Εγώ ο Ντιέγκο

Αποφάσισα να τα πω ΟΛΑ
116570
Συγγραφέας: Arcucci, Daniel
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες:375
Μεταφραστής:ΣΩΤΗΡΑ ΝΤΙΝΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789603641902


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Προλογίζει ο Στέλιος Μανωλάς
Υπάρχουν λίγα πράγματα στον κόσμο τόσο δημοφιλή και αναγνωρίσιμα όσο το όνομα του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Ο Αργεντινός παίκτης έφερε μια νέα εποχή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και ψηφίστηκε ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του εικοστού αιώνα.
Στο βιβλίο του «Εγώ ο Ντιέγκο» η πιο χαρισματική μορφή του ποδοσφαίρου ανατρέχει στις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του και της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Αποκαλύπτει με λεπτομέρειες τα πάθη του, τις συγκρούσεις με τις αρχές, τον εθισμό στην κοκαϊνη, τις σχέσεις του με τη μαφία, τη μεγαλειώδη πορεία του στα γήπεδα και άλλες καταστάσεις που τον καθιστούν μια μεγάλη, αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στο χώρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.




ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ Βίγια Φιορίτο, Λος Σεμπογίτας, Αρτζεντίνος Τζούνιορς, Εθνική Αργεντινής



Εμένα το να παίζω μπάλα μού...

μού χάριζε μια μοναδική γαλήνη.



Ξεκίνησα το γράψιμο αυτού του βιβλίου στην Αβάνα. Επιτέλους! Αποφάσισα πια να τα διηγηθώ όλα. Δεν ξέρω, όμως πάντα μου φαίνεται πως έχω κι άλλα πράγματα να πω. Πολύ παράξενο πράγμα! Παρ' όλα όσα έχω ήδη πει, δεν είμαι σίγουρος ότι έχω διηγηθεί το σημαντικότερο, το πιο ουσιαστικό απ' όλα.

Εδώ, τα βράδια, κι ενώ μαθαίνω να απολαμβάνω τα πούρα Αβάνας, αρχίζω να θυμάμαι. Πράγμα που είναι ευχάριστο, όταν είναι κανείς καλά και όταν, παρ' όλα τα λάθη του, δεν έχει να μετανιώσει για τίποτε.

Είναι φοβερό να θυμάσαι το παρελθόν όταν προέρχεσαι από πολύ χαμηλά και ξέρεις ότι όλα όσα ήσουν, είσαι ή θα είσαι, δεν είναι τίποτα άλλο από αγώνας.

Ξέρετε πούθε κρατάει η σκούφια μου; Ξέρετε πώς άρχισε όλη αυτή η ιστορία;

Ήθελα πάντα να παίξω, αλλά δεν ήξερα σε τι θέση ήθελα να παίξω, δεν ήξερα... Δεν είχα ιδέα. Ξεκίνησα να παίζω αμυντικός. Πάντοτε μου άρεσε κι ακόμα μου αρέσει να παίζω λίμπερο, τώρα που μετά βίας μ' αφήνουν να αγγίξω την μπάλα γιατί φοβούνται ότι η καρδιά μου θα εκραγεί. Όταν παίζεις λίμπερο τα βλέπεις όλα από πίσω, όλο το γήπεδο είναι μπροστά σου, έχεις την μπάλα και λες ας πάμε από κει, ας ψάξουμε από την άλλη, είσαι το αφεντικό της ομάδας. Εκείνη την εποχή όμως πού να 'ξερα εγώ τι σήμαινε λίμπερο! Το θέμα ήταν να τρέχεις πίσω από την μπάλα, να την κρατάς, να παίζεις. Εμένα το να παίζω μπάλα μού... μού χάριζε μια μοναδική γαλήνη. Κι αυτή την αίσθηση -αυτήν ακριβώς την ίδια- την είχα πάντα, την έχω μέχρι σήμερα: εμένα, δώσε μου μια μπάλα και άσε με να την καταβρώ, άσε με να φωνάζω και να θέλω να κερδίσω, να θέλω να παίξω καλά. Δώσε μου μια μπάλα και άσε με να κάνω αυτό που ξέρω, οπουδήποτε. Γιατί ο κόσμος, ο κόσμος είναι το σημαντικό, ο κόσμος σε ενθαρρύνει, αλλά ο κόσμος δεν είναι μέσα στο γήπεδο, στον αγωνιστικό χώρο. Κι εκεί που διασκεδάζεις είναι μέσα στο γήπεδο, με την μπάλα. Αυτό κάναμε στο Φιορίτο και το ίδιο έκανα πάντα, είτε έπαιζα στο Γουέμπλεϊ είτε στο Μαρακανά, με εκατό χιλιάδες άτομα.

Η ουσία είναι ότι εμείς, εκεί, στο Βίγια Φιορίτο, δεν χαμπαριάζαμε με τίποτα. Αψηφούσαμε ακόμα και τον ήλιο. Η γριά μου, η Τότα, που με φρόντιζε και με αγαπούσε πάντα, μου έλεγε: "Πέλου, αν πας να παίξεις, να πας μετά τις πέντε, όταν θα έχει πέσει ο ήλιος". Κι εγώ της απαντούσα: "Ναι μαμά, ναι μαμά, μείνε ήσυχη". Και βγαίναμε στις δύο από το σπίτι με το φίλο μου τον Νέγρο, με τον ξάδερφό μου τον Μπέτο ή με όποιον άλλον, και στις δύο και τέταρτο είχαμε ήδη αρχίσει το παιχνίδι, δώστου και δώστου, κάτω από τον καυτό ήλιο και δεν χαμπαριάζαμε με τίποτα και τα δίναμε όλα... Γύρω στις έξι σταματούσαμε για λίγο, ζητούσαμε νερό από κάποιο σπίτι και συνεχίζαμε. Παίζαμε και στο σκοτάδι ακόμα. Και τώρα τυχαίνει καμιά φορά να ακούω κάποιους να λένε "ε τώρα, σ' εκείνο το γήπεδο δεν έχει αρκετό φωτισμό", ενώ εγώ έπαιζα και στα σκοτεινά, ρε γαμώτο! Δεν ξέρω αν ήμασταν παιδιά του δρόμου, σίγουρα, όμως, ήμασταν παιδιά του γηπέδου. Όταν οι γέροι μας μας έψαχναν, ήξεραν πού να μας βρουν. Ήμασταν εκεί, τρέχοντας πίσω από τη μπάλα.

Τα σαββατοκύριακα τα περνούσαμε έτσι, από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Το ίδιο και τις καθημερινές, αλλά από τις πέντε και μετά, γιατί έπρεπε να πηγαίνω σχολείο. Πήγαινα στο Ρεμέδιος δε Εσκαλάδα δε Σαν Μαρτίν, εκεί δίπλα, απέναντι από το σταθμό του Φιορίτο. Στο σχολείο πήγαινα αναγκαστικά, για να μην απογοητεύσω το γέρο μου και τη γριά μου, που μου αγόραζαν την ποδιά και μ' έστελναν σχολείο, αλλά κι επειδή το ψυχανεμιζόμουν πως εκεί θα είχα την ευκαιρία να καταφέρω να παίξω σε καμιά ομάδα ή θα είχα τη δυνατότητα να παίξω μπάλα. Όλα όσα έκανα, το κάθε μου βήμα, είχε κάποια σχέση με αυτό, με την μπάλα. Αμα η Τότα μ' έστελνε ν' αγοράσω κάτι, έπαιρνα μαζί μου οτιδήποτε έμοιαζε με μπάλα για να κλωτσάω με το πόδι μου: μπορεί να ήταν ένα πορτοκάλι, ή μπάλες από χαρτί ή από κουρέλια. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά της γέφυρας πάνω από τις γραμμές του τρένου, χοροπηδώντας στο ένα πόδι, το δεξί, και κλωτσώντας οτιδήποτε με το αριστερό, τακ, τακ, τακ... Έτσι πήγαινα και μέχρι το σχολείο ή όταν η Τότα με έστελνε σε κάποιο θέλημα. Ο κόσμος που συναντούσα με κοίταζε καλά-καλά, δεν καταλάβαιναν τίποτα. Όσοι με ξέρανε δεν ξαφνιάζονταν. Ήταν οι φίλοι μου, οι κολλητοί με τους οποίους μοιραζόμουν τα πάντα, ακόμα και ένα κομμάτι πίτσα. Αλήθεια, πηγαίναμε τέσσερις ή πέντε στην Μπλανκεάδα, την καντίνα του Πουέντε Αλσίνα, που ακόμα και σήμερα φτιάχνει την καλύτερη πίτσα στον κόσμο και αγοράζαμε ένα κομμάτι για όλους -για παραπάνω δεν είχαμε- και το τρώγαμε έτσι, από μια μπουκιά ο καθένας.

