Η κίτρινη βροχή

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 13.25
9.28
Τιμή Πρωτοπορίας
+
108998
Συγγραφέας: Γιαμαθάρες, Χούλιο
Εκδόσεις: Σέλας
Σελίδες:165
Μεταφραστής:Παλαιολόγος, Κωνσταντίνος
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1999
ISBN:9780007246083
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η «κίτρινη βροχή» είναι ο μονόλογος του τελευταίου εναπομείναντα κατοίκου ενός εγκαταλειμμένου χωριού στα ισπανικά Πυρηναία μετα τη λήξη του εμφυλίου. Ανάμεσα στην «κίτρινη βροχή» των φύλλων του φθινοπώρου που ταυτίζεται με το πέρασμα του χρόνου και τη μνήμη ή την υπνωτική λευκότητα του χιονιού, η φωνή του αφηγητή, στα πρόθυρα του θανάτου, αναπολεί τους χαμένους κατοίκους του χωριού, αυτούς που το εγκατέλειψαν ή αυτούς που πέθαναν, και μας φένει αντιμέτωπους με τις παρακρούσεις και τις αναλαμπές του μυαλού του, με τη διαταραγμένη αίσθηση της πραγματικότητας, σε ένα χωριουδάκι φάντασμα όπου κυριαρχεί η απόλυτη μοναξιά. [...]




ΚΡΙΤΙΚΗ


Βρισκόμαστε στο 1961. Στα ισπανικά χωριά της οροσειράς των Πυρηναίων, στα σύνορα με τη Γαλλία, τα σπίτια ερημώνουν το ένα μετά το άλλο. Οι χωρικοί είτε καταφεύγουν στις μεγάλες πόλεις είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Σε ένα από αυτά, στο Αϊνιέλιε, ο τελευταίος του κάτοικος αρνείται να πάρει τον δρόμο της φυγής και παραδίδεται σε έναν αργό, επώδυνο θάνατο, αποτέλεσμα της άνισης μάχης του με τη φθορά και την άγρια φύση, καθώς και με τις εξίσου αδυσώπητες μνήμες του. Η κίτρινη βροχή είναι η πυρετώδης εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της ζωής του, χρόνων που τα σημάδεψαν η ερήμωση, η τρέλα, ο θάνατος αλλά και η οργισμένη επιμονή του στη διατήρηση των βωμών και των εστιών.


Η ιστορία ξεκινά την ώρα που μια ομάδα αντρών από κάποια διπλανά χωριά μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο χωριό και βρίσκει τον Αντρές, τον ήρωα και αφηγητή, ημιθανή. Ο μεσήλικος άντρας κείτεται εξουθενωμένος σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα οικήματα του χωριού σε κατάσταση πυρετικού παραληρήματος αλλά και ψυχικής έξαρσης. Ο νους του τρέχει στα χρόνια, στους μήνες και στις ημέρες που πέρασαν, στις οδυνηρές αναχωρήσεις των τελευταίων κατοίκων, στους θανάτους αγαπημένων προσώπων. Μοναδικός του σύντροφος ο πιστός του σκύλος, ύστατος μα και βουβός μάρτυρας της φυσικής αλλά και συμβολικής ερήμωσης του τόπου. Μονάχα φαντάσματα ­τα φαντάσματα της ψυχής του Αντρές­ κατοικούν πια τον χώρο, φαντάσματα που όσο οι ζωντανοί λιγοστεύουν τόσο πυκνώνουν την παρουσία τους: η πολυαγαπημένη του γυναίκα που αυτοχειριάστηκε μη μπορώντας να αντέξει την ερήμωση ­ και κυρίως την εγκατάλειψή τους από τον γιο τους· η μάνα του και ο υπερήφανος πατέρας του, του οποίου η καταφατική στάση απέναντι στον θάνατο απετέλεσε και αποτελεί εσωτερική πυξίδα για τον αφηγητή, ο οποίος και επιλέγει τελικά να θαφτεί πρόωρα δίπλα στους τάφους των δικών του παρά να γεράσει μακριά τους. Ολόγυρά του ο τόπος, τα δέντρα και ο αέρας, οι εναλλαγές των εποχών, μάρτυρες ενός αναλλοίωτου μα τώρα πια εχθρικού κόσμου.


