Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη

Κριτική εθνογραφία της Ελλάδας και της Ευρώπης
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 29.82
17.89
Τιμή Πρωτοπορίας
+
33352
Συγγραφέας: Herzfeld, Michael
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:297
Επιμελητής:Παπαταξιάρχης, Ευθύμιος
Μεταφραστής:Αστρινάκη, Ράνια
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789602211397
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η ανθρωπολογία έδειξε παραδόξως μικρό ενδιαφέρον για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό, παρά το γεγονός ότι αναδύθηκε στην ακμή μιας Ευρώπης που αντλούσε έμπνευση από την ελληνική αρχαιότητα. Αυτή η καινοτόμος και φιλόδοξη εργασία μεταφέρει την εθνογραφική μελέτη της νεοελληνικής κοινωνίας από το περιθώριο στο επίκεντρο της ανθρωπολογικής θεωρίας και δείχνει τα ευρύτερα οφέλη που αποφέρει αυτό το εγχείρημα.
Από τη μια πλευρά, ο Herzfeld αξιοποιεί την πλούσια εθνογραφική εμπειρία του από την Ρόδο και την Κρήτη για να μελετήσει τον ρόλο τον οποίο παίζει το ελληνικό κράτος στη συγκρότηση των καθημερινών αντιλήψεων αλλά και για να προχωρήσει στη διεύρυνση του «δικέφαλου ελληνισμού», αυτής της υβριδικής ταυτότητας που συνθέτει πολιτισμικά τους αντιτιθέμενους πόλους «Ρωμιός» και «Έλληνας», «Ανατολή» και «Δύση». Από την άλλη, χρησιμοποιεί την εθνογραφία της Ελλάδας σαν έναν καθρέφτη για μια εθνογραφία της ίδιας της ανθρωπολογίας: αποκαλύπτει έτσι τους τρόπους με τους οποίους η ανθρωπολογική επιστήμη είναι παγιδευμένη στον ίδιο πολιτικό και κοινωνικό συμβολισμό με τον αντικείμενό της. Η μελέτη του προωθεί τους συγκριτικούς στόχους της ανθρωπολογίας πέρα από τον παραδοσιακό διαχωρισμό του επιστημονικού παρατηρητή από το ιθαγενές αντικείμενο και προσφέρει στον κλάδο μια κριτική πηγή αναστοχασμού που βασίζεται σην εμπειρική εθνογραφία και όχι απλώς σε ιδεολογικά φορτισμένες εικασίες.
Η Ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη αποτελεί έτσι διπλή συμβολή στην ανανέωση των ανθρωπολογικών αντιλήψεων περί εθνογραφίας και στον προβληματισμό γύρω από την νεοελληνική και την ευρωπαϊκή ταυτότητα.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η ενασχόληση του διακεκριμένου καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard Michael Herzfeld με τη νεοελληνική κοινωνία, κουλτούρα και τη συναφή προβληματική της ταυτότητάς τους είχε και έχει διττό χαρακτήρα: αφενός μεν αποτελεί εγχείρημα κατανόησης των νοημάτων και των αξιών που διατρέχουν τη «ζώσα πραγματικότητα» του νεοέλληνα, εγχείρημα που γι αυτόν διατηρεί την αξία του αυτό καθαυτό· και αφετέρου αποτελεί αφετηριακό σημείο για μια αρκετά ρηξικέλευθη θεωρητική προβληματική της ίδιας του της επιστήμης.

Στο υπό κρίση βιβλίο υπάρχουν και οι δύο παραπάνω διαστάσεις και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν ανάμεσά τους ισορροπημένη εσωτερική διασύνδεση. Ο ελληνικός εθνογραφικός πλούτος κατανοείται σε βάθος ως πλούτος «ζωντανών ανθρώπων» ­με τις αντιφάσεις, τις αμφισημίες της δράσης τους και τη συγκεκριμένη ιστορικότητά τους­ και όχι ως αντικείμενο ιδεολογικού εμπλουτισμού ή ως βάση για «θεωρητική γυμναστική».

