Εμείς οι άλλοι

Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 16.30
11.41
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €4.90
+
107799
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:391
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2000
ISBN:9789600417319
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Πώς ένας άνθρωπος γίνεται συγγραφέας. Ή: ο έρωτας, η ποίηση, το Παρίσι, η νοσταλγία της ρίζας, η Ελλάδα, το νόημα της ζωής, οι ανοιχτοί ορίζοντες του κόσμου -όλα τούτα μπορεί να μην είναι παρά οι διαφορετικές ονομασίες και τα διαδοχικά στάδια της ίδιας μοναδικής αναζήτησης. Κι ακόμα: πως αυτός ο άνθρωπος αλλάζει, μέρα με την ημέρα, από τη ρομαντική και αφελή του εφηβεία ως την οδυνηρά κατακτημένη ωριμότητα, και πως, μεσ' από απανωτές ανατροπές και διαψεύσεις, αλλάζει μέσα η εικόνα του τόπου και του κόσμου - πως η μοναχική υπαρξιακή του περιπέτεια πλέκεται με την ταραγμένη ελληνική ιστορία της εικοσιπενταετίας 1960-1985 και με την ανθρωπολογική επανάσταση που μεταμόρφωσε, στα ίδια χόνια, τα σώματα και τις ψυχές όλων μας. Σε κάθε βήμα αυτού του ταξιδιού, ο ήρωας δεν παύει να αποζητάει κάποιο "εμείς" που όλο του ξεφεύγει, ώσπου να ιώσει επιτέλους ότι μπορεί ίσως να το αγγίξει, εκεί που δεν τολμούσε πια να το φανταστεί - αυτή την τελική ανατροπή υπαινίσσεται και ο πολύτιμοα τίτλος του βιβλίου.[...]








ΚΡΙΤΙΚΗ




Αν ο Πολ Βαλερύ ισχυρίζεται ότι το πυκνό αλληγορικό του ποίημα Η νεαρή Μοίρα (La jeune Parque) «είναι η αυτοβιογραφία του» και ο Φλομπέρ στον περιώνυμο αφορισμό του ταυτίζεται με τη Μαντάμ Μποβαρύ, η αλήθεια είναι ότι κανείς συγγραφέας δεν μπορεί να γράψει παραμερίζοντας τη ζωή του· όσοι έχουν διαβάσει βιογραφίες ή αυτοβιογραφίες συγγραφέων διαπιστώνουν ότι γεγονότα της ζωής τού συγγραφέα, πάθη, εμμονές, δουλεύονται λιγότερο ή περισσότερο φανερά στο έργο τους. Για αρκετούς μάλιστα συγγραφείς η περιπέτεια της ζωής τους αποτελεί όχι μόνο το πηγαίο υλικό αλλά και τη θεμελιώδη «τεχνική» τους. Οι τελευταίοι καταγράφουν ευθέως, με ή χωρίς προσωπείο, τον βίο τους στο χαρτί και τον αναδιευθετούν μέσα από τα άγχη και τα οράματά τους.

Τα βιβλία του Γιάννη Κιουρτσάκη εντάσσονται στη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της προσωποποιητικής ρητορικής που από τον Αγιο Αυγουστίνο και τον Ρουσό ως τον Τόμας Μπέρνχαρντ και τον Ναμπόκοβ, από τον Κοραή και τη Μαρτινέγκου ως τον Ταχτσή, ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο ήρωας ταυτίζονται. Πριν από πέντε χρόνια παρουσίασε το ογκώδες Σαν Μυθιστόρημα, πρώτο τόμο μιας τριλογίας (τίτλος: Το ίδιο και το άλλο) που τώρα συνεχίζει με τον παρόντα τίτλο. Ο πρώτος τόμος ξετυλίγει «σαν μυθιστόρημα» ένα χρονικό της ζωής του συγγραφέα, από τη γέννησή του, το 1941, ως τα 18 του χρόνια· όταν η ενηλικίωση έρχεται κάπως απότομα με την αυτοχειρία του μεγαλύτερου αδελφού του. Στο βιβλίο εκείνο καταγράφεται η περίοδος χειμερίας νάρκης και ταυτοχρόνως αθωότητας για τον ήρωα και την Ελλάδα ­ στη γνωστή συγκυρία του '50 και '60. Η αφήγηση, στον τύπο του αυτοβιογραφικού bildungsroman, καταγράφει την ελληνική αστική οικογένεια, τις εξάρσεις, τα περιθώρια, το μικρό της αύταρκες σύμπαν αλλά και την πορεία προς την εφηβεία με τα διαβάσματα και τις εμπειρίες του νέου της εποχής. Αύταρκες σύμπαν όσον αφορά μια σχετικά ομαλή εφηβεία που δεν γνώρισε τα άγχη της εργατικής (πόσο μάλλον αριστερής) οικογένειας είτε εκείνα μιας επαρχιακής ή αγροτικής.