Αυτό που κάνει την Κίτρινη βροχή κείμενο πραγματικά σπαραξικάρδιο, πέρα από το έτσι κι αλλιώς συγκινησιακά φορτισμένο θέμα της, είναι η ταύτιση ανθρώπου και χώρου, ατόμου και κοινότητας, και η άρνηση του αφηγητή να δει τον εαυτό του εκτός αυτής της αλυσίδας. Ο συλλογικός θάνατος ­εν προκειμένω ο θάνατος ενός χωριού­ εγγράφεται πάνω στο σώμα και στη συνείδηση του ήρωα σαν να ήταν ο δικός του, ατομικός και βιολογικός θάνατος. Οι ρωγμές στα σπίτια, τα αγριόχορτα που ρημάζουν τα τοιχώματά τους, είναι ρωγμές και ρήμαγμα της δικής του ψυχής. Η γραφή του Γιαμαθάρες, πυκνή και σφιχτή, σκληρή μα και λυρική και ενίοτε δυσβάσταχτα αληθινή, συνοδεύει τον ημιθανή ήρωα στον τάφο του δίχως να του χαρίζει την παραμικρή αναλαμπή, την ελάχιστη ζεστασιά.


Σε μια ευρύτερη θεώρησή του το κείμενο του Γιαμαθάρες είναι ένας πικρός αποχαιρετισμός μιας ολόκληρης εποχής, μιας εποχής που διατηρήθηκε ίδια και απαράλλαχτη για εκατοντάδες χρόνια και σαρώθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις και το ολοένα διογκούμενο κύμα αστυφιλίας. Είναι ένας χαιρετισμός σε ένα είδος ανθρώπου που εξαφανίζεται, του ανθρώπου που παραμένει προσκολλημένος στη γη και στη φύση, στη μνήμη και στο παρελθόν, του ανθρώπου που ζει και τρέφεται από αυτά, που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από αυτά.


Η κίτρινη βροχή, έργο του 1985, έγινε δεκτό με διθυράμβους στην Ισπανία ενώ ακολούθησε και μια εντυπωσιακή για τον βαθμό δυσκολίας του βιβλίου εμπορική επιτυχία. Κατατοπιστικός ο πρόλογος του κ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τόσο σε ό,τι αφορά τον Χούλιο Γιαμαθάρες όσο και τη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία και πολύ καλή η μετάφρασή του. Από το έργο του Γιαμαθάρες έχει επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη, το μυθιστόρημα Το φεγγάρι των λύκων (εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1991).

Κώστας Κατσουλάρης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 21-01-2001








ΚΡΙΤΙΚΗ



Αυτό ήταν το μέρος μου τις υπόλοιπες μέρες της ζωής μου. Από εκεί τις είδα να περνούν μία μία μπροστά από τα μάτια μου σαν τα σύννεφα. Από εκεί, από το ίδιο μέρος που ο πατέρας μου παρατηρούσε κάποτε το ανηλεές πέρασμα του χρόνου, παραβρέθηκα ατάραχος πλέον, στην τελική αποσύνθεση του χωριού και του σώματός μου και καρτερούσα δίχως θλίψη και δίχως ανυπομονησία τον ερχομό αυτής της νύχτας...».

Αυτό το μικρό δείγμα γραφής νομίζω ότι παρέχει τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε το ύφος που υιοθετεί ο γνωστός Ισπανός συγγραφέας Χούλιο Γιαμαθάρες (γεννημένος το 1955), στο βραχύ μυθιστόρημά του «Η κίτρινη βροχή». Ο τελευταίος, που εκτός από τις λογοτεχνικές του ενασχολήσεις (ποίηση και πεζογραφία), είναι δημοσιογράφος και σεναριογράφος, με το συγκεκριμένο πεζό, προτείνει ένα αρκετά σκοτεινό, με ποιητικές εξάρσεις, κείμενο.