Έχω ευτυχισμένες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, αν όμως πρέπει να περιγράψω με μια μόνο λέξη το Βίγια Φιορίτο, τη γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, η λέξη θα ήταν αγώνας. Στο Φιορίτο άμα υπήρχε φαΐ τρώγαμε, άμα δεν υπήρχε δεν τρώγαμε. Θυμάμαι ότι το χειμώνα έκανε πολύ κρύο και το καλοκαίρι πολλή ζέστη. Το δικό μας το σπίτι ήταν τριών δωματίων, χα - χα... Όσο για τα υλικά κατασκευής, πού να σας τα λέω... λουξ: περνώντας την είσοδο, που ήταν από σύρμα για κοτέτσια, ήταν μια χωμάτινη αυλίτσα και μετά το σπίτι. Η τραπεζαρία, όπου μαγειρεύαμε, τρώγαμε, διαβάζαμε για το σχολείο, κάναμε τα πάντα, και τα δυο δωμάτια. Δεξιά ήταν το δωμάτιο των γέρων μου και αριστερά, δύο επί δύο το πολύ, το δωμάτιο των παιδιών... Των οχτώ παιδιών. Όταν έβρεχε, το σπίτι έσταζε από παντού κι έπρεπε να αποφεύγεις τα μέρη εκείνα γιατί βρεχόσουν περισσότερο μέσα στο σπίτι παρά έξω. Το θέμα δεν ήταν ότι δεν είχαμε νεροχύτη, δεν είχαμε καν νερό: έτσι άρχισα να κάνω βάρη εγώ, με τους εικοσάλιτρους τενεκέδες του λαδιού. Τους χρησιμοποιούσαμε για να παίρνουμε νερό από τη μοναδική βρύση που υπήρχε στη γειτονιά, για να μπορεί η γριά μου να πλένει, να μαγειρεύει, για όλα. Και για να πλενόμαστε: με το χέρι έβγαζες νερό από τον τενεκέ και έπλενες το πρόσωπο, τις μασχάλες, τα αρχίδια, τους αστράγαλους, τα πόδια. Το λούσιμο ήταν πιο πολύπλοκο, όπως φαντάζεστε, και τον χειμώνα καλύτερα ήταν να το αποφεύγεις.

Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχαμε και πολλές διασκεδάσεις, αλλά με το φίλο μου τον Νέγρο κάναμε χαρταετούς και τους πουλάγαμε. Και, φυσικά, είχαμε την μπάλα. Η πρώτη μου μπάλα ήταν το πιο όμορφο δώρο που μου κάνανε στη ζωή μου: μου την έδωσε ο ξάδερφός μου ο Μπέτο, ο γιος της θείας Νένα. Ήταν μια δερμάτινη μπάλα νούμερο ένα. Ήμουν τριών χρονών και κοιμήθηκα με την μπάλα αγκαλιά όλη τη νύχτα.

Πάντα έλεγα ότι από μικρός ήμουν επαγγελματίας. Έπαιζα με όποια ομάδα ερχόταν πρώτη να με καλέσει. Μερικές φορές από το σπίτι δεν με άφηναν κι εγώ έκλαιγα σαν τρελός, αλλά πέντε λεπτά πριν από τον αγώνα, η Τότα μου έδινε πάντα την άδεια. Πιο δύσκολο ήταν να πειστεί ο δον Ντιέγκο.

Τον καταλάβαινα το γέρο μου. Πώς γινόταν να μην τον καταλαβαίνω αφού σκοτωνόταν στη δουλειά για να έχουμε να φάμε και να μπορέσουμε να πάμε σχολείο; Να σπουδάσω, αυτό ήταν το όνειρό του. Έφυγε από το Κορριέντες κι εγκαταστάθηκε στο Φιορίτο γύρω στο 1955. Μετά από την Τότα φυσικά. Γιατί η Τότα ήρθε πρώτη, με την αδερφή μου την Αννα, τη μεγαλύτερη, στους ώμους. Στο Φιορίτο ζούσε ήδη μια θεία μου, η Σάρα κι εκείνη τους είπε ότι στο Μπουένος Αϊρες θα είχαν καλύτερη τύχη. Στην Εσκίνα έμειναν να περιμένουν νέα ο γέρος μου με την Ρίτα, την άλλη μου αδερφή, και την μάμα Ντόρα, τη γιαγιά μου, μια φοβερή γυναίκα. Εκεί δούλευε βαρκάρης για τον Δον Λούπο Γουαδαλούπε Γκαλάρσα. Όταν τα νερά του ποταμού κατέβαιναν, μετέφεραν με τις βάρκες ζώα στα νησιά, και πήγαιναν να τα πάρουν όταν ο ποταμός φούσκωνε, για να τα ξαναπάνε στα βοσκοτόπια. Ζούσε στο ποτάμι, ήξερε όλα του τα μυστικά. Κι ακόμα τα ξέρει. Εκεί είχε πολλά από τα πράγματα που του άρεσαν, πράγματα που ακόμα τα μοιραζόμαστε: ψάρεμα, ψητό κρέας και ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα από τις πιο αγαπημένες μου διασκεδάσεις είναι το ψάρεμα. Ποτέ κανείς δεν θα κάνει πιο νόστιμο ψητό από το γέρο μου. Απ' όσα μου είπαν, έπαιζε πραγματικά καλό ποδόσφαιρο, κλωτσούσε την μπάλα δυνατά σαν μουλάρι. Το θέμα είναι ότι όταν η Τότα τον φώναξε κοντά της, έφυγε για το Μπουένος Αϊρες για να βρει δουλειά. Και τα κατάφερε... Τρόπος του λέγειν δηλαδή: βρήκε δουλειά στο μύλο Τριτουμόλ και δούλευε από τις τέσσερις τα ξημερώματα μέχρι τις τρεις το απόγευμα.

Εγκαταστάθηκαν στο Μπουένος Αϊρες όπως μπορούσαν. Δεν ήταν εύκολο, καθόλου εύκολο. Πρώτα απ' όλα νοίκιασαν ένα σπιτάκι. Έπειτα μετακόμισαν σε ένα άλλο, λιγάκι, ελάχιστα, καλύτερο. Και στο τέλος κατέληξαν σ' ένα σπιτάκι φτιαγμένο κυρίως από λαμαρίνα και ξύλο και μερικά τούβλα, κοντά στη γωνία Ασαμόρ και Μάριο Μπράβο. Αυτό το σπιτάκι είναι ακόμα όρθιο, σχεδόν ολόιδιο με τότε. Εκεί γεννήθηκαν η Έλσα, η Μαρία, μετά εγώ, ο Ραούλ (ο Λάλο), ο Ούγκο (ο Τούρκος) και η Κλαούντια (η Κάλι).

Χρειαζόταν πολλή δουλειά για να τραφούν τόσα στόματα. Χρειαζόταν πολλή δουλειά και ο γέρος μου σκοτωνόταν. Γι' αυτό κι εγώ προσπαθούσα να κάνω όσον το δυνατόν λιγότερες αταξίες, αλλά... Καμιά φορά ο γέρος μου, όταν πληρωνόταν, μου αγόραζε παπούτσια, κι εγώ τα χαλούσα αμέσως γιατί έπαιζα μπάλα όλη μέρα. Μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα! Και έκλαιγα πράγματι, γιατί εκτός από το ότι κατέστρεφα τα παπούτσια μου, ο γέρος μου με καταχέριζε... Προσοχή, όμως, δεν το λέω για να τον κατηγορήσω... Τότε ήταν άλλοι καιροί, άλλα έθιμα... Ο γέρος μου δεν είχε καιρό να συζητάει μαζί μου! Και τότε αναγκαζόταν να με δέρνει. Ο γέρος μου δεν ευκαιρούσε να μου μιλήσει όπως μπορώ εγώ σήμερα να πω στη Ντάλμα ή στη Τζιανίνα: "Για ελάτε, ελάτε εδώ που θέλω να σας εξηγήσω". Ο γέρος μου έπρεπε να κοιμηθεί, έστω και λιγάκι, για να πάει την άλλη μέρα στις τέσσερις το πρωί στο εργοστάσιο, γιατί αλλιώς όλα στο σπίτι θα πήγαιναν κατά διαόλου και δεν θα υπήρχε φαΐ στο τραπέζι. Αυτά τα λέω για να μάθουν όλοι ότι υπάρχουν πολλές οικογένειες που αναγκάζονται να ζούνε έτσι και, με την ευκαιρία, για να σας εξομολογηθώ ότι αυτά μου χρησίμευσαν για να αποκτήσω εμπειρία, μεγάλη εμπειρία. Μόνο τώρα που μεγάλωσα μπορώ να καταλάβω ότι ο γέρος μου, ο δον Ντιέγκο, είναι ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου και επαναλαμβάνω, απευθυνόμενος σ' εκείνους, στον πατέρα μου και την Τότα: αν μου ζητούσαν τον ουρανό με τα άστρα, θα τους τον έδινα.

Αυτό που θέλω να καταλάβετε είναι το εξής: όσα έζησα στο Φιορίτο αλλά και αργότερα στη ζωή μου με έκαναν πιο σκληρόπετσο, τα συναισθήματά μου όμως δεν άλλαξαν ποτέ. Ούτε και θα αλλάξουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα ινδάλματα των ανθρώπων ζούνε μέσα στο σπίτι τους, δίπλα τους, μπορούν να τα αγγίξουν. Δεν είναι αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση ή στα περιοδικά. Βρίσκονται εκεί, δίπλα τους... Γι' αυτό πάντοτε λέω ότι δεν είμαι, ούτε θέλω να είμαι παράδειγμα για κανέναν. Ίσως μονάχα για τις κόρες μου. Σ' αυτές το οφείλω, αυτές μπορούν να με κρίνουν.

