Στη σκιά του Ιερού Βράχου

Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα
129459
Σελίδες:330
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789603937333


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Γύρω στα 1860, στο χώρο που περιβάλλει το σημαντικότερο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας ιδρύθηκαν τα Αναφιώτικα, ο μικρός οικισμός των μεταναστών μαστόρων από τις Κυκλάδες που παραμένει έως τις μέρες μας σφηνωμένος στη βραχώδη βορειοανατολική πλαγιά της Ακρόπολης.
Αντιμετωπίζοντας τον οικισμό ώς ανεπιθύμητη και βέβηλη παρουσία, οι αρχές που διαχειρίζονται τον αρχαιολογικό χώρο αγωνίζονται να «προστατέψουν» το μνημείο από την «ανάρμοστη» αυτή γειτνίαση. Στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης συνυπάρχουν λοιπόν δύο αντιλήψεις του χώρου που η καθεμιά τους αποτελεί κρυστάλλωση μιας πραγματικότητας με διαφορετικές και αντίπαλες, τελικά, ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Σε μια Αθήνα που εξελίσσεται πλέον σ' έναν αστικό οργανισμό αχανή και καταβροχθίζει με ορμή το αττικό τοπίο, τα Αναφιώτικα δεν είναι πια παρά μια χούφτα από κυκλαδίτικα σπίτια, σχεδόν αυτοφυή στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, με τόσα χρόνια ζωής όσα περίπου και η σύγχρονη Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετά το 1834.

Κι όμως, όσο κι αν διαφαίνεται μια τάση τα Αναφιώτικα να αντιμετωπίζονται πλέον ως ένα γραφικό απομεινάρι του παρελθόντος και να αποσιωπώνται όλες εκείνες οι εντάσεις που φιλοξένησε ο χώρος κατά το παρελθόν, η συσχέτιση της «μικρής ιστορίας» των Αναφιώτικων με τα μεγάλα θέματα του σύγχρονου αστικού χώρου, που διατρέχει τη μελέτη της Ρωξάνης Καυταντζόγλου σ' όλη την εξέλιξή της, δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη, όπως θα δούμε και σε άλλα σημεία του κειμένου, να στοχαστεί από πολλές απόψεις την αθηναϊκή μεγαλούπολη, την αναμέτρησή της με το δέος των αρχαίων ερειπίων, την καταγωγή και ερμηνεία των εσωτερικών της αστικών τοπίων, την οργάνωση και διαχείριση του χώρου σε σχέση με τις ανθρώπινες κοινότητες που του δίνουν υπόσταση, περιεχόμενο και ιστορία.

Η Ρ. Καυταντζόγλου με την ειδικότητα της κοινωνικής ανθρωπολόγου εστιάζει, όπως είναι φυσικό, στην κοινότητα που βρίσκεται πίσω από την ίδρυση αυτού του μικρού οικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα.

Οι Αναφιώτες δεν είναι παρά ένα τμήμα από εσωτερικούς μετανάστες της εποχής που έρχονται από την υπόλοιπη Ελλάδα και επανδρώνουν τον πληθυσμό της νεοσύστατης Αθήνας. Πρώτο τους μέλημα η αναζήτηση ενός χώρου μόνιμης εγκατάστασης μέσα στην πόλη.

Αρχικά, στη δεκαετία του 1860, εγκαθίστανται στο προάστιο (τα σημερινά Εξάρχεια - Νεάπολη). Το αυξανόμενο κόστος των ενοικίων όμως τους ωθεί να αναζητήσουν άλλο χώρο κατοικίας, τον οποίο βρίσκουν στη ΒΑ πλαγιά του βράχου της Ακρόπολης. Σύντομα τους ακολουθούν και άλλοι συμπατριώτες τους, με αποτέλεσμα στα τέλη του 19ου αιώνα να γεννηθούν τα Αναφιώτικα.



