Χοιρινό με λάχανο

Νουβέλες
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 10.20
7.14
Τιμή Πρωτοπορίας
+
219150
Συγγραφέας: Καβανόζης, Κώστας
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:132
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2004
ISBN:9789600424652
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Δεν έπρεπε να χει μείνει νηστικός, χοιρινό με λάχανο η μάνα του δε μαγείρευε κάθε μέρα. Το μύριζε συνέχεια μετά, ήταν παντού μετά η μυρωδιά και πώς να της ξεφύγει.
Σαν τις αναμνήσεις παντού, σαν ένα κομμένο δαχτυλάκι, Τούλα, φυλαγμένο απ το χρόνο στη φορμόλη, το ξέρεις καλά και σε ξέρει κι αυτό, και θα το ανάψεις, κερί στο μανουάλι θα το μπήξεις, να καίει και να στάζει για πάντα.
Όπως ο ουρανός σου να στάζει, γιαγιά, ο βρόμικος, ο πηχτός, κοίτα, τα λιωμένα βατράχια τον πλημμύρισαν, άκου, τα λιωμένα βατράχια κοάζουν, είναι ώρα πια το αγόρι να πάρει πίσω απ το Μαμουλίκο τα κλεμμένα του μάτια, είναι ώρα σαν κοπριά να τα χύσει πάνω στη Ρόιδω, στη Ρόιδω, του Νικόλα τη μάνα, στη Ρόιδω τη χοντρή...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ως φαίνεται, του πρωτοεμφανιζόμενου K. Καβανόζη του αρέσουν τα δύσκολα. Για κάθε συγγραφέα, πόσο μάλλον για έναν πρωτάρη, το πλάσιμο των ηρώων συνιστά δοκιμασία. Ακόμη και αν τους σχεδιάζει καθημερινούς, ας πούμε, φυσιολογικούς ανθρώπους. Ο Καβανόζης ωστόσο για τις τρεις συστεγαζόμενες νουβέλες του επιλέγει ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, και δη προϊούσης, από νουβέλα σε νουβέλα, νοσηρότητας. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση ενός ψυχωτικού ατόμου αποπειράται, ποικίλλοντας την αφηγηματική τεχνική, την ανασύσταση του λόγου του. Εκ πρώτης όψεως, παρακινδυνευμένο εγχείρημα. Αν όμως αναλογιστούμε την καλή υποδοχή που επιφυλάχθηκε σε βιβλία με ήρωες διαταραγμένης προσωπικότητας, ιδίως την ελάχιστη αμφισβήτηση εκ μέρους των όποιων ειδημόνων, θα πρέπει να καταλήξουμε πως η φωνή της τρέλας πιθανώς και να αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια αυθαιρεσίας ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει το πλεονέκτημα του εντυπωσιασμού. Ας ελπίσουμε μόνο τα ψυχολογικά μυθιστορήματα να μην τυγχάνουν της ίδιας υπόληψης ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία τους με τις μυθιστορηματικές βιογραφίες και τα ιστορικά μυθιστορήματα που φαίνεται πως έχουν πλέον αναβαθμιστεί στο επίπεδο εγκυρότητας του δοκιμιακού λόγου.

Ο Καβανόζης προτάσσει την ομότιτλη με το βιβλίο νουβέλα, που είναι και η συντομότερη, με ήρωα έναν φαινομενικά υγιή τας φρένας τριαντάρη. Αν και οι αρρώστιες της ψυχής μπορεί και να υποβόσκουν όταν πρόκειται για έναν άγαμο, χωρίς σταθερή δουλειά, στον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας. Συνταξιούχοι οι γονείς, μια αδελφή παντρεμένη ενώ στα λοιπά συγγενικά πρόσωπα προεξάρχει ένας πρώτος εξάδελφος με επιτυχείς σπουδές ως το προς μίμηση πρότυπο. Σε έναν από τους συνήθεις καβγάδες, η υπερπροστατευτική μητέρα λογοφέρνει με τον γιο της και ο πατέρας παρεμβάλλεται για να δώσει βαρύτητα στον γονικό λόγο. H συζήτηση όμως του ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι και υποκύπτει στο μοιραίο. Πέντε χρόνια αργότερα, και ενώ μητέρα και γιος εξακολουθούν να συμβιώνουν, η απροθυμία του γιου να δώσει χείρα βοηθείας στο νοικοκυριό προκαλεί ένα σύνηθες οικιακό ατύχημα, με επακόλουθο τον θάνατο της μητέρας. Ολα συμβαίνουν στην κουζίνα, προνομιούχο τόπο συγκέντρωσης της οικογένειας, γι αυτό και σε αμφότερους τους θανάτους δεινοπαθεί μέχρι ολικού ξεχαρβαλώματος μια καρέκλα της κουζίνας.