Το βιβλίο αυτό, μέχρι στιγμής το κορυφαίο του Γιαμαθάρες, είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, παραληρηματικός και πένθιμος. Ενα ρέκβιεμ για την ατομική και συλλογική μοίρα των κατοίκων της περιφερειακής, βόρειας Ισπανίας, οι οποίοι αναγκάστηκαν μεταπολεμικά να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, παραδίδοντάς τα «ανοχύρωτα» στο έλεος της φθοράς.

Η σχέση του Γιαμαθάρες με τη μεγάλη οθόνη προδίδεται από την αναπαραστικότητά του: μπροστά σου αναδύονται με εικαστική δύναμη, καρέ καρέ, εικόνες μιας ανελέητης καταβύθισης στο εσωτερικό του χρόνου, νοουμένου ως μηχανισμού αναπόδραστης απώλειας των πάντων.

Μία πρώτη -και εύκολη άλλωστε- κοινωνιολογική ανάγνωση του έργου δεν ικανοποιεί, διότι υποβαθμίζει τον αληθινό πυρήνα του, πιστεύω. Η πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για την αξία της μνημονικής πρόσδεσης σε παραδοσιακές αξίες, ακόμα και με οριακό τίμημα το θάνατο (ο ήρωας Αντρές παραμένει πίσω και «χωνεύεται» από τα ερείπια), έστω και αν αυτή, εν τέλει, θέλει να λειτουργήσει με τα σημαινόμενά της δευτερογενώς, αφαιμάσσει το κεντρικό δραματουργικό στοιχείο: δηλαδή τον έντονο υπαρξιακό προβληματισμό του Γιαμαθάρες.

Το θεματικό υλικό του βιβλίου είναι αντλημένο από ένα πραγματικό συμβάν: την αληθινή ιστορία του Αϊνέλιε, ενός ορεινού χωριού των Πυρηναίων, στην επαρχία της Ουέσκα, το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1970. Ο συγγραφέας επινοεί έναν ήρωα, τον Αντρές, που αποφασίζει να μείνει με τη γυναίκα του και το σκύλο του στα «μετόπισθεν», ριζωμένος στα πατρώα εδάφη. Η ερήμωση και ερειπίωση είναι το καθημερινό σκηνικό των ηρώων. Τα πάντα γύρω τους καταργούνται αργά και βασανιστικά. Μέσα στην απόλυτη (και γι αυτό απειλητική) σιωπή, όπου ο υλικός κόσμος ηχεί μέσα στη διαδικασία της διάβρωσής του από το χρόνο, οι εσωτερικές προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις ακούγονται σαν μια κενή ηχώ τού τίποτα. Ο Γιαθαμάρες, εν προκειμένω, αναδεικνύεται σε έναν αυθεντικό επίγονο της ισπανικής δραματικής παράδοσης, σε ένα δημιουργό που πατάει με ασφάλεια στον κόσμο του Γκόγια, του Λόρκα, του Μπουνιουέλ και πολλών ακόμα δημιουργών, στην αιματώδη όσο και άυλη σχέση του ατόμου με την πραγματικότητα.



Ενας διχασμός εκ καταγωγής

Ο πεζογράφος αυτός έχει εκ καταγωγής ένα διχασμό, που τον ωθεί να μοιράζεται μεταξύ υπερβατικού και νατουραλιστικού...

