Λίγο από το αίμα σου

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 15.00
9.00
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €3.90
+
303166
Συγγραφέας: Τριανταφύλλου, Σώτη
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:392
Ημερομηνία Έκδοσης:01/07/2008
ISBN:9789601627649
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Με τον Ιερώνυμο ντε Μπιουτ αποχαιρετηθήκαμε με την ίδια αλλόκοτη χειρονομία -το πιάσιμο του αγκώνα- προτού βρω την ευκαιρία να ρωτήσω για τη Λύντια κάτι περισσότερο από ένα βιαστικό «Τι κάνει η Λύντια;» και «Μένει ακόμα στο Λονδίνο;» και να πάρω μονολεκτικές απαντήσεις: «Καλά» και «Ναι». Και χωρίσαμε προτού αποφασίσω αν ήθελα να τον ξαναδώ, ή να ζητήσω τουλάχιστον τον αριθμό του τηλεφώνου του· προτού μαντέψω αν ήθελε να ξαναϊδωθούμε εκείνος.
Δεν πήγα στο Πάρκο· άλλωστε, είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Αγγλικό καλοκαίρι: αρχίζει στο τέλος Ιουλίου, τελειώνει στην αρχή Αυγούστου. Στράφηκα προς τα βόρεια και περπάτησα με γρήγορο βήμα μέχρι το σπίτι· όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα, δεν ηξερα αν η ταχυκαρδία οφειλόταν στο περπάτημα ή στην αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει η συνάντηση με τον Ιερώνυμο. Όπως και να είχε, έγραψα αυτό το βιβλίο, το τέταρτο της ζωής μου (το τρίτο βρίσκεται ακόμα στο συρτάρι· δεν θέλησα να το εκδώσω· ίσως εξηγήσω αργότερα το γιατί· ίσως και να μην εξηγήσω): πάντως, σε τούτο εδώ το βιβλίο -που μοιάζει με μυθιστόρημα αλλά δεν είναι· είναι το χρονικό της ζωής μας- πρωταγωνιστούν ο Ιερώνυμος ντε Μπιουτ, η Λύντια ντε Μπιουτ κι εγώ. Επίσης, η Κλαίρη ντε Μπιουτ, η μικρή μου αδερφή Μπέθανυ και ο τρελός μου πατέρας Ρόναλντ Ρ. Σταμπς, που το σωτήριο έτος 1930 μετανάστευσε στην Ανατολική Αφρική για να καλλιεργήσει χρυσάνθεμα.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου






ΚΡΙΤΙΚΗ:


Είναι ίσως ανούσιο να επανέρχεται κανείς ξανά και ξανάόπως το κάνει συχνά η κριτική- στο γεγονός ότι τα περισσότερα βιβλία της Σώτης Τριανταφύλλου τοποθετούν τη δράση τους εκτός Ελλάδας και με ξένους ήρωες. Αν πάντως χρειαζόταν κάποιου τύπου απάντηση από μέρους της στο θέμα, αυτή θα μπορούσε να είναι το νέο της μυθιστόρημα, Λίγο από το αίμα σου. Τοποθετημένο ανάμεσα στο Λονδίνο και την Κένυα, το βιβλίο αυτό είναι πάνω από όλα ένα θαυμάσιο ταξίδι στη γεωγραφία, την ιστορία, την κοινωνική εξέλιξη, τον εσωτερικό χρόνο και την ταυτότητα.

Η συγγραφέας των είκοσι σχεδόν βιβλίων έχει διανύσει μεγάλη απόσταση από την εποχή που εντυπωσίαζε το κοινό με το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης. Η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τα στενά ελληνικά όρια- άλλωστε και η ίδια περνάει μεγάλα διαστήματα στο εξωτερικό- καθόλου δεν απογοήτευσε τους πολλούς πιστούς αναγνώστες της. Και δεν θα τους απογοητεύσει ούτε με το νέο της βιβλίο που αποτελεί μια τοιχογραφία του 20ού αιώνα, εκεί όπου παιζόταν το πραγματικό παιχνίδι, στην πιο στυγερή του μορφή: της αποικιοκρατίας.