Η αλήθεια είναι ότι χάρη στο γέρο μου, ποτέ δεν μου έλειψε το φαΐ. Γι' αυτό είχα γερά πόδια, παρ' όλο που ήμουν αδύνατος. Σε άλλα σπίτια εκεί πέρα, τα παιδιά δεν έτρωγαν κάθε μέρα, κι έτσι κουράζονταν πιο γρήγορα από μένα. Αυτό με έκανε λίγο διαφορετικό από τους άλλους. Είχα γερά πόδια και είχα να φάω. Ποτέ δεν σκέφτηκα, ποτέ μου, ότι ήμουν γεννημένος για το ποδόσφαιρο, ότι θα μου συνέβαιναν όλα όσα μου συνέβηκαν αργότερα. Είχα βέβαια κι εγώ τα όνειρά μου, όπως για παράδειγμα εκείνο που εξομολογήθηκα στην τηλεόραση, όταν είχα γίνει πιο διάσημος, και είπα ότι το όνειρό μου ήταν... να παίξω στο Μουντιάλ και να γίνω παγκόσμιος πρωταθλητής με την Αργεντινή. Το ίδιο όνειρο όμως είχαν και χιλιάδες άλλα παιδιά εκείνη την εποχή. Εκείνο που ένιωθα βαθιά μέσα μου ήταν ότι όταν έπαιζα μπάλα ήμουνα το κάτι άλλο, ότι μπορούσα να αντιμετωπίσω αριστοτεχνικά ακόμα και τις δύσκολες στημένες φάσεις και να βγω νικητής. Ακριβώς όπως στη ζωή διαλέγουμε, έτσι και για τις στημένες φάσεις πάντα διαλέγουν τους δύο καλύτερους, κι εκεί παίζονται όλα. Τον Πελουσίτα (τον Μαλλιά) λοιπόν τον διάλεγαν πάντα πρώτο και καλύτερο για τις στημένες φάσεις.

Πάντα παίζαμε δίπλα στο σπίτι, στο Σιέτε Καντσίτας. Ήταν κάτι τεράστια περιφραγμένα αγροκτήματα για εκτροφή ζώων. Μερικά είχαν τέρματα, άλλα δεν είχαν. Αχ, το Σιέτε Καντσίτας! Λες και ήταν ένα από αυτά τα τεράστια συγκροτήματα που υπάρχουν τώρα, με συνθετικό χλοοτάπητα και λοιπά! Ούτε καν κανονικό γρασίδι δεν είχαν, αλλά για μας ήταν παράδεισος. Κάτω είχαν χώμα, και μάλιστα αρκετά σκληρό. Όταν αρχίζαμε να τρέχουμε σηκωνόταν τόση σκόνη που έμοιαζε σαν να παίζαμε στο Γουέμπλεϊ με ομίχλη.

Ένα απ' αυτά τα γήπεδα ανήκε στην Εστρέγια Ρόχα, στην ομάδα του γέρου μου, στην οποία έπαιζα κι εγώ που και που. Το άλλο ανήκε στην Τρες Μπαντέρας, στην ομάδα του πατέρα ενός φίλου μου, του Γκόγιο Γκαρίσο. Το ματς Εστρέγια Ρόχα - Τρες Μπαντέρας έμοιαζε με ντέρμπι Μπόκα - Ρίβερ! Εκείνο τον καιρό ήταν πολύ συνηθισμένο, και τώρα ακόμα νομίζω, οι γονείς που τους αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο να φτιάχνουν ομάδες και να βάζουν τα παιδιά να παίζουν. Καμιά φορά ακόμα και με λεφτά. Το θέμα είναι ότι εμείς ήμασταν η κλασική ομάδα της γειτονιάς. Αλλά με τον Γκόγιο τα πήγαινα πολύ καλά. Τόσο καλά που μια μέρα, στα μέσα του 1969, στο σχολείο όπου ήμασταν συμμαθητές έρχεται και μου λέει:

"Ντιέγκο, το Σάββατο πήγα στην Αρτζεντίνος Τζούνιορς να κάνω προπόνηση και μου είπαν να τους πάω κανέναν πιτσιρικά να τον δοκιμάσουν. Θες να έρθεις;"

"Δεν ξέρω, πρέπει να ρωτήσω το γέρο μου, δεν ξέρω..."

Η αλήθεια είναι ότι ήξερα πως, αν ζητούσα από το γέρο μου να με πάει, θα ξοδεύαμε λεφτά για τα εισιτήρια και θα του έκλεβα χρόνο από την ξεκούρασή του. Κι αυτό με έκανε να διστάζω. Αλλά, βέβαια, όπως γινόταν πάντα όποτε κάτι είχε σχέση με το γέρο μου, είπα στη μαμά μου ότι ήθελα να πάω... Η Τότα όπως πάντα έκανε το καθήκον της: τα είπε στο γέρο μου κι εκείνος αποφάσισε ότι έπρεπε να πάμε να δούμε τι ιστορία ήταν αυτή και μου είπε ότι θα με συνόδευε ο ίδιος... Αυτό ήταν ! Ξεκίνησα σφαίρα για το σπίτι του Γκόγιο, τρέχοντας πιο γρήγορα κι από τον Μπεν Τζόνσον. Ήταν τρία χιλιόμετρα πάνω κάτω, έπρεπε να διασχίσω το Σιέτε Καντσίτας κι όταν έφτασα, με κομμένη την ανάσα, του είπα: "Γκόγιο, θα έρθω, θα έρθω, μ' αφήνουν, πότε είναι;" Έμεναν μερικές μέρες ακόμα που μου φάνηκαν αιώνες. Με το γέρο μου περάσαμε να πάρουμε τον Γκόγιο και τον Μοντανίτα, ένα άλλο παιδί από τη γειτονιά που έπαιζε καλά. Από το Φιορίτο πήγαν ένα σωρό παιδιά, αλλά εμείς οι τρεις πήγαμε μαζί κι εμείς οι τρεις μείναμε.

Και μόνο το ταξίδι ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Έκανα για πρώτη φορά τη διαδρομή που μετά θα επαναλάμβανα χιλιάδες φορές. Ξεκινήσαμε από το Φιορίτο με το πράσινο, έτσι λέγαμε το λεωφορείο 28, και στην Πομπηία πήραμε το 44, για να φτάσουμε μέχρι το Λας Μαλβίνας, εκεί που έκανε προπόνηση η Αρτζεντίνος, γωνία Τροναδόρ και Μπάουνες. Ορκίζομαι ότι όταν διάβηκα εκείνη την ημέρα τη Γέφυρα Αλσίνα ένιωθα σαν να διαβαίνω τη γέφυρα του Μανχάταν, το ορκίζομαι.

Φτάσαμε λοιπόν στο Λας Μαλβίνας. Είχε βρέξει τόσο πολύ που, όταν επιτέλους μαζευτήκαμε όλοι, μας είπαν ότι δεν γινόταν να παίξουμε για να μην χαλάσει το γήπεδο. Τι απογοήτευση ήταν εκείνη! Πιστεύω πως, αν όλα τα παιδιά βάζαμε τα κλάματα, θα πλημμυρίζανε τα πάντα και τότε πράγματι δεν θα μπορούσαν να ξαναπαίξουν ποτέ πια. Τότε ο Φράνσις, ένας φοβερός τύπος που έκανε κουμάντο για τα πάντα εκεί πέρα, είπε: "Μη φέρνουμε την καταστροφή, ας πάρουμε το φορτηγάκι του δον Γιάγιο κι ας πάμε στο Πάρκο Σααβέδρα. Εκεί θα μπορέσουμε να παίξουμε".

Ο Φράνσις ήταν ο Φρανσίσκο Γκρεγόριο Κορνέχο, ο ιδρυτής της ομάδας Λος Σεμπογίτας, της ομάδας παίδων της κλάσης του '60, που είχε φτιαχτεί για να παίζει σε οποιαδήποτε διοργάνωση γινόταν για παίκτες κάτω των 14, ηλικία στην οποία η Αρτζεντίνος Τζούνιορς μπορούσε να τους γράψει στην AFA (Σωματείο Ποδοσφαιριστών Αργεντινής) για να παίζουν με την ένατη ομάδα. Και ο δον Γιάγιο ήταν ο Χοσέ Εμίλιο Τρότα, ο βοηθός του, στην ίδια ηλικία πάνω κάτω με τον Φράνσις, που είχε το φορτηγάκι με το οποίο μας πήγαιναν παντού.

Στο Πάρκο Σααβέδρα χωριστήκαμε σε δυο ομάδες. Στο δεύτερο ημίχρονο μπήκαμε εμείς κι εμένα με βάλανε να παίξω με τον Γκόγιο. Αν και ήμασταν πάντα αντίπαλοι, καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον και συνεργαζόμασταν πολύ καλά κι έτσι τους βάλαμε τα γυαλιά. Σούταρα βολίδες, τακουνάκια, κεφαλιές, έβαλα και κάνα δυο γκολ, ούτε που θυμάμαι πόσα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ο Φράνσις είπε του Γκόγιο να πάω ξανά από εκεί, γιατί ήθελε να με ξαναδεί. Εκείνο όμως που δεν πίστευε με τίποτε ήταν ότι ήμουν εννιά χρονών. Σε μια στιγμή με κοίταξε κατάματα, σοβαρός - σοβαρός...

"Παιδί μου, είσαι σίγουρα του εξήντα;"

"Μάλιστα, δον Φράνσις..."