Συνοικίες-χωριά



Η καταγωγή (Ανάφη) αλλά και η σχετική κοινωνική ομοιογένεια (οικοδόμοι) τους ενώνουν σε μια κοινότητα με έντονη την τοπική ταυτότητα, η οποία εκφράζεται και στον χώρο. Ως εδώ τα Αναφιώτικα δεν είναι παρά μια περίπτωση ανάμεσα σε πολλά άλλα ανάλογα μορφώματα του αστικού χώρου - μια ιστορία πολύ παλιά αλλά και πολύ σύγχρονη. Ο τόπος καταγωγής και η κοινωνική ομοιογένεια συσπειρώνουν τους μετανάστες που συρρέουν στις πόλεις σε ορισμένους τόπους με έντονη τοπική ταυτότητα, στις νησίδες καταγωγής που σαν κηλίδες επικάθηνται στον αστικό χώρο. Αλλες φορές διαλύονται και αφομοιώνονται μέσα στη γενικευμένη αστική ανάπτυξη των πόλεων, άλλες φορές μετατοπίζονται ή ξεριζώνονται βίαια ή απλώς αλλάζουν ταυτότητα. Μάλιστα, όπως παρατηρεί σε κάποιο σημείο η συγγραφέας, «σε έναν κόσμο όπου οι φραγμοί στην μετακίνηση, την ανταλλαγή και την επικοινωνία μειώνονται συνεχώς, η συγκρότηση εν-τοπισμένων ταυτοτήτων αντί να φθίνει, δείχνει να αυξάνεται». Και συνεχίζει:

«Μ' όλο το ξερίζωμα, το ξεσπίτωμα (...) μ' όλες τις καταστροφές των οικείων τοπίων και τη δημιουργία νέων (...) η αίσθηση του τόπου μοιάζει έστω σκοτεινή και γεμάτη εντάσεις, να μην έχει διόλου αποδυναμωθεί στο σύγχρονο κόσμο (...) κανείς δεν ζει στον κόσμο γενικά. Ολοι, ακόμη και οι εξόριστοι, οι πλάνητες, οι άνθρωποι της διασποράς ή οι διαρκώς μετακινούμενοι, ζουν σε ένα πεπερασμένο και κλειστό κομμάτι του - τον εδώ κόσμο» (Ρ. Κ., απόσπασμα Geertz, 1996).

Η Ρ. Καυταντζόγλου αποδεικνύει εμπεριστατωμένα και παράλληλα συναρπαστικά τον τρόπο με τον οποίο οι Αναφιώτες καταλαμβάνουν τον χώρο και τον μετατρέπουν σε μια νησίδα καταγωγής μέσα στην πόλη. Ενδεικτικά: η οικειοποίηση του ιερού βράχου της Ακρόπολης που ανάγει στο ανάλογο τοπίο της Ανάφης, η μεταφορά της προσαρμόσιμης στον βράχο ελάχιστης κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, η οικειοποίηση της προϋπάρχουσας εκκλησίας (ο Αγιος Συμεών των Αναφαίων) ή των προϊστορικών σπηλαίων του βράχου (καταφύγια πολέμου), με τον σχεδόν φυσικό τρόπο των παλιών παραδόσεων να επικάθηνται η μία πάνω στην άλλη (πριν από τον 19ο αιώνα και τη θεσμοθέτηση της αρχαιολογίας).

«Η επιλογή της τοποθεσίας εγκατάστασης των μαστόρων αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα ανάγνωσης ενός νέου τόπου εγκατάστασης. Το βλέμμα του μετανάστη, προκειμένου να το καταστήσει οικείο και δικό του, διαβάζει ένα ανοίκειο και αχαρτογράφητο τοπίο μέσα από οικείες αναπαραστάσεις, επενδύει τον καινούργιο τρόπο εγκατάστασής του με εικόνες, αντικείμενα και σύμβολα της νησιώτικης πατρίδας. Οπως υποστηρίζει ο Halbwachs (1950), υπάρχουν τόσοι τρόποι αναπαράστασης του χώρου όσες και ομάδες» (Ρ. Κ.).