Η εστίαση στην εθνογραφική λεπτομέρεια ή στο αποτέλεσμα μιας επιτόπιας έρευνας σε μια συγκεκριμένη αγροτική κοινότητα (όπως π.χ. στα χωριά Πεύκο της Ρόδου και Γλέντι της Κρήτης, όπου έζησε ο συγγραφέας του υπό κρίση βιβλίου) ή γενικότερα στις λεπτές πτυχές πολιτισμικών φαινομένων και διαδικασιών εκτός από το ότι σηματοδοτεί σημαντικές μεθοδολογικές διαφορές με τις μακροκοινωνιολογικές προσεγγίσεις, έχει και κάποιο άλλο νόημα. Σημαίνει απόδοση αξίας και σεβασμού στον ίδιο τον συγκεκριμένο ζωντανό άνθρωπο με το δικό του πολιτισμικό και ιστορικό «φορτίο», που, ενώ διατηρεί τη μοναδικότητά του, δεν μπορεί εύκολα να υπαχθεί σε ιεραρχήσεις «ανώτερου» ή «κατώτερου» που μονοπωλούνται κατά τον Herzfeld από ευρωκεντρικές αντιλήψεις («για να ξαναβρεί ο ανθρωπολόγος τις πηγές της κοινωνικής σκέψης μέσα στην ίδια την κοινωνία», όπως λέγει ο ίδιος στον πρόλογο για την ελληνική έκδοση του βιβλίου του).

Η νεότερη Ελλάδα είναι γεγονός ότι έχει μια πολύ μικρή παρουσία στη διεθνή ανθρωπολογική βιβλιογραφία. Αυτό δεν είναι κάτι τυχαίο. Γιατί η νεότερη Ελλάδα, ως χώρα που κυμαίνεται μεταξύ του ευρωπαϊκού πόλου και του μη ευρωπαϊκού πόλου της Ανατολής (ένταση ανάμεσα στα πρότυπα και τις αξίες του Ελληνισμού και τις καθημερινές πρακτικές της βασανισμένης και ανασφαλούς «Ρωμιοσύνης», σύνδεση με το φαινόμενο της δισημίας, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο ίδιος ο συγγραφέας, δηλαδή μ ένα φαινόμενο πολυεπίπεδων πολιτισμικών αντιφάσεων που προέρχονται απ αυτόν τον δισυπόστατο χαρακτήρα της χώρας), ανέκαθεν δυσκόλευε και έφερνε σε αμηχανία τους ανθρωπολόγους που ήθελαν πάντα δεδομένη την οριοθέτηση της «ιερότητας». Η ελληνική κοινωνία είναι το «οικείον» μαζί και το «έτερον», είναι φορέας ετερότητας ­ως κληρονόμος του αρχαιοελληνικού πολιτισμού­ μαζί και μίανσης (κοινωνία που έχει δεχθεί καθοριστικές επιδράσεις από την οθωμανική αυτοκρατορία ή από άλλους κατακτητές και τα αρχικά χαρακτηριστικά της έχουν αλλοιωθεί). Συνεπώς δεν προσφέρεται για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι αναπαραστατικοί μηχανισμοί της «εξωτικοποίησής» της.

Η περίπτωση της νεότερης Ελλάδας και του πολιτισμού της περιπλέκει τα πράγματα. Γιατί ανήκει ταυτόχρονα και στον χώρο του «οικείου» και προκαλεί σύγχυση στις διαχωριστικές γραμμές. Όταν το «προβληματικό» παιδί είναι μέλος και της δικής μας οικογένειας καθίσταται αδύνατον να κατασκευάσουμε ευκρινείς διαχωριστικές γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες η «ετερότητα» ή η προβληματικότητα είναι δήθεν αποκλειστικά συγκεντρωμένες στις άλλες ­τις μακριά από εμάς, «όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα»­ οικογένειες που βρίσκονται από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Μέσα από λεπτές ετυμολογικές και σημειολογικές αναλύσεις αποδεικνύεται ότι κάποια αρνητικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που δήθεν προσιδιάζουν μόνο στον μεσογειακό χώρο (π.χ. το ζήτημα του υπερτονισμού της αξίας της «τιμής») ή μόνο στην ελληνική κουλτούρα (π.χ. τα λεγόμενα φαινόμενα «κατάτμησης», φαινόμενα ιδιοτέλειας και αρνητικού διασπαστικού ατομικισμού) είναι και χαρακτηριστικά, ύστερα από κάποιες μεταλλαγές νοηματικών αποχρώσεων, όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αλίμονο, ξαφνικά οι Ευρωπαίοι του κανόνα και του ορθολογισμού του Διαφωτισμού ανακαλύπτουν την «ετερότητα να μπερδεύεται μέσα στα πόδια τους»! Έτσι ο εξουσιαστικός τους λόγος αποδομείται και οι επιβεβλημένες ιεραρχικές σχέσεις σχετικά με τη θέαση των άλλων πολιτισμών κλονίζονται!

