Πεζά ΙΙ

Έκπτωση
67%
Τιμή Εκδότη: 22.43
7.40
Τιμή Πρωτοπορίας
+
285335
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:416
Επιμελητής:ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/08/2006
ISBN:9789601620077
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ο τόμος αποτελεί ζωντανή μαρτυρία για τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού. Από τις «Αναμνήσεις» και τις «Συνεντεύξεις» του Μιλτιάδη Μαλακάση ζωντανεύει ένας ολόκληρος κόσμος και μια εποχή και μάλιστα από ένα άτομο που βρισκόταν στο κέντρο της πνευματικής ζωής είτε ως πρόεδρος της Λέσχης Καλλιτεχνών «Ατελιέ» είτε ως πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου








ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι δύο ανά χείρας τόμοι έρχονται να προστεθούν στον κυκλοφορήσαντα πριν από περίπου δύο χρόνια τόμο με το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943) -επιμελημένο κι εκείνον με τη φιλολογική επάρκεια, υπευθυνότητα και συνέπεια του Γιάννη Παπακώστα-, ολοκληρώνοντας, κατά τρόπο οριστικό, την πνευματική φυσιογνωμία ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς (του «πιο προικισμένου, του πιο μεστού και του πιο πετυχημένου, αλλά και του χαρακτηριστικότερου εκπροσώπου του ρομαντισμού της δημοτικής», κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, ο οποίος, σημειωτέον, είχε προ πολλού επισημάνει την ανάγκη μιας ριζικής αναθεώρησης των συγκροτημένων το 1964 από τον Γ. Βαλέτα Απάντων του Μαλακάση). Περιλαμβάνονται σ' αυτούς κείμενα γραμμένα και δημοσιευμένα στο διάστημα περίπου μισού αιώνα, σωστά διανεμημένα και ταξινομημένα ανά τόμο (στον πρώτο καταχωρίζονται κριτικές, δοκίμια και άλλα συναφή κείμενα του ποιητή, ενώ στον δεύτερο, που χωρίζεται σε τρία μέρη, δημοσιεύονται τα «Αφηγήματα», οι «Αναμνήσεις» και οι «Συνεντεύξεις» του), συνθέτοντας, στο σύνολό τους, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που, μη θέλοντας να μείνει έξω από τα ποικίλα πνευματικά τεκταινόμενα της εποχής του, ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα, είτε με συχνά δημοσιεύματα είτε με ενεργό ανάμειξη στα εκάστοτε προκύπτοντα πολιτικά ζητήματα.

Παρακάμπτοντας κανείς το αναμφίβολα όχι ευκαταφρόνητο αφηγηματικό έργο του Μεσολογγίτη ποιητή, στο οποίο, ούτως ή άλλως, υπερισχύει η ποιητική του ιδιότητα που, σε συνδυασμό με τον ευαίσθητο ψυχισμό του, καθορίζει τη σχέση του με την πραγματικότητα και διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην αφηγηματική του ενασχόληση («το αφηγηματικό του ύφος είναι λυρικό, υπερτερεί ο προσωπικός σχολιασμός. Πρόκειται περισσότερο για λυρικούς στοχασμούς, για απόπειρες σύλληψης και ιχνογράφησης στιγμών και περιστατικών», όπως σημειώνει ο επιμελητής), δεν μπορεί να μη σταματήσει, πολλές φορές έκπληκτος, μπροστά στις καίριες, κάποτε προδρομικές, κριτικές του επισημάνσεις. Ούτε, βεβαίως, μπροστά στα όσα αυτοβιογραφικά καταθέτει -είτε υπό τη μορφή προσωπικών αναμνήσεων είτε ως συνεντευξιαζόμενος με περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς ανθρώπους των γραμμάτων και δημοσιογράφους-, εξομολογούμενος εντελώς προσωπικά περιστατικά του βίου του, φωτίζοντας πτυχές της ποιητικής του ιδιαιτερότητας, συμπλέκοντας αναμνήσεις από την αθηναϊκή φιλολογική ζωή και επιχειρώντας κριτικές αποτιμήσεις γνωστών, ως επί το πλείστον, ποιητών και πεζογράφων, παλαιότερων ή συχρόνων του, σχεδόν πάντα «με την οπτική ενός βιωματικού αφηγητή, μέσα από το στοιχείο της προσωπικής ανάμνησης».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι, εκτός των άλλων, οι πληροφορίες -με τη βαρύτητα της προσωπικής μαρτυρίας- που παρέχει για τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του Παλαμά και για τα όσα σημαντικά για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία λέγονταν και συντελούνταν σ' αυτές. Οπως ενδιαφέρουσα είναι και η, εμμέσως πλην σαφώς, με πολλή προσοχή εκφρασμένη διαφοροποίηση-επιφύλαξή του στο ζήτημα της ακραίας ψυχαρικής γλωσσικής τοποθέτησης, κάτι που χαρακτήριζε, εξάλλου, τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς, γεγονός που αποδεικνύεται εμπράκτως από τον τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Εχοντας υιοθετήσει ο ίδιος μιαν «ελάσσονα ποιητική γραμμή, χαμηλών τόνων, με άξονα το λυρικό εγώ και το συναισθηματικό του κόσμο», συχνά τον βλέπουμε να στέκεται κάπως επιφυλακτικός μπροστά στην εθνοκεντρική ποίηση του Παλαμά κι ακόμα επιφυλακτικότερος απέναντι στην άκρατη δημοτική των εκπροσώπων της γενιάς του '80. Η εμμέσως, κατά καιρούς, προκύπτουσα γλωσσική του ανεξαρτησία του επέτρεψε, αν μη τι άλλο, να αντιδιαστέλλει το δημοτικισμό από τα καθαρώς αισθητικά του κριτήρια· να παραμερίζει τις γλωσσικές του απόψεις, δίνοντας έμφαση στο αισθητικό του κριτήριο της λογοτεχνικής ποιότητας και της δημιουργικής ελευθερίας· γι' αυτό και δεν «ενοχλείται» όταν έρχεται αντιμέτωπος με περιπτώσεις που το στοιχείο της γλωσσικής ομοιογένειας και καθαρότητας απουσιάζει, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι εντοπίζει σ' αυτές το ακατασίγαστο πάθος του αληθινού δημιουργού.