Οι αφηγήσεις των κατοίκων είναι ενδεικτικές αυτής της ποικιλίας των αναπαραστάσεων: «... ο πατέρας μου αγόρασε αυτό το σπίτι το 1918 (...) το αγόρασε γιατί του θύμιζε η Αθήνα... η Αθήνα όλη του θύμιζε σα θάλασσα, υπήρχε από παληότερα, κάποιος Αναφιώτης καθόταν εδώ, λοιπόν έκατσε ο πατέρας στο παράθυρο και του φάνηκε σα ν' αρμένιζε και είπε αυτό το σπίτι θα το αγοράσω...».

Η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και πολύ αργότερα είναι γεμάτη τέτοιες συνοικίες-«χωριά» και ο αστικός δημόσιος χώρος της πόλης έχει μικρή ιστορία για να αντισταθμίσει τις έντονες τοπικότητες του χώρου, περιορίζεται μόλις σε ορισμένους κεντρικούς δρόμους (Πανεπιστημίου, Σταδίου, Ερμού...) και πλατείες (Σύνταγμα, Ομόνοια) και σε λίγα ακόμη δημόσια κτίρια. Από την ιδιαιτερότητα αυτή κατάγεται άλλωστε και όλη η ηθογραφία της αυλής και του δρόμου που συναντάται στη λογοτεχνία αυτής της εποχής (Παπαδιαμάντης, Χρηστομάνος κ.ά.), καθώς και η τεράστια επιρροή στη διαμόρφωση της μοντέρνας νεοελληνικής αρχιτεκτονικής γύρω από το ιδίωμα της ιθαγένειας του ελληνικού τοπίου και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σε αντιστάθμισμα της επίσημης και «ξενόφερτης» νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Αναφιώτικα δεν βρίσκουν μόνο πολέμιους αλλά και σοβαρούς υπέρμαχους, όπως τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη ή τον πολεοδόμο Κ. Μπίρη.



Ανορθόδοξη παράβαση



Τα Αναφιώτικα όμως έχουν μία επιπλέον ισχυρή ιδιαιτερότητα, είναι φορτισμένα και από μια άλλη άποψη. Από τη φύση και τη θέση τους - ένας αυθαίρετος οικισμός στους πρόποδες της Ακρόπολης - αποτελούν εξαρχής μια ανορθόδοξη παράβαση. Πρόκειται για την καταπάτηση και βεβήλωση του πιο σημαντικού μνημείου της κλασικής αρχαιότητας, ενός τόπου που αποτελεί αρχέτυπο από παλιά για την ανάγνωση της αρχαιότητας από τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Γύρω επίσης από το μνημείο της Ακρόπολης και τον ευρύτερο χώρο (ήδη από το 1834 υπό αρχαιολογική προστασία) αρθρώνεται ο λόγος για την εθνική ταυτότητα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αναζητείται η συνέχεια αυτής της ταυτότητας στην κλασική αρχαιότητα. Αλλωστε εκείνη την πρώτη εποχή «στα μνημεία, το νεοελληνικό κράτος βρήκε τα μόνα έτοιμα εθνικά σύμβολα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει» (Ρ. Κ., απόσπασμα Σκοπετέα, 1988). Με σημείο αναφοράς αυτό το μνημείο σχεδιάζεται η νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ας θυμηθούμε τα πρώτα σχέδια της πόλεως των Αθηνών και τις χαράξεις του νεοκλασικού τριγώνου με αφετηρία και κατάληξη την οπτική ανάδειξη του ιερού βράχου. Σταδιακά αποκαθαίρεται ο χώρος από τις εποχές που προηγήθηκαν, μεσολάβησαν και σκιάζουν την ιδεατή συνέχεια, και «η απάλειψη του κοινωνικού από το μνημειακό χώρο» αποτελεί έκτοτε μια διαρκή, σταθερή επιλογή. «Ηδη από το 1832, το υπόμνημα των Κλεάνθη και Schaubert προβλέπει παρεμβάσεις στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης - η γειτνίαση των αρχαιοτήτων με τις φτωχικές καλύβες και τα σύγχρονα κτίσματα συσκοτίζει και παρενοχλεί» (Ρ. Κ.). Γύρω από το μνημείο της Ακρόπολης από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και σ' όλον τον 20ό αιώνα (και γιατί όχι και σήμερα με το εκτεταμένο πρόγραμμα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας), αρθρώνεται ο ηγεμονικός λόγος εκείνων που συλλαμβάνουν, αναπαριστούν και σχεδιάζουν τον χώρο της Αθήνας. Η συγγραφέας μάλιστα αποδεικνύει τη στενή συνάφεια διαχείρισης και οργάνωσης του χώρου με τους μηχανισμούς εξουσίας, όπου τονίζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος των εθνικών λογίων (αρχαιολόγων, ιστοριογράφων, λογοτεχνών), στους οποίους συγκαταλέγονται και οι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι.