Tο Σαν Μυθιστόρημα δεν αυτοκαθορίζεται «μυθιστόρημα» (ο τίτλος του το απαγορεύει) και χρησιμοποιεί στην αφήγηση εναλλακτικώς και τα τρία πρόσωπα, δηλώνοντας δι' αυτής της εκλεκτικής πολυφωνίας την ανάγκη του ήρωα/αφητηγή/συγγραφέα να διαχωρίσει σε διακριτούς ρόλους την αυτοβιογραφική του αφήγηση. «Και συνεχίζεις να γράφεις και να ζεις μέσα σ' αυτό το μυθιστόρημα [...] αναζητώντας πάντα τούτο το νόημα που το δημιουργείς και σε δημιουργεί αδιάκοπα...». Με αυτά τα λόγια προσέγγιζε στο τέλος του εκείνο το βιβλίο, κυριολεκτώντας ως προς τη δημιουργία νέας ζωής εκ της μυθοποιητικής αυτοβιογραφίας.

Ο παρών τόμος προσδιορίζεται πλέον «μυθιστόρημα» και η αφήγηση περιορίζεται αποκλειστικώς στο τρίτο πρόσωπο (εξαίρεση η καταληκτική πρωτοπρόσωπη φράση που δένεται ως ομφάλιος λώρος με την πρωτοπρόσωπη αρχή του προηγουμένου τόμου). Εδώ η ιστορία-μαρτυρία του βίου συνεχίζεται κατά την ίδια χρονική τάξη: από τον θάνατο του αδελφού και τη σχέση με τη μετέπειτα σύζυγό του Ζιζέλ ως τη συγγραφή τού Σαν μυθιστόρημα, πριν από μερικά χρόνια. Ιδια χρονική τάξη αλλά με εκλεκτικό τρόπο καταγραμμένη (όπως και στο προηγούμενο βιβλίο), δηλαδή κατά την παλίρροια και την άμπωτη της μνήμης ­ που η αυτοβιογραφία χρησιμοποιεί πάντα ως πειστήριο αληθοφάνειας. Πυκνότερη αυτή η ζωή σε διάρκεια και ωστόσο μικρότερη σε έκταση σελίδων από τον προηγούμενο τόμο. Τίποτε δεν υπερβαίνει την έκταση της παιδικής ηλικίας... Εδώ έχουμε πλέον το πέρασμα της «μαθητείας» από την εν συγχύσει αθωότητα της νεότητας και της Ελλάδας, στη βαθμιαία συνειδητοποίηση του κοινωνικού ιστού και την απόπειρα ένταξης του συγγραφέα εντός του: σπουδές, στρατιωτική θητεία, Ελλάδα της δικτατορίας, Παρίσι των εμιγκρέ και του Μάη του '68, Ελλάδα της μεταπολίτευσης, Ελλάδα του λαϊκού πολιτισμού, της πρόσφατης ανάπτυξης αλλά και των καιροσκόπων και των κερδοσκόπων, η Χώρα ως το Αλλο, η Δύση που μας γεννά και απωθούμε.