Οι ήρωές της είναι Βρετανοί. Πρόκειται στην ουσία για δύο ολιγομελείς οικογένειες που μετακόμισαν στην Κένυα, μια βρετανική αποικία σε αναβρασμό, ο οποίος έμελλε να πάρει τη μορφή εξέγερσης από τους Μάου-Μάου. Βασικός πρωταγωνιστής ο Ευγένιος Σταμπς που, στα 57 του χρόνια, το 1966, αποφασίζει να γράψει βιβλίο και να εξιστορήσει το χρονικό των δύο οικογενειών στην Κένυα, τη δεκαετία του ΄30. Το μεγαλύτερο μέρος είναι σε τρίτο πρόσωπο, είναι δηλαδή η αφήγηση του χρονικού, και διαδραματίζεται εκεί, «έξω». Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται μικρά κεφάλαια-αναπνοές γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο συγγραφέας Ευγένιος Σταμπς μιλά «από μέσα» ως 57χρονος στο Λονδίνο.

Πριν από τον Ευγένιο στην Κένυα πήγε ο συμφοιτητής του και επιστήθιος, τότε, φίλος του, Ιερώνυμος ντε Μπιουτ. Μορφή ταυτόχρονα βιβλική και γήινη, ευσεβής και ασεβής, ο Ιερώνυμος αποβλήθηκε από την Ιατρική Σχολή στην Οξφόρδη και μετανάστευσε προκειμένου να βοηθήσει, ως νοσοκόμος, τους ανήμπορους μπροστά στην αρρώστια Αφρικανούς. Ο Ευγένιος, που επίσης αποβλήθηκε από την Οξφόρδη, απλώς ακολούθησε τον πατέρα του, τον «τρελό» που πήγε στην Κένυα να καλλιεργήσει χρυσάνθεμα. Όλα τα πρόσωπα του δράματος είναι εξαιρετικά φιλοτεχνημένα. Η αέρινη- και ανόητηαδελφή του Ιερώνυμου, Λίντια, την οποία ερωτεύεται ο Ευγένιος. Η 14χρονη αδελφή του Ευγένιου, Μπέθανυ, ένα ατίθασο άτι που μεγάλωσε χωρίς σχολείο και μητέρα, την οποία ερωτεύεται ο Ιερώνυμος.

Ο πατέρας του Ευγένιου, Ρόναλντ, γεμάτος ιδέες αλλά με ελάχιστο αποτέλεσμα. Ο μπάτλερ των Ντε Μπιουτ, Έντουαρτ Φίλιπς, ένας ιδεολόγος κομμουνιστής που ήθελε να πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο αλλά βρέθηκε στην Κένυα να νταντεύει τα αφεντικά του. Και ανάμεσα, οι Μασάι και οι Κικούγιου.

Η Σώτη Τριανταφύλλου καταφέρνει, στο βιβλίο της αυτό, να ενσωματώσει κάθε δυνατό ταξίδι. Το ταξίδι στην ηλικία, λ.χ.: «Σκέφτομαι πως η νεανική ηλικία είναι η εποχή των μεγάλων ναυαγίων· και πως, και να επιζήσεις, αν δεν ακολουθήσεις το ρεύμα, μένεις μόνος έξω από τα τείχη», λέει κάποτε, ο ώριμος Ευγένιος Σταμπς. Ή το ταξίδι στον χώρο, εσωτερικό και εξωτερικό: «Η ψυχή μου δεν έχει πατρίδα· έρχομαι από τη θάλασσα, έρχομαι από τα δάση», γράφει στο ημερολόγιό της η 14χρονη Μπέθανυ. Αλλά και το βασανιστικό, μοναχικό ταξίδι του απελπισμένου ανθρώπου: «μόνο το πτώμα ξέρει τι θα πει τάφος», λέει ένας ήρωας.


ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ, ΤΑ ΝΕΑ, 8-3-2008


ΚΡΙΤΙΚΗ:


Πάθη στην αποικιοκρατούμενη Αφρική




Το μυθιστόρημα «Λίγο από το αίμα σου» είναι το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο του Βρετανού Ευγένιου Σταμπς, όπου ο συγγραφέας καταγράφει το χρονικό του τέλους της αποικιοκρατίας και μαζί του τέλους μιας εποχής «σπαρακτικών αισθημάτων», ανακαλώντας βιώματα από την εικοσαετή σχεδόν παραμονή του στην Κένυα, καθώς και τη συναισθηματική επιρροή που είχε πάνω του η εκεί συναναστροφή του με μια οικογένεια Βρετανών Καθολικών αριστοκρατών, των Ντε Μπιουτ. Οπως μαρτυρούν οι σελίδες του βιβλίου του, ο Ευγένιος Σταμπς εμφορείται από απέραντη αηδία για τη θρησκεία, μία απροσπέλαστη τάφρος ανάμεσα στον ίδιο και τους συμπατριώτες του, ενώ παράλληλα διερωτάται εμμόνως πάνω στο μείζον αίνιγμα, στην παραδόξως αταλάντευτη, καθότι πρόδηλα πνιγηρή, θρησκευτική πίστη του φίλου του Ιερώνυμου ντε Μπιουτ και του οικογενειακού του περίγυρου. Στο αφηγηματικό παρόν ο Ευγένιος έχει πλέον εγκατασταθεί οριστικά στο Λονδίνο, όπου συναντά τυχαία τον Ιερώνυμο, συνάντηση που του δίνει το έναυσμα για τη συγγραφή του αυτοβιογραφικού χρονικού. Ο μυθιστοριογράφος διανύει το τέλος της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, ηλικία που τον επιβαρύνει με καταθλιπτικές σκέψεις και τον βυθίζει σε αλγεινούς, ως είθισται, απολογισμούς. Ο Ιερώνυμος δανείζει ανεπίγνωστα στον Ευγένιο τον τίτλο του μυθιστορήματός του, ο οποίος είναι αποσπασμένος από ποίημα του πρώτου. Οχι μόνον ταυτόσημος, αλλά επίσης δανεικός ο τίτλος του μυθιστορήματος της Σώτης Τριανταφύλλου, όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας, ενός ιδιαίτερα ερεθιστικού μυθιστορήματος που είχε οπωσδήποτε πολύ καιρό να γράψει. Αν ο Ευγένιος Σταμπς γράφει για τον εαυτό του σκιαγραφώντας έναν ξένο Ευγένιο Σταμπς, η Τριανταφύλλου γράφοντας για τον Ευγένιο Σταμπς συνθέτει λοξά την πολύ ενδιαφέρουσα, μελαγχολική όσο και αυτοσαρκαστική, και κυρίως διόλου ναρκισσιστική αυτοπροσωπογραφία της.