Από την άλλη, το νεοελληνικό κράτος οικοδομήθηκε με βάση δυτικόστροφα πολιτικά και πολιτισμικά πρότυπα. Στη πραγματικότητα όμως εγκαίρως συνειδητοποιήθηκε ότι η τρέχουσα πολιτική και πολιτισμική ζωή παρουσιάζει μια σειρά ασυμβατότητες μ αυτά. Οι επίσημοι φορείς και οι εκπρόσωποι του κράτους και των παραπάνω προτύπων αναγνώρισαν μεν τα στοιχεία της «ετερότητας» (η δισημία και πάλι εμφανίζεται έντονη σε επίπεδο γλωσσικό ­ καθαρεύουσα, δημοτική ­, ηθικοπολιτικό ­ πολίτης με δικαιώματα και υποχρεώσεις, υπήκοος με χαρακτηριστικά «τουρκικότητας» ­, ατομικής συμπεριφοράς ­ δημιουργική «ευρωπαϊκού τύπου» ατομικότητα, χυδαίος ατομικός συμφεροντολογισμός κλπ.), αλλ έσπευσαν να τα καταδικάσουν (το περιθώριο να τα πραγματευθούν επίσημα ήταν πολύ μικρό, γιατί εντοπίστηκαν μέσα στον χώρο της «δικής τους αυλής» και μπορούσαν να δυναμιτίσουν την ενιαία δυτικόστροφη εικόνα τους προς τα έξω). Ακριβώς λοιπόν γιατί αυτά τα «πολιτισμικά ζιζάνια» ενοχλούσαν το σύνολο των πολιτικών και πολιτισμικών κατασκευών που έπρεπε να επιβληθούν, αποτελούσαν για το νεοελληνικό κράτος ό,τι για την επίσημη θεωρία της κοινωνικής ανθρωπολογίας ολόκληρη η περιφερειακή ­ η περιθωριακή σε σχέση με τα κυρίαρχα κέντρα πολιτικής και πολιτισμικής εξουσίας της Ευρώπης ­ Ελλάδα.

Αλλ ακριβώς εκεί στον χώρο του περιθωρίου αναδύεται ένας γνωστικός ­και όχι προς καλλωπισμό­ καθρέφτης. Η περίπτωση της Ελλάδας παίζει τον ρόλο αποτελεσματικού διαγνωστικού μέσου και αποτελεί πρόκληση για μια βαθιά αναστοχαστική λειτουργία της ίδιας της ανθρωπολογίας. Γι αυτό και ο συγγραφέας παραπέμπει στην κριτική σκέψη του ιταλού φιλοσόφου Vico (τέλος 18ου-19ος αιώνας) και εφοδιάζεται με τα πλεονεκτήματά της. Ο Vico δεν πίστεψε στην «αγιότητα» του διαφωτισμού, του ορθολογισμού και του ευρωκεντρικού κρατισμού. Αναζήτησε τις πολιτικές και ιστορικές πηγές των δυτικόστροφων ιδεολογικών κατασκευών και αμφισβήτησε το αμετάβλητο των επιστημονικών οριοθετήσεων σε σχέση με τα πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα.