Είμαι ένας άλλος που μιλάω στη θέση μου. Κάπως έτσι θα μπορούσε να συνοψιστεί η συγγραφική στάση του Κιουρτσάκη. Σε ποιον βαθμό όμως η αυτοβιογραφία του αφορά τους άλλους; Ο κίνδυνος το βιβλίο να μετατραπεί σε ψυχιατρικό ανάκλιντρο για τον ίδιο και σε κλειδαρότρυπα της αλλότριας ζωής για τον αναγνώστη είναι πάντα ορατός και οπωσδήποτε δυσάρεστος για τη λογοτεχνία. Ωστόσο η κατανόηση του εαυτού στα βιβλία του ουδόλως συρρικνώνεται στην ομφαλοσκοπική ή ανεκδοτολογική περιγραφή του· αντιθέτως ταυτίζεται με την επίπονη δημιουργία του εαυτού, του μυθολογημένου εκείνου, που εξ ορισμού έχει ενδιαφέρον για τους άλλους εφόσον (όπως το διατυπώνει ο Ουγκό ­ στον πρόλογο των Contemplations) ισχύει το: «Οταν μιλώ για μένα μιλώ για σας». Αν στις γνωστές αυτοβιογραφίες των επιφανών, συγγραφέων ή μη (π.χ. Τσελίνι, Ντε Κουίνσι, Γκίμπον, Σταντάλ, Γκαίτε, Σαρτρ, Μπαρτ κ.ά.), ο βίος δικαιώνει την αυτοβιογραφία του, στην περίπτωση τού ανά χείρας βιβλίου και των παρεμφερών, η αυτοβιογραφία δοκιμάζει να δικαιώσει τη βιωμένη ζωή, τόσο την ατομική όσο και κυρίως τη συλλογική. Η περίπτωση Κιουρτσάκη παραπέμπει στην περίπτωση της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου (1801-1832) της οποίας η Αυτοβιογραφία επιχειρεί να δικαιολογήσει τον άσημο και περιθωριακό βίο της· κάνοντας αυτό «δικαιολογεί» και την κοινωνία της εποχής της. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης με πρωτότυπο κριτικό έργο πριν από το μυθιστορηματικό (για τον Σεφέρη, τη λαϊκή παράδοση, τον Καραγκιόζη, τον Μπαχτίν κτλ.) δεν είναι ούτε άσημος ούτε περιθωριακός. Ωστόσο η μυθική ανατομία του εαυτού του, που ο ίδιος εκθέτει, κινείται παραδόξως στο περιθώριο της ενεργού κοινωνικής ζωής, προκρίνοντας από πολύ νωρίς ως στάση ζωής τον στοχασμό και την απομάκρυνση από το άχθος της βιοτικής μέριμνας, υιοθετεί δηλαδή ένα είδος «αστικού αναχωρητισμού».

Το οξύμωρο όμως ενδιαφέρον σ' αυτή τη στοχαστική περιθωριοποίηση είναι η επιθυμία του συγγραφέα/αφηγητή/ήρωα για το συλλογικό. Αυτή η σχεδόν σωματική επιθυμία, που λειτουργεί με τη μορφή οδυνηρού ερωτικού τραύματος, είναι το πρώτο αίτιο αλλά και το τέλος των βιβλίων του: η μέτρια, δίχως εξάρσεις, συλλογική κανονικότητα της ζωής στις πιο ασήμαντες εκφάνσεις της αποτελεί τον σταθερό τόπο απ' όπου αντλεί την έμπνευση αλλά και τον εξίσου σταθερό τόπο όπου καταλήγει κάθε στοχασμός του. Παρακολουθώντας με τις διόπτρες του μεθοδικού αστικού αναχωρητισμού του την ελληνική ιστορία 25 χρόνων (1960-1985) εικονίζει με ελεγχόμενη νοσταλγία τη μετάβαση από τη μια εποχή στην άλλη μέσα από τις συλλογικές κανονικότητες της ζωής. Αυτή και μόνον η «ερωτική» του στάση απέναντι στο συλλογικό καθιστά το βιβλίο του άκρως πολιτικό με την ουσιαστική έννοια του όρου ­ σε μια εποχή που η πολιτική στη λογοτεχνία είτε θεωρείται στίγμα είτε απουσιάζει θεαματικά. Από τον Καραγκιόζη, «προσωπείο» των ερευνών του στη λαϊκή παράδοση και στα αντίστοιχα βιβλία του, ως το ποντιακό Δίκωλον (δίκωλον: η καρναβαλική μορφή που φέρει στη ράχη τον νεκρό αδελφό) προσωπείο των ερευνών του στον πεισματικό διάλογο ατομικού-συλλογικού στα μυθιστορήματά του, από τον δάσκαλο Σεφέρη ως τον δάσκαλο Μπαχτίν, η αγωνία του συγγραφέα σταθερά τρέφεται από τον ίδιο οραματικό πόθο για το συλλογικό. Το τελευταίο δεν συρρικνώνεται στο φολκλόρ ή στον λαϊκισμό, αντιθέτως αυτές οι εκδοχές τεχνηέντως επισημαίνονται και καταγγέλλονται. Το συλλογικό του Κιουρτσάκη εντοπίζεται σε μια σύνθετη ταυτότητα του Αλλου που ορίζεται διά της πολυφωνίας, μακράν των όποιων μονολογικών ιδεολογημάτων. Μιλώντας με τη μπαχτινική ορολογία, που υιοθετεί υπογείως στις συνειδητώς δοκιμιακές «εκτροπές» του βιβλίου του, το Εμείς είναι κάτι εξαιρετικά σχετικό, προϊόν αντιθέσεων, του επάνω και του κάτω, της ανύψωσης και της ταπείνωσης, της ζωής και του θανάτου, του Καλού και του Κακού, της Ανατολής και της Δύσης ­ το Εμείς στο οποίο καταφάσκει ο συγγραφέας εγκλείει εν τέλει όλες τις όψεις του κόσμου.

