Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριο και ο μάγος

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €10.00
113615
Συγγραφέας: Μαν, Τόμας
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Σελίδες:251
Μεταφραστής:ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2000
ISBN:9789605180942


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Ο Τόνιο Κραίγκερ μοιάζει με τα οικογενειακά άλμπουμ των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Είναι εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές και μουσικές. Ο υψηλός πυρετός της ιλαράς με την κόκκινη κάλτσα στη λάμπα και το πετιμέζι. Το πείσμα και τα δαγκωμένα χείλη. Είναι ο κόμπος στο λαιμό. Είναι η μέθη του κονιάκ. Είναι η φυγή που σε γυρίζει πάλι πίσω.

Ο Μάριο και ο Μάγος είναι ένα παρμύθι για μεγάλα παιδιά. Είναι η αίσθηση κινδύνου και ασφάλειας σε συγκεντρώσεις μαζικές. Είναι το αυθόρμητο γέλιο που συγκρατείς, όταν βλέπεις κάποιον άγνωστο να πέφτει μες στον δρόμο. Είναι η ανησυχία της γοητείας που ασκεί ο Μεφιστοφελής. Ο ήχος απ' τα κέρματα στο χέρι του ζητιάνου. Το άναμμα τσιγάρου απ' το φίλτρο. Είναι ο από μηχανής κυνηγός που δεν συμπάθησες ποτέ και η ανομολόγητη θλίψη για τον κακό το λύκο.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Τόμας Μαν έγραφε το 1930 (στο έργο του «Σκιαγράφημα της ζωής μου») σχετικά με το εκτενές διήγημά του «Τόνιο Κρέγκερ» (1902) και το μυθιστόρημά του «Η αυτού βασιλική υψηλότης» (1909): «...Αυτό το διήγημα -ονομάζει έτσι το πρώτο αν και τυπικά είναι νουβέλα- υπερέχει σε σχέση με το «Θάνατο στη Βενετία» (το διήγημα με το οποίο παρουσιάζει τις περισσότερες ομοιότητες), ως προς ένα έκδηλο νεανικό λυρισμό και από καλλιτεχνική άποψη ίσως τα μουσικά του προσόντα να είναι αυτά που του απέφεραν τόσες συμπάθειες. Εδώ, ίσως, μου δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να εντάξω στο έργο μου τη μουσική, σαν υφολογικό και φορμαλιστικό στοιχείο. Για πρώτη φορά η πρόζα θεωρήθηκε σαν ένα πνευματικό σύμπλεγμα μοτίβων, σαν αυτή τη μουσική σύνθεση σχέσεων που εμφανίζεται αργότερα, σε πιο πλατιά κλίμακα, στο "Μαγικό βουνό"».

Για το δεύτερο σημείωνε: «Αυτό το σχέδιο κωμωδίας με μορφή μυθιστορήματος περιελάμβανε συγχρόνως την απόπειρα υπογραφής ενός συμφώνου με την "ευτυχία". Μετά τους "Μπούντενμπροκ", οι κριτικές τη βρήκαν πολύ επιπόλαιη. Και βέβαια με το δίκιο τους. Μόνο που οι ιδανικές προθέσεις αυτού του φανταστικού συμφώνου ήταν πιο βαθιές απ' ό,τι έγινε γενικά αντιληπτό και δεν τους έλειπαν καθόλου οι ενστικτώδεις επαφές με το μέλλον. Δεν εννοώ την ανάλυση της ζωής μιας δυναστείας, που δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει με τόσο οίκτο και συμπάθεια για μια κατάσταση στα πρόθυρα της παρακμής. Αλλά η "ευτυχία" έτσι όπως παρουσιαζόταν στη "Βασιλική υψηλότητα" δεν είχε να κάνει με την επιφανειακή και ευδαιμονική έννοια της λέξης. Ένα πρόβλημα έβρισκε τη λύση του με κωμικά μέσα, αλλά ήταν ωστόσο πρόβλημα και μάλιστα ένα πρόβλημα πραγματικό και όχι επουσιώδες. Ένας νέος σύζυγος φανταζόταν τη δυνατότητα μιας σύνθεσης της μοναξιάς με την κοινωνία, της μορφής με τη ζωή. Και το μυθιστόρημα προσπαθούσε να συνδυάσει μια αριστοκρατική και μελαγχολική συνείδηση με τις νέες απαιτήσεις, που θα μπορούσαμε ήδη από εκείνη την εποχή να αναγάγουμε στον τύπο της "δημοκρατίας"...».