Οι συνέπειες για την ανανέωση της ανθρωπολογικής θεωρίας αλλά και του προβληματισμού των νεοελληνικών σπουδών είναι πολλαπλές από την προσέγγιση του Herzfeld. Πρώτον, η Ελλάδα, με τα δικά της περιφερειακά και ενδιάμεσα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, γίνεται κέντρο μιας ολόκληρης νέας ανθρωπολογικής προβληματικής που αυξάνει την αυτογνωσία τόσο των κοινωνικών επιστημών όσο και της ίδιας σε σχέση με τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της. Οι νεοελληνικές σπουδές παύουν να αποτελούν ένα πνευματικό τοπίο «αυταρέσκειας», αυτοκαταξίωσης και μιας δήθεν διαχρονικής απολυτότητας. Αντιμετωπίζονται συγκριτικά μέσα σ ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο και έτσι δείχνουν πιο πειστικά τις πραγματικές τους διαστάσεις.

Γι αυτό και η μετάφραση του υπό κρίση βιβλίου μπορεί να χαρακτηρισθεί σημαντικό γεγονός για τη βιβλιογραφία των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Το περιεχόμενό του μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης γύρω από την ταυτότητα της κοινωνίας της και στην προβληματική γύρω από την πνευματική διελκυστίνδα της «αυτοπαρουσίασης» (όπως η χώρα πρέπει να φαίνεται στα μάτια των ευρωπαίων καθοδηγητών) και της αυτογνωσίας της. Και το μεταφραστικό εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Γιατί είχαμε να κάνουμε με λεπτές εννοιολογικές και νοηματικές αποχρώσεις, ορολογία εξειδικευμένη και σχήματα λόγου που έπρεπε να αποδοθούν με ακρίβεια για να κατανοηθούν. Οι σημειολογικές εμβαθύνσεις σε επίπεδο γραπτού λόγου έχουν τις απαιτήσεις τους. Η Ράνια Αστρινάκη εργάστηκε προσεκτικά και το εγχείρημα πέτυχε.

Δεύτερον, η σύνδεση των δύο διαστάσεων, στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω, είναι εσωτερικά ισορροπημένη και παράλληλα δίνει ένα νέο μήνυμα στους κοινωνικούς επιστήμονες. Γιατί; Διότι ο εθνογράφος πρώτα «βιώνει» και μετά διατυπώνει θεωρητικές προτάσεις. Βιώνει έξω από ιεραρχίες, απροκατάληπτα και κάνει θεωρία προσεκτικά σεβόμενος τον ζωντανό καθημερινό άνθρωπο.

Τρίτον, το βιβλίο ως κείμενο είναι υπαινικτικό και εγγράψιμο. Ανοίγει πνευματικά παράθυρα προς πολλές κατευθύνσεις, αν αναλυθεί σε βάθος και με φαντασία (από εθνογραφία και κοινωνιολογία της γνώσης έως μεταθεωρία και δοκιμιακό «στυλ» γραφής). Κατευθυντήρια γραμμή στην όλη πορεία της ανασκευής: αυτό που πολύ σωστά ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης χαρακτηρίζει «μεθοδολογικό εξισωτισμό». Η αυθεντία του εθνογράφου-συγγραφέα αναιρείται και ο τελευταίος παίρνει μια ισότιμη θέση μαζί με τον ίδιο δρώντα ζωντανό άνθρωπο, που παρατηρείται, και του οποίου τη νοηματοδότηση της δράσης καλείται ο προηγούμενος να αποκαλύψει. Αυτή η στάση οδηγεί με τη σειρά της στην απόπειρα αποδόμησης πολλών πτυχών του επίσημου εξουσιαστικού λόγου, που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί όχημα ιδεολογικών «ρητορικών». Η προτεραιότητα δεν δίνεται στην επίσημη ετυμολογία και στην κρατικίστικη εξουσιαστική διάδοση των επίσημων εκδοχών, αλλά στην ίδια την άτυπη καθημερινή ζωή του απλού ανθρώπου που δεν βιώνει το «κράτος», αλλά τη δική του αυθεντική ταυτότητα με τις δικές της ιστορικές διαστάσεις.

Φίλιππος Νικολόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-11-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!