Οι νάνοι του θανάτου

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 17.70
10.62
Τιμή Πρωτοπορίας
+
138420
Συγγραφέας: Κόου, Τζόναθαν
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:224
Μεταφραστής:Παπαδημητρίου, Χίλντα
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2008
ISBN:9789608132641
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Άμεσα διαθέσιμο

Περιγραφή


Ο Γουίλιαμ, είναι νέος, ταλαντούχος και φιλόδοξος μουσικός. Η ζωή του κυλάει ανάμεσα στα τζαζ κλαμπ και τις εργατικές πολυκατοικίες του Λονδίνου, με ένα σωρό απογοητεύσεις να τον βασανίζουν. Τα πράγματα δύσκολα θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα, κι όμως πάνε... Ο άτυχος Γούλιαμ γίνεται ο μοναδικός μάρτυρας μιας αλλόκοτης δολοφονίας. Με άγριο χιούμορ και ρυθμό που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της ποπ μουσικής, ο Κόου, σ αυτό το διασκεδαστικό μυθιστόρημα (γραμμένο πριν από το Τι ωραίο Πλιάτσiκο) μας κάνει να ανακαλύψουμε το Λονδίνο των μουσικών, καπριτσιόζες κόρες αριστοκρατικών οικογενειών, σκωτσέζες μπαργούμαν και κουκουλοφόρους νάνους φονιάδες. «Μιλά για το τι σημαίνει να είσαι νέος, φτωχός, μπερδεμένος και ερωτευμένoς. Αλλά δεν παύει να είναι και ένα πολύ αστείο βιβλίο... Ευφυές οξυδερκές και πνευματώδες»

The Guardian







ΚΡΙΤΙΚΗ



«Στόχος μου είναι η απόλαυση του αναγνώστη» έχει δηλώσει ο Βρετανός Τζόναθαν Κόου σε συνέντευξή του στο διαδικτυακό περιοδικό «Salon» και θα μπορούσε κανείς να πει ότι η συγγραφική πορεία του ικανοποιεί αυτόν τον στόχο. Γιατί το κοινό στοιχείο που συνδέει τα βιβλία του, από τη μεγάλη επιτυχία Τι ωραίο πλιάτσικο! και το πρωτότυπο Το σπίτι του ύπνου ως το πιο πρόσφατο Η Λέσχη των Τιποτένιων (όλα από τις εκδόσεις Πόλις), είναι, εκτός από την έντονη βρετανική ατμόσφαιρα, η άνεση με την οποία χειρίζεται τον λόγο, οι έξυπνοι διάλογοι και οι ανατροπές στην πλοκή. Με άλλα λόγια, η σύνθεση ενός μυθιστορήματος που -αν μη τι άλλο- διαβάζεται ευχάριστα. Γι αυτό και ο συγγραφέας έχει αποκτήσει φανατικό αναγνωστικό κοινό σε όποια γλώσσα έχει μεταφραστεί (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής). Αυτός φαίνεται ότι είναι ο λόγος που εκδίδεται καθυστερημένα ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα του Κόου, το Οι Νάνοι του Θανάτου, του 1990. Γιατί δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που θα μπορούσε να διεκδικήσει τις δάφνες των επιτυχιών του Κόου, αν και περιέχει τα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο δημιουργός του έχει δυνατότητες.

«Δυσκολεύομαι να περιγράψω αυτό που συνέβη» ξεκινά η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα και ακολουθεί ένας καταιγισμός γεγονότων και συμπτώσεων. Ο Γουίλιαμ είναι ένας νεαρός Αγγλος που έρχεται στο Λονδίνο με στόχο να κάνει το μουσικό του όνειρο πραγματικότητα. Καταφέρνει να συγκροτήσει ένα όχι και πολύ σπουδαίο συγκρότημα και να διεκδικήσει τη Μάντλιν, μια κοπέλα που του αρέσει πολύ, αν και τα αισθήματα δεν φαίνεται ότι είναι αμοιβαία. Η ερωτική απογοήτευση τον ωθεί να αλλάξει μουσικό σχήμα. Η γνωριμία όμως με τη νέα μπάντα θα τον κάνει - τυχαία - μάρτυρα ενός άγριου φόνου. Από αυτό το σημείο ξεκινά ουσιαστικά και η αφήγηση, κατά την οποία ο ήρωας προσπαθεί να φέρει στο μυαλό του όλα όσα έχουν συμβεί, να ενώσει τις τελείες και να αποκαλύψει τις συμπτώσεις (κάποιες εκ των οποίων δεν φαίνονται αληθοφανείς) και τα γεγονότα που παρέβλεψε αλλά τον έφεραν σε αυτή τη δύσκολη θέση.