"Για να δούμε, δείξε μου τα χαρτιά σου".

"Δεν έχω, τα άφησα σπίτι..."

Ήταν αλήθεια, αλλά αυτός δεν με πίστευε. Χρόνια αργότερα μου ομολόγησε ότι νόμιζε πως ήμουν νάνος.

Εκείνη την εποχή είχε ήδη γίνει φίλος με το γέρο μου, που εμπιστευόταν εκείνον, τον δον Φράνσις, και τον δον Γιάγιο σαν να ήταν της οικογενείας. Αυτή η εμπιστοσύνη που τους είχε ο γέρος μου είναι η αιτία που κατέληξα στην Αρτζεντίνος και όχι σε άλλη ομάδα. Στο μέρος που ζούσαμε, θα μπορούσα να είχα πάει στην Ιντεπεντιέντε ή στην Λανούς... Στην Ρίβερ, δεν το νομίζω... Αν τώρα μπορούσα να διαλέξω, θα πήγαινα στην Μπόκα... Εκείνη την εποχή, ενώ μάθαινα να παίζω μπάλα και να γίνομαι σιγά σιγά ποδοσφαιριστής, ήμουν ξετρελαμένος με τον Μποκίνι. Έτρεφα έναν τρελό θαυμασμό γι' αυτόν και ομολογώ ότι ήμουν με την Ιντεπεντιέντε στο Κύπελλο Λιμπερταδόρες (Copa Libertadores), στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, όταν ήμουν έτοιμος να κάνω το μεγάλο βήμα από την Λος Σεμπογίτας στην ένατη ομάδα, γιατί ο Μποκίνι με είχε καταμαγέψει! Ο Μποκίνι... κι ο Μπερτόνι. Η τεχνική στα πέναλτι που χρησιμοποιούσαν ο Μποκίνι κι ο Μπερτόνι μου έκανε τέτοια εντύπωση που εκείνα τα παιχνίδια θα τα διάλεγα σαν τα καλύτερα παιχνίδια στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Μου άρεσε επίσης κι ο Μπέτο Αλόνσο, γιατί ήταν αριστεροπόδαρος και -δεν ξέρω γιατί- μου φαίνεται πως εμείς οι αριστεροπόδαροι είμαστε πιο εντυπωσιακοί. Έχουμε και την περίπτωση του Ριβελίνιο, το καλύτερο παράδειγμα. Πιστεύω πως αυτό είναι το μόνο που δεν είχε ο Μπότσα: δεν ήταν αριστεροπόδαρος. Μπορούσε όμως να κάνει προσποίηση πατώντας την μπάλα... και οι αμυντικοί τσίμπαγαν. Εγώ σκεφτόμουν: "Δεν είναι δυνατόν, δεν καταλαβαίνω. Εγώ όταν παίρνω την μπάλα για να περάσω κάποιον, τον κοιτώ κατάματα και πρέπει να σπρώξω και να σηκώσω την μπάλα για να τον περάσω". Ο Μπότσα τίποτα. Έκανε έτσι όπως είπα, έγερνε, και η μπάλα εξακολουθούσε να είναι εκεί ενώ οι αμυντικοί έπεφταν φαρδιοί πλατιοί. Η αλήθεια είναι ότι στα 16 μου λέγανε πως ήθελε να με αγοράσει η Ιντεπεντιέντε. Εκείνη την εποχή ονειρευόμουν να παίξω μαζί με τον Μπότσα, μετά μου πέρασε.

Εγώ όμως τους παρατηρούσα όλους και μάθαινα. Στο μεταξύ, με την Λος Σεμπογίτας κερδίζαμε όλους όσους μας βάζανε για αντιπάλους. Κερδίσαμε 136 παιχνίδια στη σειρά. Τα έχω όλα σημειωμένα σε ένα σημειωματάριο που μου χάρισαν ο Φράνσις και ο δον Γιάγιο. Η Κλαούντια το φυλάει σαν θησαυρό... Αν μου μετρούσαν τα γκολ που είχα βάλει εκεί, έχω παραπάνω από τον Πελέ! Αλλά, βέβαια, αυτό δεν γίνεται να αποδειχθεί, αν κι εγώ ξέρω ότι τα έβαλα. Θυμάμαι τον αγώνα που έσπασε αυτό το σερί. Ήταν στο Ναβάρο, γιατί εμείς πηγαίναμε να παίξουμε παντού. Ήμασταν ομαδάρα! Εκεί άρχισα να είμαι ποδοσφαιριστής, αληθινός ποδοσφαιριστής, γιατί στο Φιορίτο αυτό που έκανα ήταν να τρέχω πίσω από την μπάλα.

Έπαιζα πάντοτε, σε όποια κατάσταση κι αν ήμουν. Μια φορά έπαιξα με εφτά ράμματα στο ένα χέρι κι όλο τυλιγμένο με επιδέσμους. Ετοιμαζόμασταν να καθίσουμε για φαΐ με τον Γκόγιο στο σπίτι μου κι η Τότα μου ζήτησε να πάω να αγοράσω σόδα γιατί είχε τελειώσει. Πήγαμε τρέχοντας με τον Γκόγιο και στην επιστροφή, στρίβω στη γωνία και σκουντουφλάω και τρώω μία!... Μου έσπασε το μπουκάλι με τη σόδα και μου έκανε ένα φοβερό κόψιμο στο χέρι. Φρίκη! Πονούσα κι είχα τρομοκρατηθεί για όλα: για το κόψιμο, για την τρομάρα της Τότα, για το ξύλο που θα έτρωγα από το γέρο μου και, πάνω απ' όλα, για τον αγώνα της άλλης μέρας. Γιατί ήταν Παρασκευή και το Σάββατο είχαμε να παίξουμε στο Μπάνφιλντ. Με πήγανε στο νοσοκομείο, το πρώτο που βρήκαν, κι εκεί με έραψαν και μου βάλανε έναν τεράστιο επίδεσμο. Έμοιαζα με μούμια.

Την επόμενη μέρα πήγα με τα παιδιά στο φορτηγάκι του δον Γιάγιο. Φοβόμουν ότι ο Φράνσις δεν θα με έβαζε να παίξω κι ότι θα με κατσάδιαζε κι από πάνω γιατί ο σεβασμός που του είχαμε είχε και στοιχεία από φόβο. Όταν πήγαμε στα αποδυτήρια, ο Φράνσις με φώναξε και με ρώτησε...

"Τι έπαθε το χέρι σου Μαραντόνα;"

"Έπεσα και κόπηκα, δον Φράνσις. Αλλά μπορώ να παίξω..."

"Τι; Τρελάθηκες; Σ' αυτή την κατάσταση δεν γίνεται να παίξεις".

Έκανα μεταβολή, γύρισα στον πάγκο κι άρχισα να αλλάζω, δαγκώνοντας τα χείλια μου για να μην κλάψω. Ο Γκόγιο που με είδε έτσι πήγε να βρει τον Φράνσις...

"Έλα Φράνσις, άσ' τον να παίξει, έστω και για λίγο. Αφού ο δον Ντιέγκο του έδωσε άδεια".

Ο Φράνσις σκυθρώπιασε και γρύλισε ένα: "Καλά - καλά, αλλά μόνο για λίγο". Το αίμα άρχισε πάλι να κυκλοφορεί στις φλέβες μου... Δεν έπαιξα μόνο για λίγο, έπαιξα σε όλον τον αγώνα. Κερδίσαμε 7 - 1, κι εγώ έβαλα πέντε γκολ.

Στην ομάδα μας ήταν κι ο γιος του Περφέκτο Ροντρίγες, ο Μόνο Κλαούντιο, που ήταν ένα ιδιαίτερα ικανό οχτάρι. Το εννιάρι ήταν ο Γκόγιο, το δέκα εγώ και το έντεκα ο Πόλβορα Δελγάδο. Ο πατέρας όμως του Ροντρίγες είχε στενές σχέσεις με την Τσακαρίτα και όταν φτάσαμε στην ηλικία να μπούμε στην ένατη ομάδα, πήρε το γιο του και τον πήγε εκεί και μας χάλασε την ομάδα. Ο Φράνσις αναγκάστηκε να βάλει τον Οσβάλντο Ντάλα Μπουόνα, που έγινε ένας από τους καλύτερους φίλους μου αλλά ήταν θηριώδης τύπος, κι εκεί μπερδεύτηκε η ιστορία. Μπερδεύτηκαν τα πράγματα. Έτσι γεννήθηκε το ντέρμπι παίδων, η δικιά μας Αρτζεντίνος εναντίον της Τσακαρίτα του Πίτσι Εσκουδέρο και του Μόνο Ροντρίγκες. Κερδίσαμε εμείς γιατί ήμασταν καλύτεροι... από τα αριστερά. Μια χαρακτηριστική σύνθεση ήταν: Οχέδα, Τρόττα, Τσάιλε, Τσάμμα, Μοντάνα, Λουσέρο, Ντάλλα, Μπουόνα, Ντορέ, Καρρίσο και Δελγάδο.