Το βιβλίο ως χρηστικό εργαλείο της συγγραφικής ζωής, ως αυθεντική εμπειρία, ισότιμη με τις άλλες τις βιωμένες, και ταυτοχρόνως ως αισθαντικός καθρέφτης της συλλογικής μνήμης, συνιστά μια στάση που και άλλοι συγγραφείς (πρόσφατα παραδείγματα ο Μισέλ Φάις και ο Θωμάς Σκάσσης) έχουν δοκιμάσει με διαφορετική αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα αφήγηση. Σε μια εποχή που το νεοάρλεκιν συγχέεται δολίως με τη λογοτεχνία, σε μια ομογενοποιημένη εποχή που ο βίος και η πολιτεία αναζητούν εκ νέου νόημα και περιεχόμενο, δεν είναι τυχαίο το παράλληλο ενδιαφέρον των αναγνωστών για τις ιστορικές ή άλλες βιογραφίες αλλά και η δυναμική που αναπτύσσει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ο αυτοβιογραφικός λόγος· ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο να είναι αυτή η απροσδόκητη πολυφωνία που η αυτοβιογραφική τεχνική εισάγει στα λογοτεχνικά δεδομένα, ακατανόητη εκ πρώτης όψεως, κατανοητή σε όσους διαπιστώνουν τα όρια του παραδοσιακού μυθοποιητικού ρεαλισμού να εκφράσει τη σύγχρονη ανάγκη. Σ' αυτά τα πλαίσια, το Εμείς οι Αλλοι του Γιάννη Κιουρτσάκη εγγράφεται χάρη στη λογοτεχνικότητά του, στον δοκιμιακό στοχασμό του και στο ανθρωπολογικό όραμα της πολυφωνικής συλλογικότητας που προβάλλει, στην καλύτερη παρακαταθήκη της ελληνικής αυτοσυνειδησίας.



Αρης Μαραγκόπουλος

ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-10-2000





ΚΡΙΤΙΚΗ



Νομίζω πως ο Γιάννης Κιουρτσάκης, με το Εμείς οι άλλοι, κατακτά μια παγκόσμια πρωτοτυπία: να καταστήσει ήρωα σε ένα μυθιστόρημα την ιδεολογία. Εως τώρα γνωρίζαμε ως ήρωες τα πρόσωπα, ανθρώπινα όντα, ή, αν όχι τα πρόσωπα, τον τόπο -όπως λέμε-, μια πολιτεία, μια περιοχή. Με το καινούργιο αυτό μυθιστόρημα όμως ήρωες γίνονται οι ιδέες· αυτές κρατούν το ρόλο του πρωταγωνιστή. Τα πρόσωπα που τις εκφέρουν, για την ακρίβεια το ένα βασικό, μοναχικό πρόσωπο, είναι κυρίως ένας αγωγός, ένα παράδειγμα, δεν αποκτά ιδιαίτερη υπόσταση πέρα από τις ιδέες του, δεν παίρνει σάρκα και οστά σε δραστηριότητες αυτονομημένες από τη σφαίρα των μεταλλασσόμενων σκέψεών του.