Ο λόγος αυτός έχει τις αντιφάσεις, τις αμφισημίες και τις αδράνειές του, βρίσκεται επίσης αντιμέτωπος, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντοτε, με μια σφύζουσα αστική κοινωνική πραγματικότητα και τα ιδεολογικά της αντισώματα, που έχουν το μερίδιό τους στη διαμόρφωση του χώρου. Μια τέτοια πραγματικότητα είναι και τα Αναφιώτικα. Στην αρχή γίνονται ανεκτά από την αδράνεια των μηχανισμών. Στη συνέχεια γεννιούνται οι αντιθέσεις: το τοπικό και το μνημειακό / το εθνικό και το κοινωνικό. Ακολουθούν οι απαλλοτριώσεις και το καθεστώς της διαρκούς εκκρεμότητας... Είναι σαφής η υπεροχή του ηγεμονικού λόγου (το μνημειακό, το εθνικό) επάνω στον τοπικό - κοινωνικό λόγο, που επιπλέον δεν έχει την ανάλογης βαρύτητας πρόσβαση στους μηχανισμούς και συχνά αποσιωπάται.

Η μελέτη χρειάζεται να αναιρέσει τις βεβαιότητες που προέρχονται και από τις δύο πλευρές. Χρειάζεται να ενεργοποιήσει μέσα από την εκτεταμένη επιτόπια έρευνα και τις αφηγήσεις τον αποσιωπημένο λόγο των κατοίκων, με όλες τις απώλειες του παρελθόντος χρόνου (η κοινότητα πια σήμερα φθίνει!), να τον ανασύρει και, χωρίς να τον ωραιοποιεί, να τον τοποθετήσει σε μια στάση διαλόγου και συνύπαρξης και όχι υποταγής ή αντίθεσης αποκλειστικά απέναντι στο αντίπαλο δέος - την Ακρόπολη.

«Η εναλλακτική τοπολογία που αναδύεται μέσα από τις αφηγήσεις των κατοίκων των Αναφιώτικων αποδυναμώνει και τελικά απονοηματοδοτεί τα όρια που επιβάλλει η ηγεμονική αντίληψη του χώρου και του χρόνου: το τοπικό κυριαρχεί επί του εθνικού και το (τότε) παρόν των πρώτων κατοίκων επί της αρχαιότητας. Στη θέση του αδειασμένου χώρου προστασίας του μνημείου εγκαθίσταται ο βιωμένος κοινωνικός χώρος» επισημαίνει η συγγραφέας.

Η ανθρωπολογική προσέγγιση της Ρ. Καυταντζόγλου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και από μια άλλη σκοπιά. Με αφετηρία τα Αναφιώτικα και την αποκρυπτογράφηση όλου του υλικού της επιτόπιας έρευνας, η συγγραφέας ερμηνεύει τον χώρο όχι σαν ένα ουδέτερο και άδειο δοχείο αλλά σαν έναν ζωντανό κοινωνικό ιστό, ένα παλίμψηστο σημασιών, συμβόλων, αναπαραστάσεων και κατ' επέκτασιν χρήσεων και λειτουργιών.