Ετερόκλιτο κουαρτέτο


Οπως τα προγενέστερα ιστορικά μυθιστορήματα της Τριανταφύλλου, και αυτό είναι πολυπρόσωπο, όμως τώρα ο ιστορικός καμβάς φιλοτεχνείται με υπολογισμένα αχνές αποχρώσεις, τονισμένες εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται, διασφαλίζοντας στα πρόσωπα τον απαραίτητο ζωτικό χώρο προκειμένου να σχηματοποιηθούν σε πολυδιάστατους χαρακτήρες. Παρατηρείται μια διαλεκτική συμμετρία ανάμεσα στα τέσσερα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου, ένα κουαρτέτο αρμονικό και συνάμα ασυντόνιστο, απαρτιζόμενο από τον Ευγένιο, τον Ιερώνυμο και τις μικρότερες αδελφές τους, την Μπέθανυ και τη Λύντια, αντιστοίχως. Οι δύο άντρες αποτελούν τα συστατικά μέρη μιας σύνθετης, σκιώδους φιλικής σχέσης, ενώ ο καθένας δημιουργεί με την αδελφή τού άλλου έναν δύσκολο και τελικά οδυνηρό ερωτικό δεσμό. Η κύρια επιτυχία της Τριανταφύλλου είναι ότι συνάρμοσε, με ακριβοδίκαια μοιρασμένη την προσοχή της, τέσσερις καταφανώς αντίρροπες και αλληλοαναιρούμενες ιδιοσυστασίες, χωρίς να πριμοδοτήσει, όπως ενδεχομένως θα ήταν επόμενο, τον συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου και alter ego της. Το θηλυκό δίπολο της τετράδας, παρά τη σημαντική μεταξύ του διαφοροποίηση, ακουμπά πρόδηλα στον προσφιλή στη συγγραφέα τύπο ηρωίδας. Από τις αντιπροσωπευτικές φιγούρες της πεζογραφίας της, η μικρή Μπέθανυ, η οποία ανακάλυψε στην αφρικανική ζούγκλα και στη δεισιδαίμονα θυμοσοφία των ιθαγενών μια αληθινή πατρίδα. Πρωτόγονη και η ίδια, θυελλώδης, ενθουσιώδης, αντισυμβατική, υποχείρια ενός ανεξέλεγκτου δυναμισμού, εξίσου ανεξημέρωτη με το αιλουροειδές της κατοικίδιο, γίνεται μοιραία παρανάλωμα της παραφοράς της. Μοναδική της φιλοδοξία υπήρξε η στάθμευση στην παιδική ηλικία. Ομως το σύνδρομο του Πίτερ Παν δεν ενδείκνυται σε κλίματα τόσο υπερθερμασμένα όπως αυτό της αποικιοκρατούμενης Αφρικής. Η Μπέθανυ δεν θα δώσει απλώς λίγο από το αίμα της, όπως την εκλιπαρούσε ποιητικά ο Ιερώνυμος, αλλά κατά τραγική ειρωνεία θα αδειάσει από αίμα και ζωή σε ένα παρθεναγωγείο, όταν το μόνο παρθένο πάνω της παρέμενε η παιδικότητά της. Ο πρόωρος θάνατός της τής δώρισε την πολυπόθητη αιώνια νεότητα, το δικό της μερίδιο στην αθανασία. Ο ακραιφνής αγνωστικισμός του δεν εμποδίζει τον Ευγένιο να αντικρίζει στη μορφή της αδελφής του την απόδειξη ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως η μικρή ηρωίδα είναι η μόνη, πέραν ασφαλώς του συγγραφέα, που αρθρώνει τη δική της φωνή, εκφρασμένη στην ανορθόγραφη επιστολή της προς τον Ιερώνυμο, ένα κράμα γυναικείας περιπάθειας και ανήλικης αφέλειας, γλωσσικό ιδίωμα εξαιρετικά οικείο στην Τριανταφύλλου.