Ως γνήσιος ήρωας μυθιστορήματος η ιδεολογία αυτή εξελίσσεται: από μικρή και ανώριμη, μεγαλώνει και ωριμάζει. Απλοϊκή στην αρχή της αφήγησης, περνά φάσεις και φάσεις, ώσπου στο τέλος βγαίνει πιο σταθερή και κατασταλαγμένη. Αν στην αρχή λειτουργούσε με απλουστευτικές διαιρέσεις -η Ελλάδα είναι το φως, η Ευρώπη το σκότος- στο τέλος καταλήγει σε σοφότερες διατυπώσεις, αυτές που ορίζονται από τον τίτλο: το «ίδιο» κλείνει πάντα μέσα του το «άλλο», τα «διαφορετικά» και τα «αντίθετα» δεν είναι τόσο διαφορετικά και τόσο αντίθετα όσο φαίνονται.

Ο υποψήφιος αναγνώστης ίσως απορήσει: είναι αυτό ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται; Είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου όταν το έπιασα στα χέρια μου. Αλλά το διάβασα ολόκληρο (πράγμα που δεν μου συμβαίνει πάντα) και μάλιστα σχετικά απρόσκοπτα. Σε αυτό βοηθά η γλώσσα του, δουλεμένη, στιλβωμένη και ακριβής, ένας ρυθμός που σε βοηθά να πας παρακάτω. Αλλά δεν είναι βέβαια μόνο αυτή. Τελικά μέσα από τη ροή των ιδεών προβάλλει και ένα υποκείμενο, ένας άνθρωπος που μπορεί να αγγίξει ή και να συγκινήσει βαθιά τον αναγνώστη.

Είναι ένας ανθρώπινος τύπος μοναχικός, άπραγος, που απέχει από τη δράση, που νιώθει ανοίκεια μέσα στον κόσμο, που παθαίνει ναυτία μες στις καθημερινές συναλλαγές. Ενας άνθρωπος που ζει αποτραβηγμένος κι έχει ως μοναδική του ασχολία να σκέφτεται, να συλλογάται και να προσπαθεί να εκφράσει -μια ζωή- μια λέξη δική του, μια φράση που να αποδίδει τον πραγματικό εαυτό του. Κάποιοι θα αναγνωρίσουν βέβαια κομμάτια του εαυτού τους, τις πιο ασθενικές τους στιγμές, τις πιο αξιομίσητες ίσως, το βραχνά που κυνηγά τον άνθρωπο που κάθεται μόνος του σε ένα δωμάτιο και γράφει. Λίγοι αντέχουν αυτή την απομόνωση και για λίγο διάστημα. Ο Κιουρτσάκης ή τουλάχιστον ο ήρωάς του, το υποκείμενο αυτό της ιδεολογίας, το αντέχει μια ολόκληρη ζωή. Κι ο συγγραφέας τολμά να το εκφράσει. Τολμά να δείξει την αβουλία και τη χαμηλή ζωτικότητα, την κούρασή του ή και την υποχονδρία του. Αυτά, χωρίς ωραιοποίηση, με μια ειλικρίνεια κάποτε σπαραχτική και με μια μοναδική ελπίδα: πως στο τέλος αυτό το υποκείμενο ίσως καταφέρει να γράψει μια αράδα που τον εκπροσωπεί.

Το μυθιστόρημα γράφεται με τον ίδιο ρυθμό που έχει περάσει κι η ζωή: αργά και αθόρυβα και με πολλή υπομονή. Κομματάκι κομματάκι αναπλάθεται το παρελθόν, οι περασμένες ιδέες δηλαδή, τα αλλοτινά στάδια της ιδεολογικής διαμόρφωσης. Δεκάδες σελίδες καλύπτει εκείνη η φάση της ανακάλυψης, ας πούμε, του ελληνικού φωτός σε σχέση με τη σκοτεινιά της Ευρώπης. Και η αφήγηση αυτή δίνεται με άκρα υπομονή, όπως περίπου διαμορφωνόταν στο μυαλό του νεαρού τότε διανοουμένου. Χωρίς απόσταση, χωρίς καν μια ένδειξη ότι όλα αυτά είναι ανώριμες φλυαρίες μιας παιδικής σκέψης. Σε εκείνη τη φάση της ανάγνωσης μπορεί κανείς να γεμίσει τα περιθώρια του βιβλίου με θαυμαστικά.