Το μουσικό φόντο επάνω στο οποίο εξελίσσεται η πλοκή είναι γνώριμο σε μια γενιά που έζησε τον διαχωρισμό «καρεκλάδων»-ροκάδων. Στο μυαλό του ήρωα, αν κάτι φταίει για όλο αυτό το μπλέξιμο, είναι η μουσική του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, τη συναυλία του οποίου αναγκάστηκε να παρακολουθήσει για χάρη της φίλης του (και να πληρώσει πανάκριβα εισιτήρια), για να καταλήξουν να στήσουν έναν ακόμη καβγά. Ωστόσο η μουσική εμφανίζεται με πολλούς ακόμη τρόπους: την αφήγηση διακόπτει η σύνθεση ενός κομματιού από τον ήρωα που περιέχει άπειρες αρμονικές λεπτομέρειες, εντελώς ακατανόητες για τον αναγνώστη που δεν έχει μουσική παιδεία (βασικό ρόλο στην πλοκή παίζει ένα φανταστικό συγκρότημα πανκ, από το οποίο παίρνει τον τίτλο του και το βιβλίο), και οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι μουσικοί όροι που συμβολίζουν τις εναλλαγές στην αφήγηση. Έκδηλη είναι και η πρόθεση του συγγραφέα να συνδέσει το έργο του με το συγκρότητα των Smiths, που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1983, και τον τραγουδιστή τους Morrissey. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με κάποιους στίχους από τα τραγούδια του, ο ήρωας ονομάζεται Γουίλιαμ (υπάρχει ένα τραγούδι του Morrissey με τίτλο «William, it was really nothing») και η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου είχε τον τίτλο Five Seconds to Spare (πάλι από στίχο τραγουδιού του συγκροτήματος). Πέρα όμως από αυτά τα στοιχεία που δηλώνουν την επιθυμία του συγγραφέα, δεν υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο που να τη δικαιολογεί, γεγονός που την καθιστά αινιγματική.

Όπως και να έχει, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και εμφανίζεται στη γλώσσα μας σε άρτια μετάφραση. Και κάτι για την ιστορία των συμπτώσεων: το 1990, τη χρονιά που κυκλοφόρησαν Οι Νάνοι του Θανάτου, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το δεύτερο άλμπουμ ενός συγκροτήματος με το όνομα Νάνοι (Dwarves), οι στίχοι των τραγουδιών του οποίου θυμίζουν το ύφος του φανταστικού συγκροτήματος που έδωσε το όνομά του στο βιβλίο.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 07-07-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το πρώιμο αυτό μυθιστόρημα του γνωστού Αγγλου πεζογράφου και κινηματογραφικού κριτικού Τζόναθαν Κόου (γεννημένου το 1961), γραμμένο το 1990, προοικονομεί, κατά κάποιον τρόπο, το ελεύθερο, κάπως παράξενο, στιλ του δημιουργού των πολύ επιτυχημένων μυθιστορημάτων του «Το σπίτι του ύπνου» και «Τι ωραίο πλιάτσικο».