Από εκείνη την ομάδα, την Λος Σεμπογίτας, μου έμειναν αξέχαστες πολλές ιστορίες που με σημάδεψαν για πάντα. Σήμερα που υπάρχει τόσο μεγάλο μπέρδεμα με τις ηλικίες, όπως με τους Βραζιλιάνους, που βάζουν μεγαλύτερους παίκτες στις ομάδες νέων, πρέπει να πω ότι κι εμένα μου συνέβαινε το ίδιο αλλά αντίστροφα: ήμουν 12 χρονών, τρία χρόνια μικρότερος από τους υπόλοιπους, αλλά παρ' όλα αυτά ο Φράνσις με έβαζε στον πάγκο. Όταν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα με έστελνε στον αγωνιστικό χώρο. Την πρώτη φορά ήταν σ' ένα ματς εναντίον της Ρέισινγκ, στο γήπεδο του Σακατσίσπας: έμενε μισή ώρα, ήμασταν ισόπαλοι μηδέν - μηδέν και δεν συνέβαινε τίποτα. Με έβαλε να παίξω, έβαλα δύο γκολ και κερδίσαμε. Ο τεχνικός της αντίπαλης ομάδας, κάποιος Παλομίνο που τον ήξερα πολύ καλά, πλησίασε τον Φράνσις και τον ρώτησε: "Πώς είναι δυνατόν να κρατάς αυτό το παιδί στον πάγκο; Πρόσεχέ τον γιατί θα γίνει μεγαλοφυΐα". Ο Φράνσις του έδειξε τα πιστοποιητικά μου και ο Παλομίνο δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Μια άλλη φορά, εναντίον της Μπόκα, έκανε το ίδιο, επειδή όμως στις ομάδες παίδων με ήξεραν όλοι πια, μου άλλαξε όνομα. Με έβαλε να παίξω ως Μοντάνια. Χάναμε τρία μηδέν, μπήκα στο παιχνίδι, έβαλα ένα γκολ, αρχίσαμε να τους κλείνουμε και ήρθαμε ισοπαλία. Το πρόβλημα ήταν ότι οι σύντροφοί μου με μαρτύρησαν όταν άρχισαν να φωνάζουν: "Μεγάλε Ντιέγκο!" Φώναζαν, μέχρι που ο τεχνικός της Μπόκα το πήρε είδηση. Πήγε λοιπόν κι είπε στον Φράνσις: "Έβαλες τον Μαραντόνα να παίξει... Αυτή τη φορά στη χαρίζω, δεν πρόκειται να κάνω ένσταση για τον αγώνα. Έχεις τεράστια τύχη, φίλε μου. Αυτό το παιδί είναι ένα θαύμα!". Υπήρξαν και φορές που έμεινα εκτός αγώνος, όχι όμως λόγω ηλικίας. Συνέβη το 1971, όταν πήγαμε σε ένα πρωτάθλημα στην Ουρουγουάη, την πρώτη φορά που έβγαινα από την πατρίδα μου. Δεν μπόρεσα να παίξω γιατί δεν είχα διαβατήριο. Ήθελα να αυτοκτονήσω! Έβγαλα μια φωτογραφία με την ομάδα, φορώντας όμως μακρύ παντελόνι, και ήμουν τόσο μουτρωμένος που η φωτογραφία τα λέει όλα. Εκείνη τη χρονιά επίσης εμφανίστηκε το όνομά μου για πρώτη φορά σε εφημερίδα. Την Τρίτη, στις 28 Σεπτεμβρίου, η Κλαρίν έγραψε σ' ένα άρθρο ότι είχε εμφανιστεί ένας νεαρός "που το παίξιμό του θα κάνει πάταγο!" Σύμφωνα με την εφημερίδα το όνομά μου ήταν... Καραντόνα. Απίστευτο, πρώτη φορά που εμφανιζόταν το όνομά μου και το γράψαν λάθος. Επίσης, ο Πίπο Μανσέρα με πήγε στην τηλεόραση για επίδειξη δεξιοτεχνίας από μπαλαδόρους στο Σάβαδος Σιρκουλάρες, ένα πρόγραμμα που το έβλεπε όλος ο κόσμος στην Αργεντινή.

Στην πραγματικότητα ο κόσμος που πήγαινε να δει την Αρτζεντίνος με ήξερε, όχι όμως με το όνομά μου, και να γιατί. Μια μέρα που με είχαν βάλει να μαζεύω τις μπάλες που έβγαιναν άουτ, σ' έναν αγώνα της πρώτης ομάδας, του εξυπνάκια του Φράνσις του ήρθε η φαεινή ιδέα να μου πετάξει μια μπαλιά στο ημίχρονο, για να αρχίσω να κάνω παιχνίδι. Την έπιασα και ξεκίνησα να κάνω γκελ με τη μπάλα, όπως πάντα: κουντεπιέ, μηρός, τακούνι, κεφάλι, ώμος, πλάτη, του έδωσα και κατάλαβε. Ο Φράνσις άρχισε να με οδηγεί στο κέντρο του γηπέδου. Εγώ ντρεπόμουν, γιατί τα άλλα παιδιά δεν μπορούσαν να με ακολουθήσουν και καταλάβαινα ότι ο κόσμος με κοίταζε. Αρχισαν να χειροκροτούν και ήταν αποκάλυψη. Η καλύτερη φάση όμως ήταν μια φορά σε έναν αγώνα Αρτζεντίνος - Μπόκα, το 1970 στο γήπεδο της Βέλες. Θα πρέπει να φανταστείτε ότι εμείς παίζαμε όλη τη βδομάδα με μια σχισμένη μπάλα, σκέτη καταστροφή, έτσι, όταν έφτανε η Κυριακή και βλέπαμε τις επίσημες Πίντιερ στους αγώνες της πρώτης ομάδας, έλαμπαν τα μάτια μας... Στο ημίχρονο παίζαμε εμείς. Σ' ένα από αυτά τα παιχνίδια έστειλα την μπάλα έξω από την περιοχή, η μπάλα αναπήδησε και βρήκε στο κεφάλι τον δον Γιάγιο, που ήταν δίπλα στο δοκάρι. Ο κόσμος το πρόσεξε και άρχισε να γελάει. Ο δον Γιάγιο μου γύρισε την μπάλα κι εγώ άρχισα να παίζω, τακ-τακ-τακ-τακ. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί, γύρισαν οι παίκτες της πρώτης ομάδας κι ο διαιτητής κι ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Να μεί-νει, να μεί-νει, να μεί-νει, να μεί-νει, να μεί-νει!" Φώναζαν όλοι μαζί: οι οπαδοί της Αρτζεντίνος αλλά ακόμη πιο δυνατά οι οπαδοί της Μπόκα, της Μπόκα... Αυτή η ανάμνηση είναι από τις πιο ωραίες που έχω από τους οπαδούς της Μπόκα. Πιστεύω ότι εκεί άρχισα να νιώθω αυτό που νιώθω τώρα για την Μπόκα, ήξερα ότι κάποια μέρα θα συναντιόμασταν...

Με την Λος Σεμπογίτας χάσαμε στον τελικό του Εθνικού Πρωταθλήματος, στο Ρίο Τερσέρο, στην Κόρδοβα. Μας κέρδισε μια ομάδα από το Πίντο, η Σαντιάγο δελ Εστέρο, με προπονητή κάποιον Ελίας Γκάνεμ. Ο γιος του, ο Σέσαρ, με είδε τόσο πικραμένο, που με πλησίασε και μου είπε: "Μην κλαις, αδερφέ, εσύ θα γίνεις ο καλύτερος παίκτης του κόσμου". Όλοι πιστεύουν ότι μου χάρισε το μετάλλιο που είχε κερδίσει ως πρωταθλητής αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Το κράτησε ο ίδιος και η αλήθεια είναι ότι το άξιζε.

Από εκείνο το παιχνίδι υπάρχει και μια φωτογραφία μου που την ξέρει όλος ο κόσμος: είμαι γονατισμένος και παρηγορώ ένα μεγαλύτερο παιδί που κλαίει. Το παιδί ήταν ο Αλμπέρτο Πατσέκο, έπαιζε για την Κοριέντες που είχε χάσει στον τελικό εναντίον της Έντρε Ρίος. Είχαμε γίνει πολύ φίλοι γιατί ο πατέρας μου, που η καταγωγή του ήταν από το Κοριέντες, έβλεπε όλους τους αγώνες της ομάδας αυτής. Από τότε μου άρεσε να παίζω εναντίον της Ρίβερ... και να κερδίζω. Θυμάμαι τρία παιχνίδια: ένα που έληξε 3-2, σ' ένα τουρνουά στο οποίο παίζανε και η Ουρακάν και η Ολ Μπόις, ένα που έληξε 7-1 (!) και, το καλύτερο απ' όλα, το παιχνίδι που έληξε 5-4 για τον τελικό του Πρωταθλήματος Εβίτα το 1973. Εκεί έκανα μια πρόβα του γκολ που έβαλα στους Αγγλους: απέφυγα το νούμερο επτά και τους τσάκισα.

