφέας πλάθει ένα σύμπαν που δίνει υφή και νόημα στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου.

To βιβλίο στην ισπανική του έκδοση είναι 112 σελίδες, ενώ στα ελληνικά 180. Με το εξαιρετικό και αρκούντως κατατοπιστικό για το έργο του Μάρκες επίμετρο της μεταφράστριας Κλαίτης Σωτηριάδου και τις 11 φωτογραφίες του συγγραφέα φτάνει τις 205 σελίδες. (Να τονίσω εδώ την εκπληκτική δουλειά της μεταφράστριας.) Πρόκειται απλώς για μια νουβέλα ή για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας; Πάντως πολλοί σπεύδουν να πουν ότι είναι το κύκνειο άσμα του Μάρκες. Πολύ αμφιβάλλω. Παρά τον καρκίνο που τον παλεύει εδώ και δέκα χρόνια, σκέφτομαι ότι έχει ακόμη δρόμο μπροστά του. Και αυτός ο δρόμος περνάει από τα μονοπάτια της μελαγχολίας για το θαύμα της ζωής.



Ντίνος Σιώτης (συγγραφέας)

ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-11-2004

Κριτικές

Ανούσιο.Ίσως λίγο στην αρχή να παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον αλλά τελικά δεν....

Άραγε, γιατί είναι θλιμμένες;

apistefto vivlio....kath enas ,o opoios exei erwteutei sti zwi tou prepei na to diavasei!!!

συμφωνω. χασιμο χρονου
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!