Το 1934, ο μεγάλος Λουίς Μπουνιουέλ, έπειτα από τις πρώτες σουρεαλιστικές του ταινίες, γύρισε ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, το «Χούρδες», με εντελώς ρεαλιστικό ύφος (εξωτερικά), σε ένα χωριό των Βάσκων. Η πρωτόγονη όσο και εξωφρενική στον αταβισμό της ζωή των κατοίκων της περιοχής έδωσε τέτοια τροφή στο μεγάλο σχολιαστή της διπλής (καλύτερα πολλαπλής ή και αχανούς) ανθρώπινης προσωπικότητας, ώστε να προτείνει, χωρίς την προσφυγή στα δαιδαλώδη όνειρα, τη «φωτογραφία» των καθημερινών νεταρισμένη, απροκάλυπτη.

Η ίδια η ζωή, θα ισχυριστεί ο Μπουνιουέλ, είναι πιο παρανοϊκή από την πεποιημένη της τέχνης. Αρκεί ο απαραίτητος φακός (του εμπνευσμένου δημιουργού, θα προσθέσουμε εμείς), για να αναδειχθεί ανάγλυφο το αντικείμενο.

Στην «Κίτρινη βροχή», ο Γιαμαθάρες εκκινώντας, όπως είπαμε, από ένα ντοκουμέντο, από μία σαφή εξωτερική κατάσταση, σκιαγραφεί με φωτοσκιάσεις τα αόριστα και ασαφή περιγράμματα του πιο μοιραίου προθάλαμου. Ο Αντρές, αποφασίζοντας να ζήσει με τη γυναίκα του στα πατρικά εδάφη, αντιμέτωπος με τη φύση, ως εκ περιστάσεως αναχωρητής, έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, σε μία σύγκρουση άνευ προηγουμένου: γύρω του οι αλλαγές της φύσης συντελούνται με μία μακάβρια περιοδικότητα. Εντός της ο ίδιος φθείρεται με ρυθμούς εξουθενωτικούς. Παρά τις όποιες, ελάχιστες, αποκλίσεις στη διαδικασία αλλαγής του περιβαλλοντικού σκηνικού, ο ανθρώπινος ανταγωνισμός στο συνολικό παιχνίδι αποδεικνύεται, περίπου γελοία, άνισος. Και μακάβριος, κυρίως.

Ο Αντρές συνειδητοποιεί στο βάθος ότι η «θυσία» του -δηλαδή η χειρονομία του να υπερασπιστεί τον τόπο του, αρνούμενος να φύγει- πρέπει να περάσει μέσα από μία αίσθηση ενός σκότους, μιας «νυχτερινής» εμπειρίας της ζωής όσο διαρκεί αυτή η ακραία χειρονομία.



Η περιπέτεια της Ισπανίας

Το δράμα της οικογένειας του Αντρές συμπυκνώνει την ευρύτερη, θλιβερή περιπέτεια της Ισπανίας την εποχή του μύθου: ο ένας γιος, ο Καμίλο, έχει σκοτωθεί στο μέτωπο, ενώ η αδελφή του, η Σάρα, θα πεθάνει από κάποια ασθένεια στο χωριό. Κοντά στον Αντρές και τη μητέρα του Σαμπίνα, θα παραμείνει το τρίτο παιδί, το μεγαλύτερο (Αντρές και αυτό, διότι κατά τα παραδεδομένα έπρεπε να βαπτιστεί, ως πρωτότοκο, με το όνομα του πατέρα του). Προσωρινά, όμως. Η ερημία του τοπίου και τα άλλα αδιέξοδα θα τον οδηγήσουν στην απόφαση να μεταναστεύσει: κάτι που ο πατέρας δεν θα του συγχωρήσει ποτέ.

Η μοναξιά γίνεται πιο σκληρή. Ενας φίλος κτηνοτρόφος, πρώην υπηρέτης σε αρχοντικό, ο Αντριάν, κυκλοφορεί δίπλα στο ζευγάρι σαν φάντασμα, αμίλητος και εσωστρεφής. Και αυτήν, ακόμα, την πένθιμη παρουσία του ο πρώτος θα τη στερήσει από το ζευγάρι, τελικά: θα αναχωρήσει σαν το νεαρό Αντρές από το Αϊνέλιε ξαφνικά, προς άγνωστη κατεύθυνση. Εχει μιμηθεί όχι μόνο τον Αντρές, αλλά και το συντοπίτη τους Χούλιο, που πήρε των ομματιών του και δραπέτευσε από αυτή τη «φυλακή» ή καλύτερα από αυτόν τον τόπο της επίγειας δοκιμασίας, κατά τον Γιαμαθάρες. Προηγουμένως, ο αδελφός του Γκαμπίν είχε αποδημήσει εις Κύριον, μειώνοντας απελπιστικά τον αριθμό των κατοίκων του χωριού....