Α, έχω και ένα ακόμα προηγούμενο με την ομάδα της Λος Σεμπογίτας για ένα άλλο γκολ, το γκολ από το χέρι του Θεού. Στο πάρκο Σααβέδρα έβαλα ένα γκολ με το χέρι, οι αντίπαλοι με είδαν κι έτρεξαν στο διαιτητή. Τελικά το γκολ κατακυρώθηκε και έγινε το έλα να δεις... Ξέρω ότι δεν έκανα καλά, αλλά άλλο είναι να το κάνεις εν ψυχρώ κι άλλο πάνω στη βράση του παιχνιδιού. Θες να πιάσεις την μπάλα και το χέρι πάει από μόνο του. Θα θυμάμαι πάντα ένα διαιτητή που μου ακύρωσε ένα γκολ που έβαλα με το χέρι σ' ένα ματς εναντίον της Βέλες, πολλά χρόνια μετά από τη Λος Σεμπογίτας και πολλά χρόνια πριν από το Μεξικό του '86. Με συμβούλευσε να μην το ξανακάνω. Τον ευχαρίστησα, βέβαια, αλλά του είπα ότι δεν μπορούσα να του υποσχεθώ τίποτα. Δεν ξέρω αν χάρηκε για το θρίαμβό μας εναντίον της Αγγλίας.

Μια βδομάδα μετά το παιχνίδι εκείνο με την Ρίβερ, ο πρόεδρός της, ο Γουίλιαμ Κεντ, ρώτησε το γέρο μου πόσα θέλει για μένα αλλά ο γέρος μου του το έκοψε: "Ο Ντιεγκίτο είναι πολύ ευτυχισμένος που παίζει στην Αρτζεντίνος", του απάντησε. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν η τελευταία φορά που με ζήτησε η Ρίβερ.

Εκείνη την εποχή γνώρισα και τον Χόρχε Κιτερζπίλερ. Παρακολουθούσε πάντα τα τσικό της Αρτζεντίνος γιατί είχε έναν αδερφό, τον Χουάν Εδουάρδο, που φαινόταν πολύ καλός παίκτης. Πέθανε όμως από μια φοβερή αρρώστια κι αυτό ήταν πολύ σκληρό χτύπημα για τον Χόρχε. Δεν ξαναφάνηκε στο σύλλογο. Ξαναγύρισε όταν κάποιος φίλος του είπε ότι στην Λος Σεμπογίτας είχε εμφανιστεί ένας πιτσιρικάς που ήταν πολύ καλός. Αυτός ο πιτσιρικάς ήμουν εγώ κι ο Χόρχε βγήκε από την απομόνωσή του. Έγινε ένα είδος συντονιστή των ομάδων παίδων, των πιο μικρών παιδιών. Όταν είχαμε σημαντικούς αγώνες με την ένατη ομάδα, ο Χόρχε μάς έπαιρνε σπίτι του για να ξεκουραστούμε καλύτερα και να φάμε περισσότερο. Ζούσε στην οδό Σαν Μπλας, στο Λα Πατερνάλ και πολλές Παρασκευές έμενα να κοιμηθώ εκεί πέρα. Παίζαμε σκραμπλ, μονόπολη κι έτσι άρχισε η φιλία μας... Εγώ κοιμόμουν στο κρεβάτι του Χουάν Εδουάρδο και για τους Κιτερζπίλερ ήμουν σαν μέλος της οικογενείας. Το ότι έγινε μάνατζέρ μου είναι κάτι που ήρθε αργότερα, και δεν άργησε και πολύ.

Όταν η Ρίβερ βγήκε πρωταθλήτρια μετά από 18 χρόνια -το 1975- εγώ ήμουν το παιδί που μάζευε τις μπάλες. Εκείνο το βράδυ, στο γήπεδο της Βέλες, κέρδισε την Αρτζεντίνος 1-0, με το περίφημο γκολ του Μπρούνο. Δεν έπαιξαν οι επαγγελματίες γιατί είχαν κάποια απεργία. Ήταν 14 Αυγούστου. Θα μπορούσα να είχα κάνει το ντεμπούτο μου στην πρώτη ομάδα ακριβώς έναν χρόνο πριν! Ο Φράνσις τού είπε του τεχνικού, του Φρανσίσκο Καμπάνα, πως αφού έβαζαν τα παιδιά να παίζουν εναντίον άλλων παιδιών γιατί δεν έβαζε κι εμένα. Αλλά δεν με έβαλε. Θυμάμαι πως έβαλε τον Φέο Ντίαζ αλλά εμένα δεν με έβαλε και έμεινα να μαζεύω τη μπάλα πίσω από το τέρμα. Εκεί, στην ίδια θέση βρισκόταν κι ο δημοσιογράφος Αλμπέρτο Μπαντία και κρατούσε σημειώσεις.

Τώρα καταλαβαίνω πως όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ήμουν στην ένατη ομάδα της Λος Σεμπογίτας όταν κατέκτησε το πρωτάθλημα. Την επόμενη χρονιά με πήγαν στην όγδοη ομάδα και όταν προηγούμασταν δέκα περίπου βαθμούς με στείλανε στην έβδομη. Έπαιξα δυο παιχνίδια με την έβδομη και με ανέβασαν κατευθείαν στην πέμπτη. Τέσσερα παιχνίδια ήταν αρκετά για να με πάνε στην τρίτη. Έκανα το ντεμπούτο μου εναντίον της Λος Αντες, με ένα γκολ εκτός έδρας. Δύο ακόμα παιχνίδια και να 'μαι, στην πρώτη ομάδα. Όλα αυτά σε διάστημα μόλις δυόμισι χρόνων.

Όλοι όσοι λένε ότι ήταν στο ντεμπούτο μου στην πρώτη ομάδα λένε ότι το παιχνίδι παίχτηκε στο γήπεδο του Μαρακανά κι όχι στο Λα Πατερνάλ. Η αλήθεια είναι ότι έκανα ήδη προπονήσεις με την πρώτη ομάδα στο γήπεδο της Κομουνικασιόνες. Κάποια Τρίτη, με πλησίασε ο προπονητής μου, ο Χουάν Κάρλος Μόντες και μου είπε: "Ακουσέ με, αύριο θα καθίσεις στον πάγκο της πρώτης, εντάξει;" Έχασα τα λόγια μου. Το μόνο που είπα ήταν: "Τι; Τι είπατε;" Κι εκείνος το επανέλαβε: "Ναι, θα καθίσεις στον πάγκο της πρώτης ομάδας. Και να είσαι έτοιμος, γιατί θα παίξεις". Τότε έφυγα σφαίρα από το γήπεδο του Κομουνικασιόνες και πήγα τρεχάλα σπίτι με την ψυχή στο στόμα για να πω τα νέα στους γέρους μου. Τα είπα στην Τότα και σε δυο δευτερόλεπτα όλο το Φιορίτο ήξερε πως θα έπαιζα την επομένη!

Εκείνη ακριβώς την εποχή η Αρτζεντίνος μού είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα στο Βίγια ντελ Πάρκε, στην οδό Αρχεριτς 2746. Είχαμε αφήσει όμως κάποια πράγματα στο σπίτι στο Φιορίτο. Εξάλλου, εκεί έμενε ακόμα η γιαγιά μου, η μάμα Ντόρα, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για μετακόμιση. Έτσι από κει περνούσαν όλοι, ο ξάδερφός μου ο Μπέτο, ο ξάδερφός μου ο Ραούλ, όλοι περνούσαν από το σπίτι του χωριού για να δουν αν θα γινόταν κανένας αγώνας, αν θα έπαιζα ή όχι. Έρχονταν να με δουν ακόμα και στις κατώτερες κατηγορίες. Όποτε είχαν λεφτά έρχονταν. Όταν δεν είχαν δεν έρχονταν. Όπως κι εγώ: μερικές φορές δεν είχα ούτε για να πάω για προπόνηση. Γύριζα απ' το σχολείο -πήγαινα πια γυμνάσιο- και αν δεν μου έφταναν τα λεφτά, οι αδερφές μου οι παντρεμένες -η Αννα και η Κίτι- σουφρώναν κάνα φράγκο από τους άντρες τους για να μπορέσω να πάω. Μόνο για να πάω, γιατί την επιστροφή μου την πλήρωνε ο Φράνσις. Αυτό γινόταν μέχρι που η Αρτζεντίνος άρχισε να μου πληρώνει τα οδοιπορικά, χάρη σ' έναν από τους παράγοντες, τον Ρέι, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.

Το θέμα είναι ότι όταν διηγήθηκα τα νέα στον ξάδερφό μου τον Μπέτο, που ήταν και είναι ο πιο αγαπημένος μου, έβαλε τα κλάματα... Τόσο πολύ έκλαιγε που δεν μπορούσαμε να τον κάνουμε να σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι την άλλη μέρα θα μου συνέβαινε κάτι πολύ σπουδαίο. Κι επίσης, ότι ακριβώς την επομένη, που ήταν Τετάρτη, ο γέρος μου δούλευε κι έτσι δεν θα μπορούσε να είναι παρών σ' αυτό που τόσο πολύ είχαμε ονειρευτεί μαζί. Έτσι, ετοιμάστηκα να πάω στο γήπεδο μόνος μου.

Στην πραγματικότητα, θα μπορούσα να είχα κάνει το ντεμπούτο μου πριν ένα μήνα, αλλά την πάτησα... Κι εξηγούμαι: σ' ένα παιχνίδι τρίτης κατηγορίας εναντίον της Βέλες, το Σεπτέμβριο, ο διαιτητής ήταν σκέτη καταστροφή. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, τον πλησίασα και του είπα, πολύ ήρεμα: "Πρόεδρε, είστε φοβερός, θα έπρεπε να σας πάρουν σε διεθνείς αγώνες". Κι έτσι έφαγα πέντε αγωνιστικές και αναβλήθηκε το ντεμπούτο μου.

