Σαν τη βροχή πριν πέσει

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 18.25
10.95
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €7.00
+
297463
Συγγραφέας: Κόου, Τζόναθαν
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:290
Μεταφραστής:ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2007
ISBN:9789604351619
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Ο Τζόναθαν Κόου, στο βιβλίο του αυτό, εστιάζει τη ματιά του στις ανθρώπινες σχέσεις, γράφοντας ένα δυνατό, συγκινητικό, υποβλητικό και μελαγχολικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από γυναικείες φωνές και αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο την πορεία μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα.
Μια ηλικιωμένη κυρία αποφασίζει, πριν πεθάνει, να καταγράψει σε μαγνητόφωνο, όχι μόνο τη δική της ιστορία, αλλά και την ιστορία ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκε ξαφνικά στο πάρτι των πεντηκοστών της γενεθλίων πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια είκοσι ξεθωριασμένες φωτογραφίες που δεν απεικονίζουν κάτι το ιδιαίτερο: ένα τροχόσπιτο, ένα πικνίκ, ένα σπίτι στα προάστια… Πόσες, όμως, απογοητεύσεις και ματαιώσεις μπορεί να κρύβει ένα αποτυπωμένο χαμόγελο ή ένα εορταστικό ενσταντανέ; Προχωρώντας από φωτογραφία σε φωτογραφία, αποκαλύπτεται μια οικογενειακή ζωή γεμάτη μυστήριο. Είναι η ιστορία τριών γενεών, σημαδεμένων από παιδικά χρόνια δίχως αγάπη, εγκλωβισμένων στην ίδια τραγική μοίρα, καθώς το φορτίο του πόνου μεταφέρεται αδιάλειπτα από μητέρα σε κόρη.


«Ο Κόου έγραψε μια πολύ συγκινητική ιστορία για τη σχέση μητέρας-κόρης, για το φορτίο του πόνου που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, και για το βαθύ και μόνιμο αίσθημα μοναξιάς. […] Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι δυνατό και μελαγχολικό, σαν ένα μικρό, θλιμμένο τραγούδι».


The Guardian


«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα έργο ωριμότητας».


The Daily Telegraph


«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα αριστοτεχνικά δομημένο, έντονα συγκινητικό μυθιστόρημα αξιώσεων».


Scotland on Sunday


«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα, γεμάτο σπαρακτικά ιντερμέδια».


The Sunday Times








ΚΡΙΤΙΚΗ



Κατά την περιγραφή μιας εικόνας σε κάποιον που δεν έχει οπτική πρόσβαση σ' αυτή τι είναι άραγε σκόπιμο να μεταφέρουμε, μία όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη αναπαράσταση ή μήπως την αίσθηση της εικόνας, την αναπόδραστη υποκειμενικότητα με την οποία την προσλαμβάνουμε; Βέβαια, πιθανότατα να μην τίθεται καν ζήτημα επιλογής. Ακόμα και η πρόθεση μιας πιστής περιγραφής υπονομεύεται από την ασύμπτωτη αντίληψη μεταξύ αφηγητή και αποδέκτη. Η Ρόζαμοντ, η αφηγήτρια του πρόσφατου μυθιστορήματος του Τζόναθαν Κόου, υποπίπτει εξακολουθητικά σε παρόμοιες πλάνες στην προσπάθειά της να περιγράψει είκοσι φωτογραφίες σε κάποια κοπέλα που ενδέχεται να μην ακούσει ποτέ την ηχογραφημένη της αφήγηση, την οποία επιπροσθέτως μάλλον δεν πρέπει να ακούσει. Η Ρόζαμοντ σε προχωρημένη ηλικία, άρρωστη και έχοντας πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει, αποδύεται μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο σε έναν πικρό και ελαφρώς κυνικό απολογισμό της ζωής της, χρησιμοποιώντας σαν οδοδείκτες τις είκοσι φωτογραφίες. Στην εκμυστήρευσή της εγκιβωτίζονται οικογενειακές τραγωδίες τριών γενιών, οι αλληλένδετες ιστορίες τριών γυναικών τραυματισμένων σοβαρά από αξιοκατάκριτες μητέρες. Τελευταίος σταθμός αυτής της κληροδοτούμενης δυστυχίας και βαναυσότητας ένα κορίτσι, η Ιμοτζεν, (η αποδέκτρια της ηχογραφημένης διαθήκης), στο οποίο η μητρική επιπολαιότητα στοίχισε την όραση. Η Ρόζαμοντ με την αφήγησή της επιχειρεί, αφ' ενός, να κρατήσει ζωντανή την «οπτική αντίληψη» του κοριτσιού με τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται και αφ' ετέρου, να της προσφέρει την προσωπική της ιστορία, μια αίσθηση του εαυτού της.



