Της καλής εμπορίας

Μυθιστόρημα
79222
Εκδόσεις: Ιστός
Σελίδες:221
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1999
ISBN:9789603200840


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ




Ετών 33 ο συγγραφέας, 37 ο ήρωας του μυθιστορήματος, και οι δύο Κύπριοι που έζησαν στην Αμμόχωστο τα παιδικά τους χρόνια, όσα δηλαδή πρόλαβαν ως το καλοκαίρι του 1974. Αμφότεροι φοιτητές της Αγγλικής Σχολής Αθηνών, με σπουδές Νομικής στο Λονδίνο. Εδώ κάπου τελειώνουν οι παράλληλοι δρόμοι τους. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ανατρέπονται και οι προσδοκίες του αναγνώστη, αυτές που ο συγγραφέας καλλιέργησε με δολιότητα, συνθέτοντας τα παρά το κείμενο συνοδευτικά στοιχεία, στα οποία τόση σημασία αποδίδουν οι ξένοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας.

Η ποιητική υφή του τίτλου, το εξώφυλλο που παραπέμπει στον ρομαντισμό της δεκαετίας του '60, όπως αυτός άνθησε στα λαϊκά περιοδικά της εποχής, η ποικιλία των τυπογραφικών στοιχείων που δείχνει ότι και η ηλεκτρονική τυπογραφία αφήνει περιθώρια μαστοριάς, ακόμη το μότο της πρώτης σελίδας που ανακατώνει Λίλιαν Χέλμαν μετά θυμόσοφων ρήσεων, όλα αυτά προετοιμάζουν για ένα συναισθηματικό μυθιστόρημα λόγιας εκζήτησης και ταυτόχρονα σεβαστικό προς την παράδοση.

Ωστόσο, σε μια προσεκτικότερη εξέταση, το ίδιο το εξώφυλλο αποκαλύπτει την ανατρεπτική τάση του βιβλίου. Αντί για τα τάλαντα της καλής εμπορίας, που υπονοεί ο τίτλος, ήτοι νόμισμα μεγάλης αξίας, εικονίζεται το παλαιό εκείνο τρύπιο δεκάλεπτο. Επίσης στο οπισθόφυλλο αναγράφονται δύο φράσεις· η πρώτη νεύει στην κυπριακή τραγωδία, ενώ η δεύτερη υπερχειλίζει ελευθεριότητας. Οι δύο πόλοι, ανάμεσα στους οποίους ταλαντεύεται ο Κ. Καντούνας, μετά ευελιξίας, αναμφιβόλως μετά περισσής ευθυμίας.

Από μια άποψη, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοσμοπολίτικο. Πάντως, σε καμία περίπτωση, κυπροκεντρικό. Η ιστορία της Κύπρου στα μεταπολεμικά χρόνια, από τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Αγγλων που ξεκίνησε την άνοιξη του 1955 ως την προ εικοσιπενταετίας καρικατούρα πραξικοπήματος, στέκεται μεν καθοριστική για τον βίο του ήρωα και των γεννητόρων του, όμως η οπτική πόρρω απέχει από την παγιωμένη της εθνικής τραγωδίας. Η αφήγηση δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, όπως αναμειγνύει και ιστορικά πρόσωπα με αρετές αλλά και αδυναμίες χαρακτήρος. Σύμφωνα με την εκτεταμένη διακωμώδηση που αποπειράται το μυθιστόρημα, η ανηθικότητα, η ρεμούλα και το ρουσφέτι ανθούν στη Μεγαλόνησο στην ίδια έκταση που ευδοκιμούν και στην Ελλάδα.

Κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα, μια και ο ήρωας ζει σε πολλούς διαφορετικούς τόπους. Από την Αμμόχωστο και τη Λευκωσία στην Αθήνα, αλλά και στον Αϊ-Γιάννη Πηλίου και στον Πύργο Ηλείας. Επίσης στη Ζυρίχη, στο Λονδίνο, στην Ουάσιγκτον και στη μακρινή Βενεζουέλα. Με ενδιάμεσο την Τεχεράνη, καθόσον ο έφηβος αποκτά πατριό έναν πέρση διανοούμενο, σύμβουλο του Σάχη λίγο πριν από την ανατροπή του και την επικράτηση του Χομεϊνί. Καθόλου απίθανη ιδέα, αφού ευκατάστατοι Κύπριοι και Πέρσες συναπαντιούνται και ερωτεύονται στη Ζυρίχη, όπου και συρρέουν μαζί με τις αποταμιεύσεις τους.

Και προφανώς, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στο αλλοτινό αριστοκρατικό κέντρο της Αθήνας, το Κολωνάκι, γίνεται εκτενής και αρκούντως περιπαικτική αναφορά στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την ένδοξο περίοδο της ανόδου του ΠαΣοΚ που συνέπεσε και με τον θάνατο της τέως βασίλισσας Φρειδερίκης. Ο συγγραφέας κυρίως ειρωνεύεται τα ενοχικά συμπλέγματα των Ελλήνων απέναντι στους Κύπριους, που για δεκαετίες αντιμετωπίζονται ως δεινοπαθούντες και χρήζοντες βοηθείας. Τελικά, μάλλον ήρθε ο καιρός για τη μυθιστορηματική εκμετάλλευση και αυτού του θέματος.