Όταν έφτασε η μεγάλη μέρα, Τετάρτη 20 Οκτωβρίου του 1976, έκανε φοβερή ζέστη. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ. Έβαλα το άσπρο μου πουκάμισο και το τυρκουάζ παντελόνι με τα φαρδιά μπατζάκια, το μοναδικό που είχα! Τι να έκανα; Δεν είχα κι άλλο! Και δεν το αρνούμαι αυτό, ε; Μιλούσανε για τα κύπελλα και τα τοιαύτα κι εγώ σκεφτόμουνα: "Ωραία, σ' αυτόν τον αγώνα ο αναπληρωματικός θα πάρει κάτι, κι αν μπει στο παιχνίδι, θα πάρει και κάτι παραπάνω". Καθόμουν και λογάριαζα: "Μ' αυτά θα αγοράσω άλλο παντελόνι, ή κάτι άλλο". Στη συνέχεια χάσαμε, χα - χα - χα, αλλά το ίδιο μου έκανε, όλα ήταν υπέροχα.

Το πρωί, όταν ξεκίνησα, η γριά μου με συνόδεψε μέχρι την πόρτα και μου είπε: "Θα προσεύχομαι για σένα, γιε μου". Κι ο γέρος μου ζήτησε άδεια για να φύγει νωρίτερα απ' τη δουλειά του και να 'ρθει να με δει. Δεν θυμάμαι τι ώρα ακριβώς ήταν ο αγώνας, αν ήταν στις τρεις ή στις τέσσερις, αλλά εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι ότι πριν βγω στο γήπεδο μού είπαν πως ο γέρος μου τα είχε καταφέρει να έρθει εγκαίρως. Το πρώτο που μου έκανε φοβερή εντύπωση ήταν όταν είδα τους οπαδούς της Ταγιέρες. Ο τόπος ήταν γεμάτος Κορδοβέζους! Εμείς -οι παίκτες της Αρτζεντίνος, εννοώ- μαζευτήκαμε πριν από το παιχνίδι για να φάμε την κλασική μπριζόλα με πουρέ, και για επιδόρπιο την τεχνική ανάλυση του Μόντες. Μετά πήγαμε περπατώντας μέχρι το γήπεδο, περνώντας ανάμεσα από τον κόσμο. Δεν μας αναγνώρισε κανείς! Ασε που ήταν όλοι τους Κορδοβέζοι. "Είμαι ο Τάααεερε, ο Τάααεερε είμαι εγώ!", φώναζαν, με την χαρακτηριστική τους ιαχή. Είχαν φοβερή ομάδα, με τους: Λουδουένια, Οκάνιο, Λουίς Γκαλβάν, Οβιέδο, Βαλένσια και Μπράβο. Εμείς βέβαια δεν είχαμε τέτοιες μορφές. Για να πω την καθαρή αλήθεια, πιστεύω πως θα έπρεπε να μας ρίξουν δεκαοχτώ γκολ... Θυμάμαι τη σύνθεση της ομάδας μας απ' έξω: Μουνούτι, Ρόμα, Πεγιεράνο, Γκέττε, Φρεν, Τζιακομπέτι, Ντι Ντονάτο, Χόρχε Λόπες, Κάρλος Αλβαρες και Οβελάρ.

Αντικατέστησα τον Τζιακομπέτι στο δεύτερο ημίχρονο, με το 16 στην πλάτη, με την κόκκινη φανέλα με την άσπρη ρίγα. Ήταν σαν της Ρίβερ... αλλά ανάποδα, χα χα χα.

Οι Κορδοβέζοι μας ρίχνανε στ' αυτιά, δεν ακουμπούσαμε την μπάλα, και στο 27΄ ο Ατσα Λουδουένια έβαλε το γκολ. Πριν τελειώσει το πρώτο ημίχρονο, ο Μόντες, που ήταν στην άλλη άκρη του πάγκου, γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου και με κάρφωσε με τα μάτια σαν να μου 'λεγε: "Μπαίνεις;" Εγώ δεν απέστρεψα τη ματιά μου κι αυτή, νομίζω, ήταν η απάντησή μου. Αμέσως άρχισα την προθέρμανση και μόλις ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο μπήκα στο παιχνίδι. Στην άκρη του γηπέδου ο Μόντες μου είπε: "Αντε, Ντιέγκο, και να παίξεις όπως ξέρεις εσύ... Κι αν μπορέσεις, βρες την τρύπα και κάρφωσέ τους το". Κι αυτό έκανα: πήρα την μπάλα με την πλάτη στον Χουάν Ντομίγκο Πατρίσιο Καμπρέρα που με μάρκαρε, έκανα προσποίηση και του πέρασα τη μπάλα ανάμεσα στα πόδια. Πέρασε καθαρά κι αμέσως άκουσα τα Οοοολέ... του κόσμου σαν καλωσόρισμα. Δεν ήταν εκεί όλοι όσοι λένε ότι ήταν, αλλά οι κερκίδες ήταν φίσκα και δεν φαινόταν ούτε θέση άδεια. Θυμάμαι ότι εκείνο που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η έλλειψη χώρου. Το γήπεδο μου φαινόταν πολύ μικρό σε σχέση με τα γήπεδα που παίζαμε με τις μικρότερες ομάδες. Οι κλωτσιές όμως ήταν πολύ δυνατές. Όταν έπαιζα με τα παιδιά είχα συνηθίσει να με τσακίζουν στις κλωτσιές, εδώ όμως έμαθα πολύ γρήγορα ότι έπρεπε να πηδάω στο τσακ. Αποφεύγεις τον αντίπαλο, αποφεύγεις την κλωτσιά και συνεχίζεις με την μπάλα... Αλλιώς, με την τρίτη κλωτσιά δεν μπορείς πια να συνεχίσεις. Βέβαια ήμουν γερός σαν ταύρος γιατί ο γιατρός Παλαντίνο, ο Ρομπέρτο "Κάτσο" Παλαντίνο, μας έδινε βιταμίνες, ενέσεις, φρόντιζε τη διατροφή μας. Πιστεύω πως χάρη σ' αυτόν έγινα δυνατός και υγιής. Δυνατός και υγιής. Αυτό μου θυμίζει την παράκληση της Τότα όταν με βάφτιζαν, στις 5 Ιανουαρίου του 1961: "Να γίνει καλός άνθρωπος και να είναι υγιής".

Στον πρώτο μου αγώνα έχασα, αλλά ξεκινούσα πια με την Αρτζεντίνος μια μακρόχρονη, ωραία και αξέχαστη περιπέτεια. Πάντα λέω ότι εκείνη την ημέρα άγγιξα τον ουρανό με τα ίδια μου τα χέρια. Ήξερα μέσα μου ότι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου άρχισε εκείνη τη μέρα. Σ' εκείνο το Πρωτάθλημα έπαιξα σε άλλα δέκα παιχνίδια, συνολικά έντεκα, κι έβαλα δύο γκολ, τα πρώτα της καριέρας μου: και τα δύο στο Σαν Λορέντζο του Μαρ ντελ Πλάτα, στο στάδιο του Σαν Μαρτίν, γιατί το στάδιο του Μουντιάλ δεν είχε φτιαχτεί ακόμα, στις 14 Νοεμβρίου 1976.

Αρχισαν να μου παίρνουν συνεντεύξεις και να γράφουν άρθρα για μένα. Θυμάμαι τον τίτλο ενός άρθρου που αντιπροσώπευε ακριβώς όσα μου συνέβαιναν, που έλεγε: "Αλλοι στην ηλικία του ακούνε παραμύθια κι αυτός ζητωκραυγές". Κι ήταν φυσικό, γιατί σε τρία μόλις χρόνια είχα φτάσει από το Φιορίτο στις εφημερίδες, την τηλεόραση, τις συνεντεύξεις. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα όσο τα διηγούμαι εδώ, έτσι ακριβώς. Γι' αυτό φαίνεται μου προκαλούσαν αμηχανία τα άρθρα που έγραφαν για μένα. Μου άρεσαν αλλά μου προκαλούσαν αμηχανία. Δεν πίστευα τα όσα έγραφαν, δεν ένιωθα σπουδαίος και κατέληγα να λέω πάντα τα ίδια: πού γεννήθηκα, πώς έζησα και ποιοι παίκτες μού άρεσαν. Αναγκάστηκα να ωριμάσω υπερβολικά γρήγορα. Γνώρισα τη ζηλοφθονία των άλλων, δεν την καταλάβαινα, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και έβαζα τα κλάματα. Ωρίμασα απότομα. Ήθελα να αγοράσω τα πάντα: πουκάμισα, μπότες, παντελόνια, μπλούζες... Αρχισα να προσέχω πώς μιλούσα αλλά δεν ήταν κι εύκολο. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί εκείνη την εποχή αυτά που μου συμβαίνουν τώρα. Στη ζωή μου όλα έγιναν πολύ γρήγορα, τόσο γρήγορα που δεν είχα καν χρόνο για να ζηλέψω τους άλλους για τα όσα έκαναν, αφού είχα τα πάντα! Δεν ξέρω, μέσα μου καταλάβαινα ότι είχε περάσει πια η εποχή που αγωνιζόμασταν σκληρά κι εγώ κι η οικογένειά μου. Τότε που ο γέρος μου έκανε θυσίες για να με συνοδεύει όλες τις μέρες και κουτουλούσε από τη νύστα στο λεωφορείο. Και τώρα είχα τη δυνατότητα να έχω το αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο έξω απ' την πόρτα. Ήταν ένα Φίατ 125 κόκκινο, και γαμώ τα μεγαλεία ε; Δεν ξέρω, μου συνέβαιναν ένα σωρό πράγματα, ένας κόσμος ολόκληρος, αλλιώτικος ανοιγόταν μπροστά μου κι όλα ήταν τόσο ξαφνικά. Τόσο ξαφνικά, που εκείνο το όνειρό μου να παίξω στην Εθνική εκπληρώθηκε αμέσως, μετά από έντεκα μόνο αγώνες στην πρώτη ομάδα. Μόνο έντεκα!