Δεν θα συμφωνήσω με το χαρακτηρισμό εκ μέρους της ξένης κριτικής ως εμβληματικών, περίπου, στιγμών τού υπό παρουσίαση κειμένου εκείνων που περιγράφουν με νεορεαλιστική και ψυχογραφική πειθώ την αναμονή ενός λεωφορείου μία Κυριακή πρωί σε λονδρέζικη λαϊκή συνοικία. Οντως η γραφή του Κόου στις λίγες αυτές γραμμές συστήνει έναν πεζογράφο δεξιοτέχνη της αναπαράστασης και της συλλογής αόρατων ήχων μέσα σε ένα πλαίσιο εσκεμμένα κοινότοπο και καθημερινό. Όμως, αν και η πρόζα του Κόου στις γραμμές που προαναφέρθηκαν είναι αξιοπαρατήρητη, δεν νομίζω ότι είναι κεντρική όσον αφορά το ύφος και το περιέχον του μυθιστορήματος. Με ελάχιστες πινελιές, πρέπει να ομολογήσει κανείς, το ήθος μιας ορισμένης εικόνας λονδρέζικης ρουτίνας μετατρέπεται σε εικόνα μόνιμων αποχρώσεων που σου αποτυπώνεται.

Η συγκεκριμένη σκηνή, να το επαναλάβω, όπως υποψιάζομαι, από μόνη της δεν εκπροσωπεί τίποτα. Απλώς είναι ένα κομμάτι του ιδιότυπου παζλ που κατασκευάζει ο Κόου εκφράζοντας την άποψη για ένα κείμενο «μασίφ», δομημένο ως μία ενότητα αδιάσπαστη, η οποία, δηλαδή, πρέπει να διαβαστεί ως ένα «ανάπηρο» φτηνό μυθιστόρημα, με τα θέλγητρά του κρυμμένα πίσω από την προσεγμένη σημειολογία του: το σχέδιο αυτό του Κόου εξυπηρετεί έναν σκοπό που πλανιέται στο οργανωμένο αρχιτεκτόνημα του συνόλου, να υποστηριχθεί ο κόσμος της μετά πανκ εποχής. Οι φαινομενικά απλοί στίχοι του Στιβ Μορισέι, του πάλαι ποτέ τραγουδιστή του συγκροτήματος «Σμιθς», οι οποίοι προτάσσονται των κεφαλαίων, προϊδεάζουν για την πρόθεση του συγγραφέα να λάβουμε κάποτε σοβαρά τη ρητορική της «λαϊκής» τέχνης της συγκεκριμένης (ίσως και όχι μόνο) μεταμοντέρνας μουσικής του συρμού, παλμογράφου νοοτροπιών και στάσεων ζωής, υποτιμημένων από τους θιασώτες πιο «ευπρεπών» μελοποιημένων στίχων. Επιπλέον τα «λόγια» του Μορισέι, μαζί με τους τίτλους των κεφαλαίων, λειτουργούν ως δείκτες της δράσης από τη θέση των μότο. Να σημειωθεί ακόμα ότι οι τίτλοι των κεφαλαίων (Π.χ. «Εισαγωγή»,«θέμα ένα», «θέμα δύο» κ.λπ.) ίσως αποτελούν τα μέρη ενός μουσικού έργου, όπως σημειώνει σωστά η μεταφράστρια: ενός μουσικού έργου, να προσθέσω, μετά πανκ, ποπ (με την έννοια του λαϊκού), αφού το κείμενο θέλει να συλλάβει όψεις ζωής μιας συγκεκριμένης τάξης και ενός νεανικού ήθους, αυτού της εποχής του σχετικά νέου τότε, κατά τη δεκαετία του 80, Κόου.

Κατά τη γνώμη μου με τους «Νάνους του θανάτου» έχουμε να κάνουμε με μία συνεχώς υπονομευόμενη γραμμική αφήγηση μιας σχεδόν μπανάλ ιστορίας ενός νεαρού επαρχιώτη μουσικού, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει στο Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του 80 μέσα από συνηθισμένους (και κάποτε ασυνήθιστους) περισπασμούς ενός περιβάλλοντος ιλαροτραγικού. Ο Κόου δανείζεται τις σαρκαστικές, σαρδόνιες (κάποτε κακόγουστες) συνταγές της ποιητικής της πανκ μουσικής και των επιβιώσεών της για να τις συνδυάσει με ευγενικά αισθήματα συμμετοχής στην κάπως θλιβερή περιπέτεια του δειλού ήρωά του, αρθρώνοντας έτσι ένα σχόλιο πλάγια εύφορο όσο και πικρόχολο.