Ο Αντρές πεισματικά προσπαθεί να οργανώσει την κλειστή του ζωή, ταυτισμένος με έναν κόσμο που βαθμιαία καταρρέει. Τον συναντάμε στην αρχή της αφήγησης να θυμάται, βήμα προς βήμα, παλιά και νεότερα περιστατικά, που έκτισαν γύρω του τον κλοιό της απομόνωσης. Είναι ένα πτώμα που μιλάει... Ο Γιαμαθάρες έχει, βέβαια, ξεσηκώσει το εύρημα από το σινεμά: ο ήρωας της «Λεωφόρου της δύσεως» είναι ένας... διάσημος νεκρός αφηγητής, ο οποίος στην αρχή της ταινίας, και ενώ επιπλέει άπνους σε μια πισίνα, αρχίζει να μας εξιστορεί...

Ενα από τα πρώτα πράγματα που αναμιμνήσκεται ο Αντρές αφορά το φρικτό τέλος της Σαμπίνα. Ο Γιαμαθάρες δεν ορρωδεί προ ουδενός και περιγράφει με νατουραλιστική ενάργεια τον απαγχονισμό της συντρόφου του ήρωα. Η Σαμπίνα δεν θέλει να γίνει ο τελευταίος μάρτυρας της απόλυτης καταστροφής και αυτοκτονεί πριν από το μοιραία επικείμενο φινάλε του συζύγου της. Ο τελευταίος, σχεδόν με μαζοχιστική διάθεση, φυλάσσει τα ενθυμήματα της γυναίκας του, ακόμα και το σκοινί της κρεμάλας της.

Τώρα, πλέον, βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από εκείνη τη στιγμή του ενταφιασμού του στο περιστασιακό κοιμητήριο του εν γένει σκηνικού. Οι αισθήσεις του καταγράφουν και την τελευταία δόνηση, τον πιο ελαφρύ τριγμό, εσωτερικό και εξωτερικό. Η ύπαρξή του είναι, πλέον, ολοκληρωτικά αφιερωμένη στην καταγραφή των τελευταίων αναλαμπών ενός τόπου που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Η μνήμη μεταβάλλεται σε έναν υλικό μηχανισμό και παράγει ρεαλιστικές εικόνες και πρόσωπα απτά. Οι συνομιλητές του Αντρές από το παρελθόν είναι πολλοί και κάθε τόσο ζωντανεύουν. Η παράνοια έρχεται συνεπίκουρος σ αυτή την εξανάσταση και διαθλά τις καταστάσεις.



Προστατεύοντας τις μνήμες

Ο ήρωας, θεωρώντας τον εαυτό του ένα είδος θεματοφύλακα της θλιβερής κληρονομίας του Αϊνέλιε, προστατεύει τα σεπτά ερείπια και τις μνήμες του σαν ένα απειλητικό φάντασμα. Ενας πρώην κάτοικος του χωριού, ο Αουρέλιο, που επιστρέφει προσωρινά για να μεταφέρει κάποια οικοσκευή από το γκρεμισμένο σπίτι του, διώχνεται από τον οπλισμένο Αντρές. Οι χωρικοί ενός κοντινού τόπου (οι οποίοι μας «ξεναγούν» στο απορφανισμένο Αϊνέλιε στην αρχή της ιστορίας, καθώς ψάχνουν για το πτώμα του Αντρές), μέχρι αυτός ο τελευταίος να απορροφηθεί, κυριολεκτικά, από την τοιχογραφία του βυθιζόμενου τοπίου, τον αντιμετωπίζουν με φόβο και δυσπιστία. Οταν εκείνος κατεβαίνει στο χωριό τους για εφόδια, βλέπουν μπροστά τους μία αλλόκοτη φιγούρα, έναν πρώην άνθρωπο, μία μορφή εξαϋλωμένη.

