Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι

111182
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες:69
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2000
ISBN:9789603253587
Θέμα:Θέατρο


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Πέντε. Φωνές, σώματα, στόματα. Μιλούν. Πέντε φορές αρχίζουν και πέντε φορές τελειώνουν, και κάθε φορά είναι η πρώτη, και κάθε φορά είναι η τελευταία. Αρχίζουν για να μιλήσουν, και τελειώνουν για να μην ξαναμιλήσουν. Στο ενδιάμεσο μιλούν σα να τους έχει δοθεί για τελευταία φορά ο λόγος. Η κάθε λέξη λέγεται με τρόπο τελεσίδικο, σα να δίνεται για να μην ξαναδοθεί στον ομιλούντα· σαν ο ομιλών να γνωρίζει, και γνωρίζει, ότι, με κάθε λέξη που προφέρει, τελειώνει βαθμηδόν η δυνατότητά του να μιλήσει· γι' αυτό και κάθε λέξη λέγεται ως τελειωτική. Κατάσταση τελικού γεγονότος η κάθε φορά, με την ταπεινή και βασιλεύουσα στάση που έχει κάθε τελικό γεγονός, όπου όλα κατατίθενται σαν να μήν γινόταν να κατατεθούν παρά μόνον έτσι, σαν αυτός που μιλάει να μην είχε στην διάθεσή του παρά μόνον αυτόν τον τρόπο τον οποίο χρησιμοποιεί ως έσχατη ευκαιρία. Πέντε φορές η φωνή, το σώμα, το στόμα, ξαναρχίζουν σα να μην έχουν αρχίσει άλλη φορά, για να πούν κάτι που δεν έχουν ξαναπεί. Είναι ή ίδια φωνή κάθε φορά; Είναι το ίδιο σώμα; Το ίδιο στόμα; Είναι κάθε φωνή κάθε φορά. Κάθε φορά είναι το κάθε σώμα, το κάθε στόμα. Αυτός που μιλάει, είναι αυτός που μιλάει κάθε φορά. Κάθε φορά ο ίδιος, κάθε φορά ένας άλλος. Όποιος κι αν είναι, όποιος κι αν μιλάει, ποτέ άλλοτε δεν ήταν αυτός που είναι τώρα που μιλάει. Τώρα μιλάει για να ζήσει, τώρα μιλάει για να πεθάνει. Ούτε το ένα ούτε το άλλο επιτρέπουν διολισθήσεις έξω από την κρίσιμη περιοχή τους· και το ένα και το άλλο ζητούν απ' αυτόν που μιλάει, να στέκεται στο ύψος της ζωής του και του θανάτου του. Αυτός που μιλάει εδώ στέκεται στο ύψος της ζωής του και του θανάτου του. Γι' αυτό μιλάει. Για να ζήσει και για να πεθάνει. Μία φορά επί πέντε.[...]

Δ.Δ.







ΚΡΙΤΙΚΗ



Σύμφωνα με την αρχαιολογία των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως αυτή εξιστορείται από τον Μ. Φουκό στις Λέξεις και τα πράγματα (1986), η ισοπέδωση της γλώσσας στη νεωτερικότητα μέσω της φιλολογίας, που την κατέστησε ένα αντικείμενο γνώσης ανάμεσα σε άλλα, αντισταθμίστηκε ως επί το πλείστον από την εμφάνιση της «λογοτεχνίας»: την περισυλλογή της γλώσσας στην αινιγματική πυκνότητα του είναι της. Η γλώσσα ως λογοτεχνία διαφοροποιείται από το «πνεύμα» του κλασικισμού τη στιγμή που ανακαλύπτει στο ίδιο το μέσο της, τη γραφή, το ακατέργαστο εκείνο είναι της, που λησμονήθηκε ή που εγκλωβίστηκε στον ιδεαλισμό του νοήματος και της αλήθειας. Έκτοτε, η λογοτεχνία εγκλείεται σε μια ριζοσπαστική μόνωση, αποκόβεται από κάθε ορισμό λογοτεχνικών ειδών και καθίσταται καθαρή εκδήλωση μιας γλώσσας που ως νόμο της έχει την κατάφαση της απόκρημνης της ύπαρξης. Απευθυνόμενη στον εαυτό της ως γράφουσα υποκειμενικότητα και όχι πλέον ως κλασικο-ρομαντική ατομικότητα, που αντικατοπτρίζει το γενικό, αναπτύσσεται χωρίς ηχητικότητα και συνομιλητή, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς ελπίδα και λύτρωση.

Η γλώσσα καθίσταται, μετά το τέλος της αναπαράστασης και μετά το θάνατο του Θεού, μονόλογος: σιωπηλή κατάθεση της λέξης στη λευκότητά του χαρτιού, άρθρωση του λόγου πάνω στο φόντο ενός λευκού θορύβου, περισυλλογή και επαγρύπνηση του εαυτού μέσα σε μια λήθη χωρίς βάθος.