Ο «Τόνιο Κρέγκερ» ακολούθησε τους «Μπούντενμπροκ» (1901), το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό αστικό μυθιστόρημα. Είναι ένα κείμενο που μέσω του ήρωά του καθιέρωσε στην εποχή του το μοντέλο του τότε σύγχρονου καλλιτέχνη: ενός νέου προτύπου δημιουργού από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ένα είδος θεϊκού μεγαλείου (χαρακτηριστικό πολλών ομολόγων του στα έργα του 19ου αιώνα). Ο Κρέγκερ αντιπροσωπεύει, ώς ένα σημείο, τη διχασμένη ή και κερματισμένη συνείδηση του ανθρώπου της έκφρασης, είναι συνθετικό πορτρέτο, ένα απόσταγμα των πιο αντίθετων μεταξύ τους φιλοσοφικών, αισθητικών και ψυχαναλυτικών θεωριών, που ανατάραξαν την ευρωπαϊκή σκέψη λίγο πριν από τον Μαν. Το βιβλίο αυτό διαβάστηκε ως Βίβλος, κυρίως από τους νέους διανοούμενους, όπως είχε γίνει με τον γκετικό «Βέρθερο». Το αφοριστικό του πνεύμα («Δουλεύεις άσχημα την άνοιξη, αυτό είναι σίγουρο. Και για ποιο λόγο; Γιατί αισθάνεσαι. Και γιατί είσαι ένας πρωτάρης που πιστεύει πως επιτρέπεται στο δημιουργό να αισθάνεται. Κάθε γνήσιος και σωστός καλλιτέχνης μειδιά με την αφέλεια αυτής της καθαρής πλάνης», «Η λογοτεχνία δεν είναι επάγγελμα, είναι κατάρα»), η εστετίστικη διάθεσή του («Λαϊκή βιβλιοθήκη; Σκέφθηκε ο Τόνιο Κρέγκερ, βρίσκοντας πως δεν είχαν καμιά δουλειά εδώ πέρα ούτε ο λαός ούτε τα γράμματα»), η υπογράμμιση της ετερότητας ήταν ερεθιστικά στοιχεία για τον αναγνώστη της εποχής.

Στο βαθμό που ο Σοπενάουερ συναντά τον Νίτσε στις σελίδες του, ο ρομαντισμός το διαφωτισμό και ο νατουραλισμός το ρεαλισμό, το αποτέλεσμα είναι βαθιά αντιφατικό: όμως ιδιαίτερα γοητευτικό και πειστικό, αφού ο συγγραφέας του, μέσα από μία ρέουσα, μουσική και ποιητική γλώσσα, δεν διστάζει να αποτυπώσει, χωρίς ωραιοποιήσεις, τις δραματικές εκκρεμότητες και τα αδιέξοδα της αστικής ηθικής απέναντι στην πραγματικότητα. Δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι η συγκεκριμένη «παθολογία» γίνεται για πρώτη φορά δραματικός πυρήνας στην αφήγηση...

Είναι γνωστό ότι ο Μαν, ίσως περισσότερο από πολλούς άλλους κορυφαίους συγγραφείς της αστικής περιόδου, αυτοβιογραφήθηκε μέσα στις μυθοπλασίες του (με εξαίρεση το «Μαγικό βουνό» και το «Θάνατο στη Βενετία», αν και ο Ασενμπαχ-Μάλερ στο τελευταίο είναι και περσόνα του Μαν, πιο κοντινή σ' αυτόν απ' ό,τι σε μεγάλο βαθμό ο Κάστορπ, ο κεντρικός ήρωας του πρώτου). Αρκετοί ήρωές του, τα περιστατικά της ζωής τους και τα διάφορα κοινωνικά σκηνικά γύρω τους είναι δάνεια από τη δική του οικογενειακή και άλλη εμπειρία, από την κοινοποιημένη μυθολογία του, μέρος της απτής προσωπικότητάς του (συχνά με τρόπο εντυπωσιακά έκδηλο). Ο Κρέγκερ είναι ένα φερέφωνο που διατυπώνει τις αλληλοσυγκρουόμενες πεποιθήσεις του Μαν. Σε ένα σημείο του έργου, το πιο διανοητικό, όπου ο ήρωας σχεδόν παραληρεί μιλώντας για τις ιδέες του στη φίλη του ζωγράφο Λισαβέτα Ιβάνοβνα, εκείνη παρατηρεί, εν κατακλείδι, ότι ο συνομιλητής της ...πάσχει από το σύνδρομο του αστισμού: αυτής της «ιδεολογίας», η οποία, κατά τον Μαν, μεταφέρει στοιχεία ουμανιστικά αλλά έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλείο της παράδοσης. Θα λέγαμε ότι και σε αυτό το βιβλίο ανιχνεύεται η ...ηδονή του συγγραφέα του να απολαμβάνει το δράμα της παρακμής: μια αντίληψη του παρελθόντος νοουμένου ως χαμένου χρόνου, σταθμισμένου με βάση την τραυματική απώλειά του.