Οντως, ο Αντρές, παρέα με τις σκιές του, ανήκει σε παρωχημένο χρόνο, τον οποίο συνεχώς ανακαλεί. Το σώμα του, φθίνοντας και υποφέροντας, συμβάλλει σ αυτή τη διαδικασία. Επειτα από ένα δάγκωμα φιδιού στα ερείπια και τη δηλητηρίαση του οργανισμού του, ο Αντρές, παροξυστικά πλέον, διασταυρώνεται με το χθες: η μητέρα του τον επισκέπτεται και φεύγει, η πεθαμένη κόρη του κάθεται δίπλα του, ο σκοτωμένος Καμίλο τον κοιτάζει από διάφορα σημεία του σπιτιού, η Σαμπίνα επίσης. Ο ίδιος νομίζει ότι συμμετέχει στις πιο παράλογες καταστάσεις, προϊόντα ενός μαύρου εφιάλτη.

Η ίαση έρχεται, αλλά οι ρωγμές στους τοίχους σχηματίζονται μπροστά του: και όχι σαν φαντασιώσεις της ηρωίδας του Πολάνσκι στην «Αποστροφή» (ταινία που πρέπει να έχει μελετήσει, επίσης, ο σινεφίλ Γιαμαθάρες). Ο Αντρές δεν θέλει, ούτε μπορεί άλλωστε, να σταματήσει τη φθορά. Το σώμα του εξαντλημένο αρχίζει με τη σειρά του να παρακολουθεί τη σήψη που το περιβάλλει. Λοξοκοιτάζοντας ο Γιαμαθάρες προς εικόνες του Πόε, με άλλες βέβαια προθέσεις, θα παραδώσει το νεκρό Αντρές στο φινάλε βορά σε αναρριχητικά φυτά, που αγκάλιαζαν ήδη τα γκρεμισμένα σπίτια του χωριού.

Αυτό το, κάπως μακάβριο, υλικό χρειαζόταν μία γλώσσα πτητική, ρυθμούς τονισμένους σε μία κόψη, ισορροπίες ανάμεσα στο άμεσο, το ωμό και σε μία εσωτερική μελωδία. Ο Γιαμαθάρες, εν πολλοίς, βρίσκει το στόχο. Ασφαλώς χρειάστηκε να θυμηθεί την ποιητική του καταγωγή και να την εκμεταλλευτεί σ αυτή την αλχημεία, όπου το προφανές ή και το βάναυσο έπρεπε να μεταμορφωθούν σε απαλή θωπεία.

Η μεταφρανκική λογοτεχνία, όπως και άλλες γραμματείες χωρών που πέρασαν από τη δοκιμασία καθεστωτικών ολοκληρωτισμών, προσπαθεί εδώ και μερικά χρόνια να αποδείξει ότι είναι ικανή να υπερβεί τις κληρονομημένες απαιτήσεις μιας γραφής μοντερνικής, αφαιρετικής και παραβολικής. Να αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα ύφος που εξαιτίας της λογοκρισίας είχε προβεί σε διάφορους πειραματισμούς αποφεύγοντας τις καταδηλώσεις. Η «Κίτρινη βροχή» είναι ένα μυθιστόρημα που εκφράζει κάποιες από τις νέες υφολογικές τάσεις.

Ο κ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε άριστες εξετάσεις στο χειρισμό αυτού του δύσκολου κειμένου, από το οποίο δεν λείπουν, δυστυχώς, οι αντιποιητικές στιγμές, οι υψηλοί τόνοι και οι εξωτερικοί χειρισμοί.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!