Μέσα από τον ατέρμονο και ακατάπαυστο αυτόν θόρυβο, που δεν σταματά να μη σταματά να εγγράφεται σε ό,τι αποχωρίζεται από τον ίδιο, σε ό,τι καταφέρνει να διαμορφωθεί μέσα από αυτόν, αναδύεται η «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι», το τελευταίο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη.

Αναδύεται μέσα από τον ψίθυρο, για να χαθεί και πάλι μέσα σε αυτόν.

Διότι, όπως επισημαίνει η ομιλούσα φωνή στον τελευταίο από τους μονολόγους: «Ολα γράφονται, για να σβηστούν όλα μετά». Ο πολιτισμός μας πίστεψε ότι η μνήμη είναι η έδρα της αθανασίας, ότι η γλώσσα θα δαμάσει το χρόνο και τη θνητότητα, ότι ο άνθρωπος θα νικήσει το θάνατο και θα αντιστρέψει την εντροπική τάση του κόσμου: «Η ζωή είναι ένα νομίζοντας. Νομίζοντας το ένα, νομίζοντας το άλλο, για όλα νομίζοντας, πιστεύοντας στο νομίζοντας, ζώντας με το νομίζοντας, μ' αυτό πεθαίνοντας ή απ' αυτό».

Εκδιωγμένη από όλους τους μύθους του δυτικού πολιτισμού, που νόμισαν ότι η ουσία της γλώσσας βρισκόταν στη μορφή των λέξεων ή στην πνοή, η φωνή του μονολόγου, η φωνή του τελευταίου ανθρώπου, αρθρώνεται για τελευταία φορά, μιλά σαν να ήταν η τελευταία φορά («Τότε έλεγα, τώρα μιλώ»), όχι για να αφηγηθεί μια νέα ιστορία («Καμία ιστορία να αφηγηθώ δεν έχω»), αλλά για να λύσει το δεσμό που τη δένει με το λόγο και με τον κόσμο, αφού, όμως, πρώτα ευλογήσει με τη διονυσιακή της κατάφαση όλες τις αβύσσους της ύπαρξης. Η λήθη αποκαλύπτεται μέσα από τους Μονολόγους του Δ.Δ. όχι ως το αντίθετο της μνήμης, αλλά ως η μη-αναγώγιμη και η απροσπέλαστη προϋπόθεση της μνήμης, της γραφής και της ζωής. Γι' αυτό και γίνεται αντικείμενο επανειλημμένης κατάφασης («Δεν μένει τίποτα. Μόνον αυτό το ξανά. [...] Το αναρίθμητο ξανά του πόθου»). Για να γράψει κάποιος, να θυμηθεί, να ζήσει, πρέπει πρώτα να ξεχάσει, να σβήσει, να χαθεί, να εξαφανιστεί. Θα πρέπει να μάθουμε ότι είναι εξίσου σημαντικό να διαγραφούμε από τη μνήμη. Τη δική μας και των άλλων («Η αιώνια μνήμη εξαγριώνει. [...] Η λήθη μαλακώνει»). Οι χρήστες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά και των ακουστικών και τηλεοπτικών μαύρων κουτιών διαισθάνονται σήμερα πολύ καλά τις λειτουργίες της απόσβεσης, την «ασυναίσθητη αυτή κληρονομιά», της οποίας ο ναός είναι για τον Δ.Δ. το ανθρώπινο σώμα. Αλλά ακόμη και ο εχθρός της επανάστασης, ο J. De Maistre, περιέγραφε την πορεία της Ιστορίας με τον ίδιο τρόπο: Η «θεία πρόνοια δεν σβήνει, παρά μόνο για να γράψει».