Ο συγγραφέας βρήκε έναν προσφυή τρόπο για να αφηγηθεί την ιστορία του, ενσωματώνοντας τις κουβέντες και τις σκέψεις των ηρώων του στον μακροπερίοδο λόγο του αφηγητή. Με αυτή την τεχνική αναδεικνύεται το ψυχολογικό μπλοκάρισμα του γιου, καθώς αγωνιά πώς θα επιδιορθωθεί η καρέκλα και μαζί στενοχωριέται που δεν πρόλαβε, λόγω του θανάτου του πατέρα του, να αποτελειώσει το αγαπημένο του φαγητό, χοιρινό με λάχανο, αποφεύγοντας να σκεφθεί την πατρική απώλεια. Μόνο με τον δεύτερο θάνατο, της μητέρας του, οι ενοχές βρίσκουν ψυχοσωματική διέξοδο σε έναν εμετό, όντας ο ίδιος σίγουρος πως «ξερνά» το προ πενταετίας φαγητό, που είχε πλέον σαπίσει. H νουβέλα δείχνει τον καφκικό μικρόκοσμο των ενδοοικογενειακών σχέσεων, διαγράφοντας τις νευρωτικές απολήξεις τους.

Στις δύο επόμενες νουβέλες οι κεντρικοί ήρωες έχουν οριστικά ξεφύγει από τα φυσιολογικά όρια. Στα Κουρέματα η αφηγηματική τεχνική μένει η ίδια, προστίθεται όμως ένα κάποιο σασπένς, καθώς η ιστορία ανοίγει με ένα πτώμα σε δημόσιο πάρκο και δευτερώνει με ένα άλλο, κρεμασμένο από τον πολυέλαιο της εκκλησίας του Αγίου Λουκά. Κατά μοιραία σύμπτωση η ηρωίδα, η Τούλα η κομμώτρια, εμπλέκεται και με τους δύο αποθανόντες. Μετά την απώλεια του συντρόφου της που κρεμάστηκε, βυθίζεται στον φαντασιωσικό κόσμο της. Μάλλον συμβάλλουν και κάποιες υποχρεωτικές εκτρώσεις. Για παιδί έχει τη σκύλα της και για παρέα τον νεκρό, ακριβέστερα το μικρό του δάχτυλο, συντηρημένο σε βαζάκι. Τον αναζητεί όμως και στους άγνωστους άνδρες του πάρκου, τους οποίους μετά τη συνεύρεση κουρεύει με μοναδική τρυφερότητα. Αυτή η νουβέλα διασώζεται χάρη στον περιπαικτικό, σχεδόν χλευαστικό, τόνο του αφηγητή, που διεκτραγωδεί τα συμβάντα και τις κινήσεις της σαλεμένης Τούλας. Ηρωίδα που θυμίζει, τουλάχιστον ως ψυχοπαθολογική περίπτωση, τη Μαρίτσα των σκυλιών του Σωτήρη Δημητρίου, ιδίως προς το τέλος με τον αρσενικό περίγυρο να την εμπαίζει.

Αλαλία τιτλοφορείται η τρίτη νουβέλα στην οποία κυριαρχεί η αδιάκοπη ομιλία ενός προσώπου, που παραστέκεται σε μια κατάκοιτη και βουβή γιαγιά. Ετσι τουλάχιστον την προσφωνεί στον μονόλογό του ο επισκέπτης της, που αρχικά παρουσιάζεται ως φίλη του γιου της. Τελικά όμως αποκαλύπτεται πως πρόκειται για έναν παράξενο παρενδυσία, που ξεκινά με δολιότητα και περιστροφές σαν να αφηγείται ένα κανιβαλικό και κοπρολάγνο παραμύθι, άλλοτε από τη θέση ενός κοντορεβιθούλη και άλλοτε ταυτιζόμενος με βατράχια, γατιά και όλα τα αδύναμα πλάσματα που βασάνιζε κάποτε ο γιος της γιαγιάς. Ο ειρμός του λόγου του τον φέρνει στην τραυματική γι αυτόν περιοχή και τότε εκδηλώνει τον θυμό του, αποκαλύπτοντας πως ήρθε να εκδικηθεί για τον βιασμό που υπέστη σε παιδική ηλικία και στον οποίον εκείνη στάθηκε συνεργός του γιου της. Ο συγγραφέας φαίνεται να μην έχει καταλήξει αν θέλει τον ήρωά του ψυχρό τιμωρό που διαπράττει προμελετημένα εγκλήματα ή ένα ψυχικά διχασμένο άτομο. Παραμυθικά στοιχεία, συμβολισμοί και αλληγορίες κερδίζουν το ενδιαφέρον, ωστόσο από ένα σημείο και ύστερα η αφήγηση γίνεται καθ υπερβολήν λογοκρατούμενη και εξαντλείται σε μια μάλλον εντυπωσιοθηρική αθυροστομία. Ας μην απλοποιούμε τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής.



MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-06-2004






ΚΡΙΤΙΚΗ



Τι σχέση μπορεί να έχει ένας αψίθυμος και κατόπιν απαρηγόρητος γιος με μια αλλόφρονα κομμώτρια που αφαιρούσε μαζί με τις περιττές τρίχες και τα μικρά δάχτυλα των άψυχων εραστών της; Και επίσης πώς σχετίζεται μαζί τους ένας εκπορνευόμενος τραβεστί που δολοφονεί μια άλαλη κατάκοιτη από ετεροχρονισμένη υπερφόρτωση της μνήμης του; Καμία συγγένεια δεν υφίσταται μεταξύ αυτών των άκρως διαφορετικών χαρακτήρων, πέραν του ότι και οι τρεις συγκροτούν το θίασο που ανεβάζει ο Κώστας Καβανόζης (Κομοτηνή, 1967) στη μυθοπλαστική σκηνή της παρθενικής του εμφάνισης. Το πρώτο του βιβλίο συνθέτουν τρεις νουβέλες με αποκλίνουσες θεματικές και συγκινησιακές αυξομειώσεις. Συνδετικοί αρμοί των κειμένων προβάλλουν η ασθματική γραφή, η σταθερή υπονόμευση του δραματικού εκτροχιασμού και η νωχελική εκτύλιξη και συγκρότηση της πλοκής, η οποία εμπλουτίζεται διαρκώς και μέχρι το τέλος με αιφνίδιες αποκαλύψεις. Η βραδυφλεγής εκδίπλωση των ιστοριών, μέσα όμως από το λόγο ενός λαχανιασμένου, βιαστικού αφηγητή, σε συνδυασμό με την υπόγεια, καλά ελεγχόμενη θυμηδία συνιστούν τις χαρακτηριστικότερες αρετές αυτού του νέου πεζογράφου.



Παιγνιώδεις τρόποι



Αν και ο Καβανόζης παρουσιάζει τρία πρόσωπα αντιθετικά ως προς την ιδιοσυγκρασία τους, το σκηνικό της ζωής τους και πρωτίστως την εστία της δυσπραγίας τους, η τεχνική που ακολουθεί για τη σκιαγράφησή τους αποδεικνύεται κοινή. Με έντονο αφηγηματικό ρυθμό και ανεπιτήδευτες, μακροπερίοδες φράσεις κυκλώνει το θέμα του πολύπλευρα αλλά πάντα από απόσταση, για να το αγγίξει μόλις την τελευταία στιγμή. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται όταν τα πρόσωπα παίρνουν απρόσμενα το λόγο, ενώ συχνά η γραφή θερμαίνεται από εμβόλιμες αποστροφές στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού. Οι πρωταγωνιστές πιάνουν τη διήγησή τους κάπου από τη μέση, επιστρέφουν σε σημαδιακά επεισόδια που εδρεύουν στο εγγύς ή απώτερο παρελθόν, επιμένουν με υπαινικτικούς νυγμούς σε κρίσιμα σημεία, καθοριστικά για την έκβαση των γεγονότων και επιχειρούν παντοιοτρόπως να αποπροσανατολίσουν και να παγιδεύσουν τον αναγνώστη, ώστε ο τελευταίος να παρακολουθεί με αμείωτη αγωνία (και σε σύγχυση) την ιστορία τους. Εν ολίγοις, ο συγγραφέας εμπλέκει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι αποκρυπτογράφησης, αναμφίβολα ψυχαγωγικό και κυρίως λειτουργικό. Με αυτό το τέχνασμα κατορθώνει, αφ ενός, να ανανεώνει το ενδιαφέρον για τα ιστορούμενα και αφ ετέρου, να περιελίσσει την αφήγηση γύρω από ποικίλες διακλαδώσεις. Το εύρημα της περιπεπλεγμένης ανάπτυξης καθημερινών ή ανοίκειων περιστατικών εφαρμόζεται στο πρώτο κιόλας πεζογράφημα, το ομότιτλο του βιβλίου.