Η αναμέτρηση της μελέτης με εκείνες τις προσεγγίσεις που στέκονται στο επίπεδο της «γραφικότητας» ή, στην καλύτερη περίπτωση, εμμένουν στο «κέλυφος» εξαίροντας τα Αναφιώτικα ως δείγμα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, «που επικεντρώνονται σε έναν τόπο ως εάν να μην δημιουργήθηκε και να μην κατοικείται από ανθρώπους», μπορεί να βρει ευεργετική εφαρμογή σήμερα σε ποικίλα παραδείγματα διαχείρισης των μνημειακών τοπίων και αστικών αναπλάσεων του ελληνικού χώρου, που καταστρέφουν άκοπα και ανιστόρητα τις ανθρώπινες και άλλες «διαστρωματώσεις» της αστικής μνήμης, στο όνομα κάποιων σκηνογραφικών επιλογών, με ιδεολογικό και όχι μόνο πρόσχημα...



Φωτεινή Μαργαρίτη (αρχιτέκτων)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 15-09-2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η αντιμετώπιση του οικισμού των Αναφιώτικων, από τα τέλη του 19ου αι. και κατά τη διάρκεια του 20ού, εξαιτίας της θέσης του στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο γύρω από την Ακρόπολη, αναδεικνύει τη συνάντηση, με άνισους όρους, του τοπικού με το εθνικό, του κοινωνικού με το μνημειακό, καθώς και του λαϊκού πολιτισμού και της εντοπισμένης ταυτότητας (αίσθηση του τοπικού) με την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, προπαντός, όμως, μαρτυρά μια σχέση διαρκούς πειθάρχησης και ελέγχου του χώρου και των ανθρώπων ως προϋπόθεση για την προσπάθεια διατήρησης ενός εθνικού πολιτισμού, καθώς και για την προστασία του αρχαιολογικού, μνημειακού παρελθόντος. Η ιστορία του οικισμού καταδεικνύει ότι η παραγωγή του τόπου (locality), ως διάσταση της κοινωνικής ζωής, ως συναισθηματική δομή και ως «υλικό» διαθέσιμο για την κατασκευή συλλογικών ταυτοτήτων, αντιστρατεύεται την τάξη και τα προτάγματα του έθνους-κράτους. Οι μνήμες και οι δεσμοί των τοπικών υποκειμένων με το χώρο συγκρούονται με τις ανάγκες του έθνους - κράτους για την επιβολή ελέγχου της δημόσιας ζωής. Αποδυναμωμένη πολιτικά και κοινωνικά, η κοινότητα των Αναφιώτικων, επιστρατεύει ως μέσον άμυνας τις «τοπικές ιστορίες», οι οποίες παραπέμπουν σε εναλλακτικές -της «επίσημης» ηγεμονικής ιστορίας- ερμηνείες και χρήσεις του χώρου της. Πρόκειται για ερμηνείες που νομιμοποιούν την παρουσία των κατοίκων στο συγκεκριμένο τόπο. Ειδικότερα, οι μνήμες που ανακαλούν και οι ερμηνευτικές αφηγήσεις τις οποίες πλέκουν οι Αναφιώτες, υποστηρίζουν τις διεκδικήσεις τους στο παρόν και το μέλλον.

Τα παραπάνω αναλυτικά ζητήματα συγκροτούν ορισμένους από τους κεντρικούς άξονες της προβληματικής που αναπτύσσει η κοινωνική ανθρωπολόγος Ρ. Καυταντζόγλου, στο βιβλίο της «Στη Σκιά του Ιερού Βράχου: Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα».