Ο Γουίλιαμ είναι ένας μάλλον ταλαντούχος πιανίστας από το Σέφιλντ, που στα βήματα άλλων παλαιότερων ηρώων της κλασικής βρετανικής λογοτεχνίας, τηρουμένων οπωσδήποτε των αναλογιών, του Φίλντινγκ, του Ντίκενς κ.ά., αναζητά την τύχη του στην κοσμόπολη του Λονδίνου (των έιτις). Σχεδιασμένη με μεγαλύτερη, βέβαια, ειρωνεία και μοντέρνα ελαφρότητα η τροχιά του Γουίλιαμ προς την αστικοποίηση απ ό,τι στις ανάλογες περιπτώσεις των ηρώων των καθιερωμένων κειμένων, διεκδικεί με χάρη και ευπρόσδεκτη μετριοπάθεια τη μίνιμαλ θέση της στο σύγχρονο χαώδη και απομυθοποιημένο κόσμο. Ο νεαρός, που βγαίνει μάλιστα μέσα από το περιβάλλον που εμπνέει μια συγκεκριμένη σκέψη, αυτή των δημιουργών της ροκ μουσικής και των παραφυάδων της, με τη βοήθεια της έξυπνης ματιάς του Κόου ταυτίζεται με μία περίεργα χαμηλόφωνη και προωθημένη άποψη για την πραγματικότητα και την Τέχνη. Ετσι, Έε πρώτο επίπεδο αντιμετώπισα αυτό το φαινομενικά ανώδυνο μυθιστόρημα, που σου βάζει την ακίδα του και από τον τίτλο του, κάνοντάς σε να νιώθεις άβολα.

Μεγάλο μέρος του σκηνικού, στο οποίο εισερχόμαστε, εσωτερικού και κοσμικού, φιλοτεχνείται με βάση οπωσδήποτε τις σινεφίλ παραστάσεις του Κόου από το αγγλικό «ελεύθερο σινεμά» του 60 και τον αντίστοιχο γκανγκστερικό κινηματογράφο της πατρίδας του. Μαζί με τα υλικά που προαναφέρθηκαν, οι εμπειρίες του Γουίλιαμ στην πρωτεύουσα συνεργάζονται για τη δημιουργία ενός απτού εφιάλτη, ο οποίος δεν βρίσκεται στις γωνίες του ασυνείδητου κάποιου τερατικού όντος, το οποίο ονειρεύεται για λογαριασμό μας, όπως θα μπορούσε να ισχυρισθεί ο Μπόρχες, αλλά μέσα στην καθημερινότητα. Ο ήρωάς μας αναγκάζεται να κατέλθει από τις κορυφές του μουσικού Ολύμπου και να προσγειωθεί ανώμαλα πότε σε κάποιο άθλιο μπαρ ως πιανίστας, πότε ως μέλος ενός ατάλαντου συγκροτήματος ροκ, χειρονομώντας στο κενό με λίγα λόγια, αφού κανείς δεν δείχνει να συμμερίζεται τις υψιπετείς ιδέες του περί του μέλους. Εκτός αυτού γίνεται μάρτυρας ενός ειδεχθούς φόνου από δύο νάνους κάποιου τοξικομανούς ροκ τραγουδιστή, γεγονός που προσθέτει μαύρες αποχρώσεις στη νέα του ζωή. Όλα γύρω του τον αποθαρρύνουν και τον αφήνουν εκτεθειμένο απέναντι στα αρχικά του σχέδια για πληρότητα: η φίλη του Μαντλίν, μια όμορφη κοπέλα, που έχει αφήσει τις σπουδές της για να υπηρετήσει μια πλούσια ηλικιωμένη, τον κρατάει σε μια αλλόκοτη απόσταση, ενώ τα διάφορα άλλα πρόσωπα των συναναστροφών του αποδεικνύονται και αυτά να τρέφονται από μια άλλη, μη προσεγγίσιμη μέσα στην ιδιορρυθμία της, μυστική ζωή.