Το εν λόγω κείμενο αποτελεί αναντίρρητα το αρτιότερο της συλλογής και καθώς προηγείται των υπολοίπων προϊδεάζει ευνοϊκά για τη συνέχεια. Παρακάτω θα διαπιστώσουμε κατά πόσο δικαιώνονται οι προσδοκίες που γεννάει αυτή η ερεθιστική αρχή. Στο εναρκτήριο, λοιπόν, αφήγημα ο Καβανόζης υιοθετεί την πλάγια, λοξή οπτική για να αποδώσει μια τετριμμένη οικογενειακή διένεξη με απρόβλεπτη κατάληξη. Το μυθοπλαστικό υλικό είναι απλό έως απλοϊκό. Ενας γιος κατατρύχεται από τύψεις καθιστώντας τον εαυτό του υπαίτιο για τον αδόκητο θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο για να φτάσει σ αυτό το κομβικό σημείο ο συγγραφέας έχει διαθλάσει τις διακυμάνσεις της ιστορίας του και τις συναισθηματικές μετατοπίσεις του πρωταγωνιστή μέσα από τις μεταλλαγές μιας καρέκλας που άλλοτε ξεχαρβαλώνεται, άλλοτε επιδιορθώνεται κι άλλοτε καταρρέει ανεπανόρθωτα. Η επίμαχη καρέκλα και το φαγητό του τίτλου που μένει μισοφαγωμένο, σηματοδοτούν τους εφαπτόμενους άξονες της ιστορίας. Ενα κοινότοπο οικογενειακό δράμα μεταστοιχειώνεται έτσι σε εξαιρετικό συμβάν και, το σημαντικότερο, παύει να είναι τόσο κοινό όσο και δράμα. Διότι τον Καβανόζη δεν τον ενδιαφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Προσηλώνει όλη την προσοχή του στον προσφορότερο τρόπο διήγησης ώστε η τελική αποκάλυψη να έρθει το αργότερο δυνατόν. Και αναμφίβολα διαθέτει σε αφθονία ευρηματικότητα ικανή να κεντρίσει την περιέργεια ακόμα και για μικροεπεισόδια.

Στην επόμενη νουβέλα παρατηρείται μια αισθητή μετακίνηση προς μία πιο περιθωριακή θεματική. Μολονότι και εδώ η χρονική ακολουθία διασαλεύεται εσκεμμένα και τα γεγονότα ανακατώνονται και διασκορπίζονται σε θραύσματα για να συγκολληθούν και συνεπώς να ξεδιαλυθούν την ύστατη στιγμή, το κεντρικό πρόσωπο παρεκκλίνει καταφανώς από τον κανόνα. Πρόκειται για περίπτωση προχωρημένης ψυχοπάθειας, χωρίς αυτό να τραυματίζει την αληθοφάνεια και πειστικότητα των αφηγούμενων. Και η παρούσα αφηγήτρια επιχειρεί να απαγκιστρωθεί από μία οδυνηρή απώλεια, αυτή του αυτόχειρα εραστή της. Μόνον που η προσπάθεια επούλωσης της ψυχικής πληγής οπωσδήποτε ιδιάζει. Η ηρωίδα, αφού στερήσει τον νεκρό από το μικρό δάχτυλο του χεριού, ως απτό τεκμήριο της μοναδικότητάς του (κανείς δεν τον φτάνει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι), αυθυποβάλλεται στην ιδέα της πανταχού παρουσίας του ή της μετενσάρκωσής του σε τυχαίους αγνώστους και ιδίως σε κηπουρούς, όπως υπήρξε ο ίδιος. Το πένθος της μετατρέπεται σε αρρωστημένη εμμονή με το επάγγελμά της, την κομμωτική, καθώς και σε σεξουαλική μανία. Η απροκάλυπτη σκωπτική πρόθεση του συγγραφέα διαφαίνεται από τον τίτλο ακόμα, «Κουρέματα», με διττή αναφορά τόσο στο προφανές, το επάγγελμα της ηρωίδας και παραπλεύρως του εραστή της, όσο και στο νοσηρό, τους ακρωτηριασμούς. Αν επιμένουμε στην πλοκή είναι επειδή στο κείμενο αυτό ο Καβανόζης παράλληλα με την επιδέξια περιπλοκή των γεγονότων μεριμνά ιδιαίτερα για την πρωτοτυπία και τον αιφνιδιασμό της σύλληψης προσχωρώντας σε πιο ασυνήθιστα μοτίβα. Επιτυχές το εγχείρημα στο βαθμό που και το μυθοπλαστικό πρόσωπο συστήνεται ολοκληρωμένα και η αφήγησή του διατηρεί απρόσκοπτη, σωστά ρυθμισμένη ροή.