Το βιβλίο πραγματεύεται τις πολιτικές παραμέτρους του τόπου (και του τοπίου) και συνιστά μια πρωτοπόρα ερευνητική και ερμηνευτική προσπάθεια, στο βαθμό που εξετάζει τις ιθαγενείς εννοιολογήσεις (αντιλήψεις) του χώρου και τους τρόπους βίωσής του, φωτίζοντας έτσι το πώς οι άνθρωποι δημιουργούν μια αίσθηση του ανήκειν. Η συγγραφέας συνδυάζει τα δεδομένα της έρευνάς της με μία ερμηνευτική προσέγγιση που της επιτρέπει να παράγει μια συνθετική ανάλυση ορισμένων σημαντικών ζητημάτων, όπως της αναπαράστασης του τόπου/ τοπικού, της κατασκευής του παρελθόντος, της πολιτικής της γνώσης και της συγκρότησης χωρικών και κοινωνικών ταυτοτήτων. Στην προσπάθειά της αυτή αντλεί από τις πρόσφατες αναλυτικές κατευθύνσεις των πολιτισμικών σπουδών, της πολιτισμικής γεωγραφίας και της ανθρωπολογίας. Πρόκειται για κατευθύνσεις που έχουν συμβάλλει στην απεμπλοκή των εννοιών «ταυτότητα» και «πολιτισμός» από εκείνη του χώρου, στην αναγνώριση του χώρου ως κοινωνικό προϊόν που επενδύεται με πολλαπλές και διαφορετικές σημασίες, οι οποίες μάλιστα αποτελούν αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης, καθώς και στην αναθεώρηση του τρόπου προσέγγισης της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και ανάμεσα στη χωρική και την πολιτισμική ταυτότητα.

Αναγνωρίζοντας ότι ο χώρος λειτουργεί ως πεδίο άσκησης της ηγεμονίας, αλλά και ως πέπλο που αποκρύπτει τις πιέσεις της εξουσίας, η Καυταντζόγλου ανιχνεύει την πολιτική αυτή διάσταση εστιάζοντας στη σχέση του τόπου με την αφήγηση, την οποία προσεγγίζει από τη σκοπιά μιας ποιητικής της γεωγραφίας -εξετάζοντας, δηλαδή, τις μεταφορές και τις αφηγηματικές στρατηγικές τις οποίες χρησιμοποιούν τα υποκείμενα για να μιλήσουν για το χώρο. Η προβληματική της συγγραφέως συνάδει με την αναγνώριση των πολλαπλών λόγων και δράσεων (τοπικών και εθνικών), των σχέσεων εξουσίας, καθώς και της κατασκευής και διαπραγμάτευσης των ορίων που ενέχονται στην εννοιολόγηση του χώρου. Συνάρτηση αυτής της αναγνώρισης είναι η κριτική αναθεώρηση της κυρίαρχης στο παρελθόν τάσης να προκρίνονται οι απόψεις των υποκειμένων εκείνων που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας.

Τα θεωρητικά και επιστημολογικά προβλήματα που απορρέουν από την προώθηση του ενός έναντι του άλλου είδους ιστορικής ερμηνείας έχει σχολιάσει από τη μεριά των ανθρωπολόγων ο Herzfeld (1987), ο οποίος διακρίνει ανάμεσα σε δύο είδη ιστορίας -την ιστορία που παράγεται από τα έθνη, τα κράτη και τις κυρίαρχες τάξεις, και τη λαϊκή ιστορία. Για τις λαϊκές ιστορίες ο Herzfeld υποστηρίζει ότι τείνουν να είναι ασύνδετες και κατακερματισμένες με πολλαπλές διεκδικητικές εκδοχές, ενώ επίσης θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων ή κοινωνικών συνόλων. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι λαϊκές ιστορίες -λόγω του ότι αμφισβητούν την κυρίαρχη εκδοχή της ιστορίας- συνήθως αγνοούνταν ή απορρίπτονταν ως «μη-έγκυρες» από τους επιστημόνες. Ωστόσο, στο πλαίσιο της κριτικής μεταδομιστικής προσέγγισης της ανθρωπολογικής θεώρησης, έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι οι κοινωνικές κατασκευές είναι σημαντικές αναλυτικά, όσον αφορά το τι αναπαριστούν ή αποκλείουν, καθώς και ως προς την προτίμηση την οποία αποδίδουν σε ένα σώμα γνώσης έναντι ενός άλλου. Οπως καταδεικνύει και η Καυταντζόγλου, τα πεδία της γνώσης που αποκαλύπτονται στις κοινωνικές κατασκευές του παρελθόντος υπεισέρχονται στις αρένες των πολιτικών συγκρούσεων. Με άλλα λόγια, η πολιτική της γνώσης, η οποία εκφράζεται μέσα από διάφορες μορφές οικειοποίησης, ερμηνείας και αποκλεισμού, συνιστά κεντρικό άξονα των σχέσεων εξουσίας. Βάσει της παραπάνω προβληματικής, η συγγραφέας δίνει προτεραιότητα στις μορφές της τοπικής γνώσης και στις εντοπισμένες (localized) μορφές έκφρασής της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή της ανθρωπολόγου, να καταγράψει και να γνωστοποιήσει τον περιθωριοποιημένο και προφορικό λόγο μιας αριθμητικά μικρής και αποδυναμωμένης πολιτικά ομάδας, συνιστά πολιτική πράξη, η οποία νοηματοδοτεί, στην αντίληψη της ίδιας, την εθνογραφική της πρακτική. Πρόκειται ουσιαστικά για μία συνειδητή ιδεολογική και επιστημολογική επιλογή, η οποία είναι καθοριστική, όχι μόνο για το έργο της, αλλά και τον προσδιορισμό της ταυτότητας της ίδιας της ανθρωπολόγου.