Αλλά ο νεαρός, δόξα τω Θεώ, εξελίσσεται. Η ελληνολατρία θα δώσει τη θέση της σε άλλες ιδέες, στην αξία, ας πούμε, του λαϊκού πολιτισμού ή του πρωτόγονου. Αναπτύσσεται και αυτή σε πολλές δεκάδες σελίδες. Ο αναγνώστης πιθανότατα θα αρχίσει πάλι να δυσανασχετεί με την καινούργια αφέλεια που πήρε τη θέση της παλιάς. Ομως και αυτή παρέρχεται, ένα νέο σύστημα ιδεών παρουσιάζεται για να την αντικαταστήσει. Πάντα δοσμένο με τον ίδιο τρόπο: από τα μέσα, χωρίς φανερή απόσταση ανάμεσα στον τότε διανοούμενο και στο σημερινό συγγραφέα. Κάποια στιγμή ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί να μάθει το κόλπο (εμένα μου πήρε περίπου τριακόσιες σελίδες να το μάθω): ότι δεν πρέπει ποτέ να παίρνει κατά γράμμα τις ιδέες που εκτίθενται, πρέπει συνεχώς να αμφιβάλλει, συνεχώς να σκέφτεται πως όλες οι απόψεις είναι υπό διαρκή αναθεώρηση. Και αυτό, πιστεύω, αν πετύχει, είναι ένα από τα κατορθώματα του βιβλίου.

Βέβαια υπάρχει ένα πρόβλημα. Ποιος αναγνώστης αντέχει να διαβάζει πενήντα και εξήντα σελίδες με κοινοτοπίες κι έπειτα άλλες τόσες με καινούργιες, όχι πολύ πιο πρωτότυπες ιδέες και ούτω καθεξής; Ναι, αυτή η τόσο υπομονετική και εκ των ένδον έκθεση παλαιών ιδεολογημάτων ενέχει τούτο τον κίνδυνο: της απόρριψης του βιβλίου προτού αντιληφθεί κανείς το παιχνίδι του συγγραφέα. Αλλά και όταν το αντιληφθεί, ίσως δεν βρει το κουράγιο να καταναλώσει τέτοιες ποσότητες από γνωστές τροφές. Σκέφτομαι ωστόσο πως μια διαφορετική έκθεση των παλιών ιδεών, μια ειρωνική παρουσίαση, κατά την οποία ο συγγραφέας θα εξέθετε διαρκώς στο χαμόγελο του αναγνώστη τον ήρωά του, μπορεί να έκανε το κείμενο πιο χαριτωμένο, θα το στερούσε όμως από αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα «διδακτική» λειτουργία του: να μαθαίνει τον αναγνώστη διαρκώς να αμφιβάλλει γι' αυτό που διαβάζει, να τον εκπαιδεύει -με βιωματικό, ας πούμε, και όχι θεωρητικό τρόπο- στην αμφιβολία και στη ρευστότητα των ιδεών.

Το βιβλίο αυτό είναι οπωσδήποτε ένα στοίχημα. Πρέπει κι ο αναγνώστης να βρει την υπομονή του δημιουργού, να μπει στο δικό του ρυθμό και κυρίως να χαρεί αναδρομικά για όλο το παιχνίδι που του έστησε ο συγγραφέας. Η γνώμη μου είναι πως αξίζει τον κόπο. Κι αξίζει ακόμα περισσότερο ως ένα παράδειγμα ζωής και γραφής που τείνει να εκλείψει. Οταν οι σημερινοί ρυθμοί επιτάσσουν στους γράφοντες ένα μυθιστόρημα κάθε δύο χρόνια, με γαργαλιστική πλοκή και όχι λίγο σεξ, όταν δημιουργούν προϊόντα προς άμεση κατανάλωση, ένας συγγραφέας που συμπεριφέρεται με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο, που προετοιμάζεται χρόνια και χρόνια, που επενδύει μια ολόκληρη ζωή σε ένα έργο και που γράφει ένα βιβλίο εν γνώσει του δύσκολο, αποτελεί μια αξία καθ' εαυτή.



ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/02/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!