Εγωιστική εκμυστήρευση



Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η στάση της αφηγήτριας απέναντι στο υλικό, μνημονικό και φωτογραφικό, που αποθηκεύει στις κασέτες. Καθώς η αφήγησή της εξελίσσεται γίνεται ξεκάθαρο πως η ανάγκη της εξιστόρησης που εικάζει για λογαριασμό της Ιμοτζεν, αφορά πρωτίστως την ίδια. Αναμοχλεύοντας ξένες ιστορίες αναζητεί τη δική της. Ας σημειωθεί πως στην πρώτη και στην τελευταία φωτογραφία αποτυπώνονται στιγμιότυπα της δικής της ζωής. Ο αλτρουισμός της Ρόζαμοντ δεν γίνεται ποτέ πειστικός, όπως διαπιστώνει και η ίδια σε αρκετά σημεία. Μοναχική, εσωστρεφής και ισόβια πληγωμένη από την απώλεια του μεγάλου της έρωτα, προσκολλάται σε πρόσωπα που υποφέρουν από την έλλειψη αγάπης. Η ανιδιοτελής φαινομενικά προσφορά της καταπραΰνει τη δική της συναισθηματική υστέρηση. Απόγειο του εγωισμού, η αφήγησή της καθεαυτή, ένα χρονικό μαρτυρικών οικογενειακών δεσμών που μόνον οδύνη προκαλεί, χωρίς να κατατείνει σε καμία λύτρωση. Καθόλου ιερή ασφαλώς, παρά τη μυσταγωγική διατύπωση που μας εισάγει στην εξιστόρηση, «Και είπε η φωνή». Στη φωνή της ηρωίδας, καίτοι αποκαλυπτική και παρά το επίχρισμα της καλής προαίρεσης, παρεμβάλλονται συχνά οι δηλητηριώδεις ψίθυροι ενός τιμωρού. Το μοναδικό ελαφρυντικό για αυτή την αναβίωση συμφορών, η άμεση προοπτική του θανάτου. Η Ρόζαμοντ ακούει τον εαυτό της να της διηγείται μια ιστορία λίγο πριν πεθάνει. Σε ένα τόσο κλειστό σχήμα δεν χωρούν αποδέκτες. Αλλωστε κάθε αφήγηση απευθύνεται πρωτίστως σε εκείνον που την αφηγείται. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εκείνος είναι που την έχει ανάγκη. Από το άλλο μέρος, μπορεί επίσης να ειπωθεί πως κάθε αφηγητής απευθύνεται σε κάποιον «τυφλό». Ο συγγραφέας δεν παίρνει ως προϋπόθεση την τυφλότητα του αναγνώστη του όταν αναλαμβάνει να του συστήσει το μυθοπλαστικό του σύμπαν; Και άραγε η όραση δεν χρησιμεύει στον αναγνώστη παρά μόνο για να αναγνωρίζει τις λέξεις στις σελίδες; Η διαδικασία της ανάγνωσης δεν προτρέπει στη σύνθεση μιας εικονογραφίας; Γενικότερα, στην πρόσληψη μιας εικόνας, με την ευρύτατη έννοια, υπεισέρχονται πιο περίπλοκοι παράγοντες από την αίσθηση της όρασης. Δεν είναι τυχαίο πως στο βιβλίο η μόνη διακοπή στην εξιστόρηση της Ρόζαμοντ αφορά την περιγραφή ενός κονσέρτου. Η μουσική είναι αυταπόδεικτα η τέχνη που καταφρονεί την όραση, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τον ακροατή να βυθιστεί σε εικόνες απαράμιλλης έντασης.