Το «διήγημα» χωρίζεται σε εννιά μικρά κεφάλαια. Η αφήγηση δομείται με τρόπο μοντέρνο: στην αρχή παρακολουθούμε τον ήρωα, γόνο προξένου, σε νεαρή ηλικία, να μοιράζει τα βουβά του συναισθήματα ανάμεσα στο συμμαθητή του Χανς Χάνσεν και στην επίσης συμμαθήτριά του Ινγκε Χολμ. Ο Τόνιο είναι δειλός και μονήρης σχεδόν εκ πεποιθήσεως, αφού πολύ πρώιμα είναι αποφασισμένος να γίνει ποιητής, άρα ένα πρόσωπο που θα φέρει εντός του, μοιραίως, αισθήματα δυστυχίας, αποτέλεσμα της κλίσεώς του να μπορεί να διακρίνει το καλαίσθητο από το αντίθετό του. Κάνοντας η αφήγηση χρονικό άλμα, μας μεταφέρει στο μέλλον όταν ο Κρέγκερ, αναγνωρισμένος πια ποιητής, βιώνει την αλήθεια των προβλέψεών του. Το ταχυδράμα κλείνει με την περιγραφή ενός ταξιδιού του ήρωα στο Βορρά, το οποίο οδηγεί αρχικά στη γενέθλια πόλη και ύστερα στη Δανία, τη διασταύρωση του τελευταίου με τον Χανς και την Ινγκε (οι παλιοί αγαπημένοι, ζευγάρι πλέον, δεν τον αναγνωρίζουν), καθώς και με μια επιστολή του Τόνιο προς την Ιβάνοβνα, κάτι σαν επίλογο-διακήρυξη αρχών του Κρέγκερ-Μαν περί τέχνης, έρωτος και βίου.

Ο Τόνιο Κρέγκερ, όπως ήταν προδιαγραμμένο, έγινε ένας «νεκρός», ένα αποκλίνον, εν σχέσει προς το μέσο κανόνα, άτομο, αποξενωμένο, που αντιμετωπίζει έναν κόσμο στο σύνολό του ανιδανικό, τραγικό και γελοίο μαζί (βάρβαρο και πνευματώδη). Αξιαγάπητο παρ' όλ' αυτά. Η πραγματικότητα και η τέχνη έχουν καταδικαστεί να συνυπάρχουν, να απωθούνται και να έλκονται, να μένουν μετέωρα φαινόμενα, όπως οι ψυχισμοί των ηρώων του μεγάλου δημιουργού...

Η πρόθεση του Μαν να περικλείσει σε λίγες σελίδες πολλές ιδέες δίνει στο σύνολο του έργου ένα χαρακτήρα αν όχι παράδοξο (γιατί το ίδιο έκαναν σε πολλές περιπτώσεις οι Γερμανοί, κυρίως, ρομαντικοί), τουλάχιστον προκλητικό: το στοίχημα του δημιουργού αφορούσε τη φόρμα, η οποία με την ποιητική της υφή και τη μουσικότητά της θα δικαίωνε το υπερβάλλον διανοητικό φορτίο του περιεχομένου. Έτσι και έγινε. Οι κορόνες δεν ενοχλούν, το ευσύνοπτο λειτουργεί δραστικά μέσα από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, υπηρετικά ενός βάθους όπου κυκλοφορούν: η αυτολύπηση, η αντινομία του να είσαι διχασμένος απέναντι σε έναν κόσμο που απεχθάνεσαι και ταυτόχρονα λατρεύεις, αφού σου εξασφαλίζει τα καλλιτεχνικά κίνητρα και μέσω της ερωτικής επιθυμίας.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/02/2001

Κριτικές

Σε έναν τόμο οι δύο από τις τρεις αριστουργηματικές νουβέλες του Μανν - η τρίτη, Θάνατος στη Βενετία κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Χωρίς να παραγνωρίζω την εξαιρετική μεταφραστική εργασία του Αλέξανδρου Ίσαρη στο έργο του μεγάλου γερμανού συγγραφέα, θεωρώ ότι η παρούσα είναι η καλύτερη έκδοση έργου του Μανν στην ελληνική γλώσσα. Πολύ καλή μετάφραση, επαρκής εισαγωγή, έγκυρες σημειώσεις και ένα θαυμάσιο εξώφυλλο, συνθέτουν έναν τόμο θελκτικότατο, όχι μόνο για τον φίλο της κλασικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας αλλά και για κάθε αναγνώστη.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!