Αν η Μπέθανυ ορμούσε άφοβη καταπάνω σε ό,τι την υπερέβαινε, η Λύντια, στον αντίποδά της, φαντασιώνεται το μάρσιπο ενός καγκουρό να τη μεταφέρει από τη μία ημέρα στην επόμενη. Η θηλυκότητα που απουσίαζε από τη νεκρή έφηβη, έλλειψη που δεν της αφαιρούσε ωστόσο τίποτε από τον πηγαίο ερωτισμό της, σωρεύεται στην ηδυπάθεια της Λύντια, ναρκωμένη από τις αναθυμιάσεις του Σανέλ Νο 5. Νευρωτική, ελαφρόμυαλη, φιλάρεσκη και άριστη στην αυτολύπηση, παλινδρομεί τραγελαφικά ανάμεσα στην έμφοβη θρησκοληψία της και τις αδήριτες επιθυμίες της. Περιδεής «ζητιάνευε τον Ουρανό» ενόσω ενέδιδε ευδαίμων στα χθόνια ανοσιουργήματα της σάρκας. Σκηνοθετώντας με σπαραξικάρδια πειστικότητα «εξάρσεις γενικής αποκαρδίωσης» διεκδικούσε ταυτόχρονα την άφεση και την αυτοτιμωρία. Ενδεικτική της αποκλίνουσας ψυχοσύστασης των ηρωίδων η διαχείριση της αυτοχειρίας, από τη μεν Μπέθανυ σαν μέσο συναισθηματικού εκβιασμού, από τη δε Λύντια σαν ακραία εκδήλωση φιλαυτίας. Υπέροχη η σκηνή στην παραλία του Μπράιτον, όπου ο Ευγένιος παρατηρώντας από μακριά τη φθαρμένη μορφή της ερωμένης του φτιάχνει αναδρομικά το πορτρέτο της, σμιλεμένο από την ανάμνηση της έντασης ενός ξεθυμασμένου πια πόθου, σύμμεικτου πάντα με απώθηση, πορτρέτο που παρομοιάζεται με ένα «κουβάρι από επιπολαιότητα, ματαιοδοξία, φλόγα και μελαγχολία». Αν και βδελύττεται την εξαγνιστική θεώρηση της Μπέθανυ από τον απαρηγόρητο Ιερώνυμο «σαν ένα άφυλο και άυλο νήπιο που δεν βάρυνε ποτέ το χώμα της γης», δεν μπορεί να αντισταθεί στην ένδυση της αγαπημένης του με πολλαπλές βιβλικές μεταμφιέσεις· μια αισθησιακή όσο και θεοσεβούμενη Εύα που τρώει μήλα στην αποικιακής αρχιτεκτονικής έπαυλή της. Οπως συλλογίζεται στην παραλία: «[...] οι γνώσεις μου στη Βίβλο εξαντλούνταν στις προσωποποιήσεις της Λύντια».


Εξαίσια επίσης η εικόνα της γονυπετούς ηρωίδας, στη φιγούρα της οποίας πυκνώνεται η εγγενής αντινομία του θρησκευτικού της αισθήματος: «[...] η Λύντια βρισκόταν ξανά και ξανά στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο: συχνά, προσευχόταν γονατιστή προσπαθώντας να κατανικήσει την παρόρμηση να κάνει θρύψαλα τα χρωματιστά παράθυρα της εκκλησίας πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένοι οι δώδεκα απόστολοι».


Χωρίς πατρίδα


Η μόνη βεβαιότητα που επέτρεπε ο Ευγένιος στον εαυτό του, ένας άνθρωπος που γερνούσε διατηρώντας την παιδιάστικη όψη του, ήταν η εξής: «Η ζωή δεν έχει τη σωστή διάρκεια». Οπως όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, κι εκείνος βρίσκεται αίφνης εξόριστος από ό,τι αντανακλούσε τον κόσμο του. Η Αφρική τον διώχνει βίαια, το μεταπολεμικό Λονδίνο τού φανερώνεται ξένο, ενώ το παρελθόν αποδεικνύεται, ως συνήθως, ένας άξενος τόπος. Ο Ευγένιος υποχρεώνεται να συνειδητοποιήσει πως είναι παρείσακτος στη μόνη επιθυμητή πατρίδα, χρονικά και όχι γεωγραφικά οριοθετημένη, το μέλλον. Ελάχιστα παρήγορη η καταληκτική φράση του μυθιστορήματος: «Ο κόσμος είναι όπως είσαι εσύ ο ίδιος». Ή αλλιώς, όταν εσύ πεθαίνεις, όλος ο κόσμος ψυχορραγεί μαζί σου. Το ψυχικό μάγκωμα του συγγραφέα στην προοπτική του λιγοστέματος του χρόνου διαφαίνεται στα μέρη εκείνα που δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο του, σε θλιμμένες εκμυστηρεύσεις όπου η επίπλαστη αντικειμενικότητα και η αποστασιοποίηση του τρίτου προσώπου παραχωρούν τη θέση τους στην υποκειμενικότητα και το συναφές συγκινησιακό ξεγύμνωμα του πρώτου. Στον μυθοπλαστικό Ευγένιο αποσιωπούνται οι αγωνίες του πραγματικού, ενώ αντιστρόφως εξωτερικεύονται πλαγίως οι ανησυχίες της συγγραφέως. Παραπλεύρως, οι αγαπημένες γυναίκες του πρώτου είναι οι αγαπημένες ηρωίδες της τελευταίας. Αν εκείνος τις αναπολεί, εκείνη τις επινοεί. Υπό μία έννοια δουλεύουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.