Φαίνεται ότι πρέπει επιτέλους να διδαχτούμε το αδίδαχτο από τη μηχανή, το Θεό ή το ζώο: την τέχνη της λήθης. Σε ένα σχόλιό του ο Μπόρχες ονομάζει το αφήγημά του Φούνες ο μνήμων, ο οποίος πεθαίνει από υπερτροφία της μνήμης, ως μια μεγάλη «μεταφορά της αγρύπνιας». Η αγρύπνια είναι, όμως, επίσης ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα στην κριτική που ασκεί ο Νίτσε στο δεύτερο Παράκαιρο στοχασμό για τις επιβλαβείς επιπτώσεις του ιστορισμού πάνω στη ζωή. Εκεί μαθαίνουμε ότι «υπάρχει ένας βαθμός αγρύπνιας, μηρυκασμού, ιστορικής αίσθησης, κατά τον οποίο το ζωντανό ον υφίσταται βλάβη και τελικά καταστρέφεται, είτε για άνθρωπο πρόκειται είτε για λαό είτε για πολιτισμό». Ίσως, τώρα, κατανοούμε καλύτερα γιατί ο πρώτος μονόλογος του Δ.Δ., που φέρει τον παραπλανητικό τίτλο ΗΤΤΑ, εισάγει το κατηγορηματικό αίτημα του ομιλούντος να γίνει αποδεκτός από το βασίλειο του ύπνου: «Πολλές φορές, όταν πέφτω να κοιμηθώ, εύχομαι, μ' έναν τρόπο που δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία, καμία αμφιταλάντευση εκ μέρους μου, να μην ξαναξυπνήσω». Να κοιμάσαι σημαίνει ν' αποσύρεσαι από τον κόσμο, από τις «δυνάμεις τού έξω». Ο ύπνος, η μεταφορά της λήθης, είναι για τον Δ.Δ. ισοδύναμος με τη μεγαλοπρέπεια του έργου τέχνης και του στοχασμού. «Έξω πληθύνεται ο παταγώδης θόρυβος. [...] Έξω χαλάει ο κόσμος». Εδώ «μέσα», όμως, στο βασίλειο εκείνου που μιλά για πρώτη και τελευταία φορά, στο χώρο της λογοτεχνίας, ο ωραίος κοιμώμενος έχει «απολέσει» τον κόσμο, όπως κάποτε τον ήθελε για να τον ξανακερδίσει όπως είναι: Ένας κόσμος τού γίγνεσθαι, της λήθης, της διάβρωσης του χρόνου, της θνητότητας, της περατότητας και της στάχτης. «Αυτή είναι η ήττα μου. Δέχτηκα. [...] Είμαι επειδή δέχομαι». Μόνον όταν κάποιος αποδεχτεί τη λήθη μπορεί να γίνει αποδεκτός από αυτήν. Η μια κατάφαση ποθεί την άλλη, ζει μέσα από την κατάφαση της άλλης.

Η λογοτεχνία στον Δ.Δ. είναι μια δεύτερη γραφή (ένα «ξανά»), στόχος της οποίας δεν είναι η αποκατάσταση της χαμένης ενότητας του υποκειμένου, της γλώσσας ή της παράδοσης, αλλά η αποδοχή του νόμου της αυστηρής εμμεσότητας και επαναληψιμότητας που διακατέχει το είναι τους. Εξ ου και η στροφή του προς το μονόλογο. Ο μονόλογος είναι η εποποιία ενός κόσμου χωρίς Θεό, η διάλυση όλων των μύθων που εμψυχώνουν τις λέξεις μας στις σχέσεις τους με τα πράγματα και με τους άλλους. Ο ολοκληρωμένος αυτός μηδενισμός (το «ευεργετικό μετά τού τίποτα»), βιώνεται από τον μονολογούντα ως ένα συναίσθημα ευτυχίας και χαράς: «Καμία λύτρωση. Το ξέρω. Γι' αυτό είμαι χαρούμενος». Η μονολογική τέχνη είναι η κατ' εξοχήν τέχνη της μοναξιάς σε όλη τη νεωτερικότητα. Στην Χαρούμενη Επιστήμη (§367) ο Νίτσε μας δίνει μέσα από έναν αφορισμό το λογοτεχνικό a priori κάθε τέχνης - μονολόγου: «Δεν γνωρίζω καμία βαθύτερη διάκριση σ' ολόκληρη την οπτική ενός καλλιτέχνη απ' αυτήν: δηλαδή αν αυτός βλέπει το έργο του (τον «εαυτό» του) στην πορεία με τα μάτια του μάρτυρα ή αν "έχει ξεχάσει τον κόσμο": αυτό είναι το ουσιώδες σε κάθε τέχνη-μονόλογο: βασίζεται στη λήθη, είναι μουσική της λήθης».

Στο μονόλογο, ο κόσμος «εκεί έξω» γίνεται εσωτερική εμπειρία. Τα μοντέρνα έργα τέχνης, γράφει ο Αντόρνο στην Αισθητική θεωρία, ακολουθώντας τον Νίτσε, είναι σαν τις μονάδες του Λάιμπνιτς: μαύρα κουτιά που επικοινωνούν μεταξύ τους, επειδή ακριβώς είναι κλειστά από λειτουργική άποψη. Ως αυτοποιητικά συστήματα κατασκευάζουν κι ενσωματώνουν αενάως ό,τι συμβαίνει «εκεί έξω». Έτσι, ο ομιλών μπορεί να κλείσει το παράθυρο προς τον έξω κόσμο για να ανοιχτεί στο ακόμη αγεωγράφητο τοπίο του σώματος. Είναι η στιγμή που η λήθη βυθίζεται στη λήθη:

«Τίποτε δεν χρειάζομαι. Αρκούμαι. Αρκεί να είμαι σώμα. Αρκεί να είστε σώμα. Σας ξέχασα. Ξεχάστε με».

... Τώρα που ξέχασα ποιος είναι ο Δ.Δ. και τι κάνει, θα αρχίσω να είμαι εκείνος...

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/11/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!