Στο έργο της Καυταντζόγλου ο αναγνώστης παρακολουθεί το πώς, στα εθνικά κράτη, η ιστορία και η κληρονομιά αποτελούν την πηγή συγκρότησης κυρίαρχων αφηγήσεων που συχνά υπερτονίζουν τη σταθερότητα, τις ρίζες, τα όρια και την αίσθηση του ανήκειν. Ταυτόχρονα, κατανοεί πώς το εγχείρημα της παραγωγής τόπων/ τοπίων από τα ίδια τα τοπικά υποκείμενα συγκρούεται με τα προτάγματα του έθνους-κράτους. Ωστόσο, αντιπαραθέτοντας τον ηγεμονικό λόγο, μέσω του οποίου κρατικοί φορείς, αρχιτέκτονες, αρχαιολόγοι, πολεοδόμοι και λόγιοι αναπαριστούν τα Αναφιώτικα -χαράσσοντας φυσικά και συμβολικά όρια στο πλαίσιο της διαφύλαξης του εθνικού (μνημειακού) χώρου-, στον «αντι-ηγεμονικό» λόγο των ίδιων των κατοίκων του οικισμού, η συγγραφέας διακρίνει ορισμένα κοινά μεταξύ τους στοιχεία σε αξιακό και συμβολικό επίπεδο. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο λόγους που εμπεριέχουν αντιφάσεις, αμφισημίες και ασυνέχειες, οι οποίοι όμως συνυπάρχουν και συνομιλούν, με εξαιρετικά άνισους όρους.

Το βιβλίο της Καυταντζόγλου, παρ' ότι πραγματεύεται ζητήματα ιδεολογικά και σημασιολογικά πολύπλοκα, τα οποία ανάγονται σε ένα σύνθετο ιστορικό γίγνεσθαι, έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και καλύπτει ποικίλα επιστημονικά ενδιαφέροντα, τα οποία αφορούν την τοπική και πολιτισμική ταυτότητα, την κοινωνική μνήμη, την κληρονομιά και την ανθρωπολογία του χώρου. Επιπλέον, η συγγραφέας συστηματοποιεί την επεξεργασία εννοιών, όπως του χώρου, του τόπου και της κοινωνικής μνήμης, αξιοποιώντας αναλυτικές κατηγορίες προερχόμενες από επιστημονικούς κλάδους συγγενείς της ανθρωπολογίας. Παράλληλα, οι σύγχρονοι προβληματισμοί που κατευθύνουν τη μεθοδολογική και αναλυτική της προσέγγιση ενθαρρύνουν τον αναγνώστη να συλλογιστεί πάνω σε ζητήματα σχετικά με την πολιτική διάσταση της εθνογραφικής πρακτικής και με την παραγωγή της εθνογραφικής γνώσης.



ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΑΛΑΝΗ-ΜΟΥΤΑΦΗ (επίκουρη καθηγήτρια)

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/09/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!