Όπως το καθετί στη ζωή μου, τα γεγονότα συνέβησαν υπερβολικά γρήγορα. Αυτά έγιναν στις αρχές του '77, μόλις τρεις μήνες μετά από το ντεμπούτο μου με την Αρτζεντίνος. Έπαιζα τότε με την ομάδα νέων και κάναμε προπόνηση εναντίον της ομάδας των ελπίδων. Γι' αυτό ο Μενότι, που ήταν ο τεχνικός της Εθνικής Ελπίδων, με έβλεπε συχνά. Με είχε καλέσει ο δον Ερνέστο Ντουτσίνι, που ήταν αληθινός δάσκαλος, και παίζαμε με τους σημαντικότερους παίκτες, εναντίον του Πασαρέλα, του Χάουσμαν, του Κέμπες. Ιερά τέρατα όλοι τους!

Σε μια από αυτές τις προπονήσεις φαίνεται πως έκανα ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί ο Φλάκο απευθύνθηκε σε μένα ιδιαιτέρως. Κάθε λέξη του Φλάκο ήταν μια σιωπή μέσα μου, νεκρική σιωπή... Γιατί ο Φλάκο ήταν Θεός για μένα! Και νάτον μπροστά μου να μιλάει σε μένα μόνο. Μου έλεγε πως επρόκειτο να παίξω στον φιλικό αγώνα με την Ουγγαρία. Θα έκανα την πρώτη μου εμφάνιση με την Εθνική Ομάδα! Γι' αυτό το θέμα έχω μιλήσει μια φορά παλιότερα και δεν νομίζω πως μπορώ να βρω τώρα διαφορετικά λόγια να το ξαναδιηγηθώ...

Όταν τέλειωσε η προπόνηση, ο Μενότι με φώναξε παράμερα και μου είπε: "Μαραντόνα, όταν φύγεις από δω πήγαινε στο ξενοδοχείο να συγκεντρωθείς. Το μόνο που σου ζητάω είναι να μην το πεις σε κανέναν. Αν θες, πες το στους γονείς σου, αλλά να μην το μάθουν οι δημοσιογράφοι. Δεν θέλω να έχεις άγχος".

Το αντιμετώπισα με ψυχραιμία. Την άλλη μέρα το πρωί ο Μενότι ήρθε και πάλι και μου είπε: "Θέλω να σου πω ότι αν πάει καλά το παιχνίδι, αν η ομάδα μας καταφέρει και βάλει κανένα γκολ, είναι πολύ πιθανόν να παίξεις".

Συνέχιζα να είμαι ψύχραιμος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά που μου είπε με γέμισαν χαρά και δεν ανησυχούσα πια για τίποτα. Εξάλλου, όλα εξαρτιόνταν, από το πώς θα τα πήγαινε η ομάδα. Την Κυριακή, στις 27 του μηνός, τη μεγάλη μέρα, την ημέρα του αγώνα, δεν έφαγα πρωινό. Ήθελα να ξεκουραστώ όσο το δυνατόν περισσότερο κι έτσι σηκώθηκα στις έντεκα. Έκανα μπάνιο κι είδα τηλεόραση στο δωμάτιό μου μέχρι τις δώδεκα. Μετά κατέβηκα κι έπιασα κουβέντα με τους άλλους μέχρι που πήγαμε για φαγητό. Γύρισα στο δωμάτιό μου κι είδα λίγο ακόμα τηλεόραση. Ξεκινήσαμε για το γήπεδο της Μπόκα στις τρεισήμισι το απόγευμα.

Όταν το πούλμαν σταμάτησε στο Λα Μπομπονέρα άρχισα να αντιλαμβάνομαι πού βρισκόμουν και τι μου συνέβαινε. Είδα το πλήθος να μας πλησιάζει, να χειροκροτάει και να μας φωνάζει συμβουλές κι ήταν τόσο πολλοί που άρχισα να νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν... Δεν μπορείτε να πιστέψετε το φόβο που μπορεί να σε κάνει να νιώσεις το πλήθος!

Πρώτα άλλαξαν οι παίκτες της βασικής ενδεκάδας. Ύστερα εμείς, οι αναπληρωματικοί... Όταν βγήκα στο γήπεδο κι άκουσα τις ζητωκραυγές του κόσμου και τα χειροκροτήματα νόμιζα ότι όλοι ζητωκραύγαζαν εμένα, ότι όλοι κοίταζαν τον Μαραντόνα. Η αλήθεια είναι ότι μάλλον κανείς δεν μου έδινε σημασία, αλλά εγώ έτσι ένιωθα.

Ο αγώνας άρχισε και αμέσως κερδίσαμε πέναλτι. Τότε σκέφτηκα: "Ωραία, θα φάνε πολλά, ετοιμάσου Ντιέγκο". Όταν όμως ο τερματοφύλακας το απέκρουσε, κατάλαβα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να μπω στο παιχνίδι. Λίγο αργότερα όμως έβαλε γκολ ο Μπερτόνι κι έπειτα μπήκε και δεύτερο και τρίτο... και σε κάθε γκολ που βάζαμε ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Αν συνεχίζαμε έτσι, θα έμπαινα στο παιχνίδι σίγουρα.

Καθόμουν δίπλα στον Μόουσο, μετά καθόταν ο Πιτσαρότι, ο Δρ Φορτ και μετά ο Μενότι. Βρισκόμασταν στο εικοστό λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου όταν ο Φλάκο με φώναξε: "Μαραντόνα, Μαραντόνα!" Με φώναξε δυο φορές. Σηκώθηκα και πήγα κοντά του. Κατάλαβα ότι θα έπαιζα. "Θα μπεις στη θέση του Λούκε", μου είπε ο Μενότι. "Παίξε όπως ξέρεις, να είσαι ήρεμος και να κινείσαι σε όλο το γήπεδο, εντάξει;" Αυτό μου έδωσε κουράγιο. Αρχισα να τρέχω για προθέρμανση και τότε άκουσα τον κόσμο να φωνάζει το όνομά μου. "Μαραντόοο, Μαραντόοο". Δεν ξέρω τι με έπιασε. Τα πόδια μου κόπηκαν και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Ήταν τρομερός θόρυβος. Όλο το γήπεδο φώναζε, όσα μου είχε πει ο Μενότι αντηχούσαν στο κεφάλι μου, ο Χαπονές Πέρες μου έδινε κουράγιο: "Αντε, Ντιέγκο, και κοίτα να φορτσάρεις! " και όλα να ανακατεύονται. Το ομολογώ ειλικρινά: έτρεμα από το φόβο μου.

Μπήκα κατευθείαν στο παιχνίδι. Ανοιξε ο Γκάτι για τον Γκαγιέγκο και ο Τόλο έδωσε την μπάλα αμέσως σ' εμένα. Το έκανε επίτηδες, κατάλαβα πως ήταν ένδειξη συντροφικότητας. Μου την πάσαρε αμέσως για να πάρω τα πάνω μου, μόλις είχα την μπάλα στα πόδια μου. Πέρασα την μπάλα ανάμεσα από δύο Ούγγρους και βρήκα ξεμαρκάριστο τον Χάουσμαν. Τότε ηρέμησα τελείως. Με εμψύχωνε ο Βίγια, με φρόντιζε ο Γκαγιέγκο, ενώ ο Γκαρασκόσα μου φώναζε "ωραία, ωραία", ακόμα κι όταν δεν τα κατάφερνα.

Όταν τέλειωσε ο αγώνας ο πρώτος που μ' αγκάλιασε ήταν ο Γκαγιέγκο: "Έτσι θέλω να σε βλέπω πάντα, Ντιέγκο, έτσι!" Μου φαινόταν ψέματα. Όλα είχαν τελειώσει. Πήγα σπίτι με τον πατέρα μου και τον Χόρχε Σιτερζπίλερ. Έφαγα και άνοιξα την τηλεόραση για να δούμε τον αγώνα. Κατάλαβα πως είχα κάνει πολλά λάθη. Έδωσα την μπάλα στον Μπερτόνι στα δεξιά ενώ εκείνος που βρισκόταν μόνος στην άλλη άκρη ήταν ο Φέλμαν. Θέλοντας να αποφύγω έναν Ούγγρο, έδωσα πολύ κοντή πάσα, θυμήθηκα πως ήθελα να τη δώσω μακρινή και ότι μετά μετάνιωσα. Είδα έναν Ούγγρο να με κλωτσάει όταν δεν είχα τη μπάλα στα πόδια μου, αλλά στην τηλεόραση πονάει λιγότερο. Μετά πήγα για ύπνο. Δεν είδα όνειρα. Έκανα τον καλύτερο ύπνο της ζωής μου.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!