Το άγχος του πρωτοεμφανιζόμενου



Το ασύνηθες γίνεται εκκεντρικό και τραβηγμένο στο τελευταίο κείμενο. Εκζήτηση τόσο θεματική όσο και υφολογική. Η απέριττη έκφραση δίνει τη θέση της σε μία βαθύτατα ποιητική γλώσσα, που όμως δεν συνάδει ούτε με τη φιγούρα που την εκφέρει ούτε με το περιεχόμενο της φλογερής εκμυστήρευσής της. Μια -κατά τα φαινόμενα- γυναίκα που αποδεικνύεται τραβεστί, επισκέπτεται στο νοσοκομείο μια ηλικιωμένη με την οποία τη συνέδεε κάποτε αδιευκρίνιστη σχέση, ισχυρή ωστόσο και ανθεκτική στη λήθη. Το ανέφικτο της λήθης βρίσκεται στο επίκεντρο της προβληματικής, όπως υπαινίσσεται και το μότο του Νερούδα που προτάσσεται της νουβέλας. Ο μυστηριώδης και πρόδηλα εχθρικός επισκέπτης με αλληγορικές εικόνες που αποτυπώνουν μια κατακλυσμιαία βροχή αναμνήσεων, ζωντανεύει μπροστά στη βουβή ασθενή σκηνές επονείδιστες έως αποτρόπαιες, σκηνές στις οποίες η κλινήρης είχε διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο. Οι ανυποχώρητες μνήμες, το υπερτροφικό μένος του αφηγητή και το ασυγκράτητο, έτοιμο από καιρό για εκδίκηση χέρι του, υφαίνουν ένα γριφώδες μυθοπλαστικό περιβάλλον που συγκροτείται σταδιακά. Ενδιαφέρουσα η αντιδιαστολή μεταξύ του χειμαρρώδους, δηλητηριώδους κατηγορητηρίου και της αλαλίας της κατηγορούμενης. Μόνο που εδώ η σκόπιμη βραδύτητα και η αλλού εύστοχη κρυψίνοια καταντούν σε ορισμένα σημεία κουραστικές και πλαδαρές. Επιπρόσθετα, η αφήγηση βαρύνεται με ανιαρές, μονότονες παλιλλογίες και με παράταιρα λυρικές εκφράσεις για να επιταχυνθεί απότομα στις τελευταίες σελίδες. Τον αναγνώστη περιμένουν αρκετές εκπλήξεις (η παρενδυσία μοιάζει η πιο ανώδυνη από αυτές), τις οποίες δεν μαρτυρούμε περαιτέρω, καθώς σ αυτές ακριβώς βασίζεται η ουσιωδέστερη πρόκληση του κειμένου. Ωστόσο η συσσώρευση ανατροπών, ακόμα κι αν πρόσκαιρα προξενεί ένα δυνατό ξάφνιασμα, αποβαίνει βεβιασμένη και άστοχη. Ο Καβανόζης, από το οικείο σε άγουρους συγγραφείς άγχος να τα πει όλα και διαμιάς, συνωθεί σε ένα μόνο αφήγημα τόσο εκρηκτικά στοιχεία που θα αρκούσαν για να υπερκαλύψουν την επιφάνεια μυθιστορήματος, με συνέπεια να τα ακυρώνει. Γενικότερα διακρίνουμε αμηχανία ως προς το χειρισμό της πολυσχιδούς ιστορίας. Τη διάχυτη ποιητικότητα διαδέχεται σκληρή, ωμή γλώσσα (σαφώς πιο αποτελεσματική και άμεση από την παραβολική έκφραση), τη βραδεία εκτύλιξη ακολουθεί καταιγισμός αποκαλύψεων, το σαρκαστικό μειδίαμα παγώνει σε έναν αγέλαστο, πικρόχολο μορφασμό.

Από τον Καβανόζη αξίζει να κρατήσουμε τη φρέσκια, παιγνιώδη γραφή του που διακριτικά και διστακτικά ανιχνεύει νέους δρόμους προσέγγισης πολυχρησιμοποιημένων μοτίβων, τη συνειδητή απόστασή του από σπαραξικάρδια αλλά και εξίσου πληκτικά κλαψουρίσματα, την αφηγηματική του ευχέρεια που στις ευτυχέστερες στιγμές της καθιστά τον αναγνώστη ανίσχυρο υποχείριό της.



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/09/2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!