Τα σκιαγραφήματα των κεντρικών ηρώων θεμελιώνονται πάνω στην ισορροπημένη συναίρεση της παρωδίας με τη δραματοποίηση. Το γελοίο δεν εμφανίζεται απλώς ισοβαρές, αλλά και σύμφυτο με το τραγικό. Η Μπέθανυ, η ενσάρκωση της «χαράς της ύπαρξης», πεθαίνει από εσωτερική αιμορραγία, παθολογική όσο και μεταφορική, η Λύντια βρίσκει επιτέλους σε έναν συμβατικό γάμο την εξιλεωτική τιμωρία που προσδοκούσε, ο Ευγένιος επιμένει να κρατάει μια καθησυχαστική απόσταση από την πραγματικότητα και τον εαυτό του, αναποφάσιστος ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα, ενώ ο Ιερώνυμος αναζητεί στη διάτρητη, ούτως ή άλλως, θρησκευτική του πίστη το πεισματικά ανεύρετο αντίδοτο στη θλίψη του.


Η απάντηση του Ευγένιου στο θεμελιακό συγγραφικό ερώτημα «Γιατί γράφω;» είναι ο θυμός. «[...] όταν γράφω, μερικές φορές μπαίνω στη θέση ενός αναγνώστη ή ενός βιβλιοκριτικού που με μισεί [...]. Και γράφω ό,τι θα με κάνει πιο μισητό, εφόσον αυτό θέλω να γράψω». Δεν ξέρω πόσο θυμωμένη είναι, ή παραμένει, η Σώτη Τριανταφύλλου, είναι όμως βέβαιο πως, επί του προκειμένου τουλάχιστον, αποτυγχάνει οικτρά στην πρόθεσή της να γίνει μισητή.


ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ , ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 18/04/2008


Κριτική:


Ενα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα «Λίγο από το αίμα σου» είναι το χρονικό το οποίο συντάσσει ο Βρετανός συγγραφέας Ευγένιος Σταμπς για την παρακμή και την πτώση της αποικιοκρατίας. Ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσονται τα μυθιστορηματικά γεγονότα είναι η Κένυα, στην οποία ζει μια οικογένεια Αγγλων Καθολικών αριστοκρατών. Συνεχίζοντας την πορεία την οποία έχει χαράξει στο σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα, η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει ένα βιβλίο στο οποίο δοκιμάζει να ισορροπήσει μεταξύ δραματικού και κωμικού, με τον κεντρικό ήρωα - αφηγητή να αναλογίζεται τόσο την τέχνη στην οποία έχει επί μακρόν εξασκηθεί όσο και την ηλικία στην οποία έχει αναπόφευκτα φτάσει: η αίσθηση της φθοράς, όπως και μιας κάποιας ματαιότητας των σκοπών και των φιλοδοξιών μιας κατά τεκμήριον αισθαντικής ύπαρξης είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο και αποτελεί, παρά την πληθώρα των νημάτων τα οποία πλέκονται στο εσωτερικό της, το κεντρικό μοτίβο της δράσης.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη, 9/5/2008

Κριτικές

Είναι υπέροχο το πως αυτή η συγγραφέας συνδυάζει το ιστορικό με το προσωπικό.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!