Το γεγονός ότι ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας της ιστορίας κάνει αναδρομή, ενήλικος πλέον, στα περιπετειώδη χρόνια της εφηβείας του, θα συμφωνούσε με ένα μυθιστόρημα διάπλασης (Bildungsroman). Και πράγματι, ο συγγραφέας δοκιμάζει, και ως έναν βαθμό το κατορθώνει, να συνθέσει την παρωδία ενός μυθιστορήματος της εφηβείας. Το δηκτικό, ενίοτε μαύρο, χιούμορ του αφηγητή φαίνεται να παρακολουθεί ομότροπες διηγήσεις ελλαδιτών συγγραφέων, ομηλίκων του Κ. Καντούνα. Ωστόσο, παρ' όλο που η ερωτική πράξη απασχολεί σταθερά και τον κύπριο ήρωα, μάλιστα μέχρι εμμονής, ο συγγραφέας παρακάμπτει με πνευματώδη σχόλια τις πορνογραφικές περιγραφές, οι οποίες κατά κανόνα ελκύουν τους νεότερους Ελλαδίτες. Επίσης, στην ψυχογραφία του ήρωά του αποφεύγει την εύκολη διέξοδο των φροϋδικών αναλύσεων.

Ένα πλήθος προσώπων παρελαύνει στο μυθιστόρημα, άλλοτε ως καρικατούρες και άλλοτε ως χαρακτηριστικοί τύποι. Ενώ σωρεία συμβάντων, πότε ευτράπελων και πότε απίθανων, επιστρατεύονται. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου η διήγηση με τον υπερβολικό χαρακτήρα των συμπτώσεων και το ακραίο των συμπεριφορών διασκεδάζει, προχωρώντας όμως υπάρχει κάποια επαναληπτικότητα. Κατά τη γνώμη μας, υπολείπεται, όταν οι επί μέρους ιστορίες φτάνουν στα όρια του γκροτέσκο.

Στρωτή η αφήγηση, με πιθανό αδύνατο σημείο τον ένθετο πλάγιο λόγο, ο οποίος μεταφέρει κουβέντες τρίτων, παραμένει σκωπτική χωρίς να γίνεται χοντροκομμένη. Παραδόξως για Κύπριο, επί μακρόν ενδημούντα στο Λονδίνο, απουσιάζουν οι αγγλισμοί αλλά και το κυπριώτικο ιδιόλεκτο, ωστόσο παραμένουν ορισμένες γλωσσικές αδεξιότητες. Ως δραστικό μέσο ειρωνείας, ο συγγραφέας αλέθει καθαρευουσιάνικες εκφράσεις και χρησιμοποιεί εν εκτάσει τον υπερθετικό βαθμό των επιθέτων κάποτε και μέχρι κατάχρησης.

Η ιστορία αναδεικνύει επαρκώς τον ανερμάτιστο χαρακτήρα του αφηγητή, ώστε η κατάληξη του μυθιστορήματος να μην εκπλήσσει. Η οικονομική άνεση που του εξασφαλίζουν οι πάσης φύσεως συγγενείς, όπως και η απουσία κάθε είδους περιορισμού, φτιάχνουν τον ιδανικό τύπο που θα αποφασίσει να κερδίσει τα προς το ζην «με τα τάλαντα της καλής εμπορίας». Ας μην καταστρέψουμε την έκπληξη του αίσιου τέλους, που ο συγγραφέας έχει προετοιμάσει ήδη με τον τίτλο του βιβλίου του, αποκαλύπτοντας ποία η καλή εμπορία και σε ποία ευδαίμονα χώρα της σημερινής Ευρώπης την ασκεί ο ήρωας του μυθιστορήματος Αλέξανδρος Γιωργής.

Ο Κ. Καντούνας δανείζεται για τίτλο στίχο που ανήκει σε έναν από τους σημαντικότερους ζώντες κύπριους ποιητές, αν και λόγω ιδιοσυγκρασίας αφανούς, του Θεοδόση Νικολάου, που τυχαίνει και αυτός από την Αμμόχωστο. Ο στίχος είναι από το ποίημα «Το σπίτι» που τυπώθηκε το 1993 στη Λευκωσία, γράφτηκε όμως στη Λάρνακα. «... Ή μήπως μας υπολείπονται ακόμα μερικά σκαλοπάτια / Στην ουράνιο κλίμακα ως ότου φτάσουμε στο πλατύ σκαλοπάτι / όπου θ' αποθέσουμε τα τάλαντα της καλής εμπορίας;». Έτσι νοεί ο Θ. Νικολάου «την καλή εμπορία», προτού έρθει ο νεότερος κυνικός ανατροπέας.



Μάρη Θεοδοσοπούλου

ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-07-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!