Η Ρόζαμοντ εθελοτυφλεί εκκινώντας από την αναπηρία της αποδέκτριάς της. Τα όσα της εκμυστηρεύεται δεν απαιτούν καθόλου τη συνοδεία του φωτογραφικού υλικού. Οι φωτογραφίες λειτουργούν καταφανώς και αποκλειστικά σαν εφαλτήρια της μνήμης της. Τα απαθανατισμένα στιγμιότυπα παλεύουν να ευθυγραμμιστούν με τις αναμνήσεις, ενώ οι παραπλανήσεις της εικόνας μπλέκονται με τις παραχαράξεις της μνήμης για να συνυφανθούν στη συνέχεια στην ιστορία της Ρόζαμοντ. Και εδώ έγκειται το πιο συναρπαστικό μέρος του μυθιστορήματος, στη δομή, δηλαδή, και όχι τόσο στο περιεχόμενο.



Οι παρασιωπήσεις της εικόνας



Το εγχείρημα της Ρόζαμοντ είναι άμεσα συνυφασμένο με τη σημειολογία της εικόνας. Στα πρόσωπα, στα τοπία, στα οικήματα αναζητεί τα μη ορατά μέρη τους, εστιάζει τη ματιά της στις παραλείψεις του φωτογραφικού φακού. Η αφήγησή της συγκροτείται με βάση αυτές ακριβώς τις ατέλειες της εικόνας. Και υπό αυτό το πρίσμα οι λέξεις της αξίζουν περισσότερο από τις απεικονίσεις που στάθηκαν η αφετηρία τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα επιχειρεί να διαρρήξει την ακαμψία των απεικονιζόμενων καταστάσεων για να ανασύρει την αλήθεια που αποσιωπούν. Συνεπώς περισσότερο ερμηνεύει παρά περιγράφει, ενώ δεν παύει να αγωνιά για την αναπότρεπτη παρείσδυση της φαντασίας σε όσα νομίζει πως θυμάται. Η αλήθεια που αναζητεί ακυρώνεται από την ανεπάρκεια των μέσων αναζήτησης, των φωτογραφιών της μνήμης, της γλώσσας ακόμα. Παράλληλα, διαφαίνεται μια ιδιότυπη αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδιοσυγκρασία της αφηγήτριας και τις φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες, και δη οι οικογενειακές, έχουν κάτι το ανατριχιαστικό, το αμετάκλητο, αποπνέουν θάνατο. Αν μια φωτογραφία αντανακλά πρώτα απ' όλα την καθήλωση στον χρόνο, το ίδιο ισχύει για την ηρωίδα. Αγκιστρωμένη στο παρελθόν, νιώθει συνάμα εξορισμένη από αυτό. Το παρελθόν, η πιο απτή, τεκμαρτή χρονική διάσταση (η φωτογραφία χαρακτηριστικό παράδειγμα), παραμένει απαραβίαστο.

Ενδεικτική η παρακάτω σκηνή. Η ηρωίδα αναφέρει κάπου ένα τροχόσπιτο, το οποίο στην παιδική της ηλικία υπήρξε το θεμέλιο ενός ισχυρού όσο και τυραννικού δεσμού με την εξαδέλφη της. Οταν ύστερα από χρόνια προσπαθεί ανεπιτυχώς να μπει στο κατερειπωμένο πια και κλειδωμένο τροχόσπιτο, αποφαίνεται: «Μου φαινόταν σωστό, εντελώς σωστό, ότι δεν υπήρχε τρόπος να ξαναμπώ εκεί μέσα». Ομως, όσο και αν η Ρόζαμοντ κατανοεί πως κάποιες πόρτες καλό είναι να μην ξανανοίγουν, δεν κατορθώνει να δρασκελίσει το κατώφλι του παρελθόντος και να αποδεσμευτεί διά παντός από αυτό. Η αφήγησή της εν τέλει αποτυπώνει την ιστορία του εγκλεισμού της σε ξένες ιστορίες που θέλησε να οικειοποιηθεί. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που θέλησε να ισοσταθμίσει τη ματαιωμένη της μητρότητα με την αφοσίωσή της σε κόρες άστοργων μητέρων.

Ενα κατεξοχήν γυναικείο μυθιστόρημα, που αξίζει να εκτιμηθεί ακριβώς για τα μη γυναικεία χαρακτηριστικά του.



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/11/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!