Ο Κόου είναι φανερό ότι προσπάθησε να δημιουργήσει μία σύνθεση με εξωτερικά φτηνά υλικά, προτείνοντας (μακροσκοπικά, όμως) έναν κόσμο παρυφών: για παράδειγμα, εκτός των άλλων, για την αρχιτεκτόνηση του κειμένου βάζει ελαφρούς στίχους τραγουδιών, ασήμαντα σημειώματα που ανταλλάσσει ο Γουίλιαμ με τη συγκάτοικό του κ.λπ.,στοιχεία τα οποία σε συνδυασμό με το γενικότερο χαμηλού προφίλ στιλ της γραφής σε κάνουν ύπουλα να ...γλιστράς σε έδαφος φαινομενικά ακίνδυνο. Οι μόνες, ας πούμε, έντονες στιγμές της δράσης έρχονται με τη σκηνή και τα παρεπόμενα της δολοφονίας, ευρήματα που βάζουν στο παιχνίδι τους συντελεστές του θρίλερ και του αιματηρού δράματος. Πίσω από τη μάσκα της ελκυστικής μπαργούμαν Κάρλα, την οποία ο Γουίλιαμ φαντασιώνεται ως την εναλλακτική συναισθηματική του λύση, κρύβεται μία σκληρή γυναίκα/τιμωρός του αιμομίκτη πρώην άντρα της,του ηχολήπτη Βίνσεντ, συνεργάτη του ήρωα. Η Κάρλα είχε σκηνοθετήσει το φόνο, με αφετηρία ένα επινοημένο πανκ συγκρότημα...νάνων, από το οποίο χρησιμοποίησε τελετουργικά το εξώφυλλο και το περιεχόμενο ενός δίσκου του.

Και να το τελικό ζητούμενο εκ μέρους του συγγραφέα: έναν «λοξό» εμβόλισμό μας με πρώτη ύλη σκουπίδια με αδιάφορα, εκ πρώτης όψεως, και φτωχά μέσα, που εκπέμπουν από το βάθος τους όμως παράδοξους ιριδισμούς. Ο Κόου μ αυτό τον τρόπο ήθελε να πάρει το βάπτισμα του πυρός στα γράμματα και δεν αστόχησε. Σκέπτομαι γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με ορισμένους δικούς μας πεζογράφους οι οποίοι, καίτοι προσπαθούν μέσα από το οικείο να δώσουν την αίσθηση του ανοίκειου, δεν κατορθώνουν άλλο τίποτα από το αναπαράγουν ένα ήθος χαμηλών πτήσεων. Η αιτία ας αναζητηθεί όχι μόνο στην (αν)ικανότητα των συγγραφέων μας καθεαυτήν αλλά σε κοινωνικούς/πολιτισμικούς καθαρά παράγοντες, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν την καθημερινή μας εικόνα ως πηγή έμπνευσης. Η «φωτογραφία» μας βγαίνει υπερφωτισμένη, χωρίς τις σκιές που απαιτούνται. Τέλος πάντων.

Ο Γουίλιαμ, σχεδόν ανάπηρος ψυχικά, θα επιστρέψει στη γενέθλια πόλη και εκεί θα προσπαθήσει να ιαθεί με τη βοήθεια των παιδικών του φίλων, αν και ο φόβος μήπως του κλείσουν το στόμα κάποτε, επειδή υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας, θα υπάρχει μέσα του. Μια γεύση υφάλμυρη δηλητηριάζει έτσι αυτή την κάπως μελό λύση, της σωτήριας, δηλαδή, επιστροφής του ήρωα στη μητρική αγκαλιά του τόπου του.

Η κ. Χίλντα Παπαδημητρίου υπηρέτησε ευσυνείδητα αυτό το «ευτελές» κείμενο, που ξέρει να αναδεικνύει τα κρυμμένα του μυστικά.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!