Αν και προέρχεται από ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο αισθητικών και γλωσσικών αναζητήσεων, χωρίς ποτέ να έχει δηλώσει ευθέως την απομάκρυνσή του απ' αυτό, όταν αναφέρεται στον Παπαδιαμάντη και στον Καβάφη καταθέτει απόψεις που τον διαφοροποιούν από τις κρατούσες γύρω από τη λογοτεχνία αντιλήψεις. Δείχνει να προτιμά τη λογοτεχνία που οι δημιουργοί της υπακούουν στις βαθύτερες εσωτερικές παρορμήσεις τους και δεν υποτάσσονται στους γλωσσικούς και τεχνικούς κανόνες της εποχής τους. Ετσι, γοητευμένος από τον Παπαδιαμάντη, αισθάνεται να τίθεται σε δοκιμασία η γλωσσική του ορθοδοξία· απορεί και, αυτοαμφισβητούμενος, δηλώνει ότι διαβάζοντας δεν ήξερε αν «έπρεπε να γλωσσολογεί ή να είναι αρτίστας». Το ίδιο ευνοϊκά στέκεται και απέναντι στον Καβάφη και, μάλιστα, σε μια εποχή παντοδυναμίας τού Παλαμά -για τον οποίο αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έγραψε κανένα αυτοτελές άρθρο, παρά το γεγονός ότι συχνότατα τον ανέφερε στα κείμενά του- και ενόσω η κριτική για το έργο του ήταν ακόμα επιφυλακτική ή διχασμένη· με αξιοσημείωτη οξυδέρκεια επισημαίνει τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ποίηση του Αλεξανδρινού: τη βυζαντινίζουσα γλώσσα και τον ιδιότυπο δημοτικισμό του, την υπεροχή του ιδεολογικού στοιχείου εις βάρος του λυρικού, την πεζολογία, την υποκριτική, την ειρωνεία και τον πεσιμισμό του. Για να αποδώσει εντέλει την ιδιαιτερότητα και των δύο (Παπαδιαμάντης και Καβάφης) στο ότι, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, δεν ενεπλάκησαν στο γλωσσικό ζήτημα.

Περισσότερο οικείος και θετικός αισθάνεται ο Μαλακάσης όταν αναφέρεται σε ποιητές του δικού του ποιητικού κλίματος· σε ποιητές όπως ο Λάμπρος Πορφύρας και ο Ρώμος Φιλύρας, οι οποίοι καλλιέργησαν μια ελάσσονα θεματική, εκφράζοντας, κάποτε εξομολογητικά και με εσωστρέφεια, τον βαθύτερο ψυχισμό τους, ενώ η γλώσσα τους έδειχνε σχεδόν απολύτως απελευθερωμένη από τις επιταγές του ορθόδοξου δημοτικισμού. Το ίδιο οικείος αισθάνεται με τον Καρυωτάκη («είμαι περήφανος που ελανσάρισα πρώτος τον Φιλύρα, επρόσεξα πριν από κάθε άλλον τον Καρυωτάκη»), αλλά και με τον Μιχαήλ Μητσάκη, στου οποίου το έργο, εξετάζοντάς το ανεξάρτητα από τη γλωσσική μορφή του, εντοπίζει καινοφανή για την εποχή ρεαλαστικά στοιχεία. Τέλος, στέκεται με ανυπόκριτο θαυμασμό μπροστά στον Moreas, στον οποίο αναγνωρίζει πολλές πνευματικές οφειλές και τα όσα επανειλημμένως γράφει γι' αυτόν, «εκτός από αυτοβιογραφική έχουν και γενικότερη ιστορική αξία, καθώς ζωντανεύουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της φιλολογικής ζωής στη Γαλλία, όπως αυτή κατοπτρίζεται στις συζητήσεις και στις έριδες των κριτικών και λογοτεχνικών κύκλων γύρω από τα επικρατέστερα ρεύματα».

Οπως επισημαίνει στον κατατοπιστικότατο πρόλογό του ο επιμελητής των δύο τόμων, Γιάννης Παπακώστας, ο οποίος χειρίστηκε το ογκώδες υλικό που είχε στη διάθεσή του κατά τρόπο υποδειγματικό, συνδυάζοντας τη φιλολογική του γνώση και οξυδέρκεια με την απαραίτητη, στην προκειμένη περίπτωση, ευαισθησία και αγάπη προς τον ποιητή, όλα σχεδόν τα κείμενα του Μαλακάση διακρίνονται για τον απολύτως προσωποκεντρικό χαρακτήρα τους. Ακόμα και στα ακραιφνώς κριτικά άρθρα του υποβόσκει το βιωματικό στοιχείο· δεν διατυπώνουν -ούτε ήταν μέσα στις προθέσεις του κάτι τέτοιο- έναν ενιαίο θεωρητικό λόγο. Αποτελούν τις καταθέσεις ενός κοσμοπολίτη λογοτέχνη και «συγκλίνουν σταθερά προς μια αισθητική αντίληψη, που συνίσταται στην αντιλογοκρατική και αντιρεαλιστική του τοποθέτηση, σε συνδυασμό με την πρόκριση του ρομαντικού και του συμβολιστικού στοιχείου».



ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/11/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!