Ο νυχτερινός στο βάθος

Διηγήματα
135388
Συγγραφέας: Γκόζης, Γιώργος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:125
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2002
ISBN:9789602116067


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Ποιά σχέση μπορεί να έχει ο Τσουκάνταλης με τον Μεγάλο Σεισμό και την Κακιά Όχεντρα στο θερμοκήπιο;
Πόσο το κιλό η τσιπούρα;
Ποιά, ένας κλεμμένος γάϊδαρος πουλημένος στο παζάρι της Κάτω Γειτονιάς με κάποιον πεθαμενατζή της οδού Αγγελάκη;





ΚΡΙΤΙΚΗ



Εκπληξη προκαλεί με το πρώτο βιβλίο του ο Γ. Γκόζης διαταράσσοντας ομαδοποιήσεις και εφησυχαστικές κατατάξεις. Γεννηθείς το 1970, πρωτοεμφανίζεται με διήγημα στο περιοδικό «Νέα Πορεία» το 1998, οπότε και εντάσσεται στην ομάδα συγγραφέων που είδαν το φως μέσα στη δικτατορία και έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους, προτού συμπληρώσουν τα 30, κατά τα τέλη του λήξαντος αιώνα. Ωστόσο τα διηγήματά του ουδόλως σχετίζονται με τα πεζά των ομηλίκων του, όπως λ.χ. του Μ. Μιχαηλίδη ή του Θ. Χειμωνά, για να περιοριστούμε στους άρρενες, πόσο μάλλον με της Γ. Ριζιώτη ή της Σ. Νικολαΐδου, και ας είναι συντοπίτης με τη δεύτερη. Ως συγγραφικό ταμπεραμέντο συγγενεύει με ορισμένους πρεσβύτερους θεσσαλονικείς λογοτέχνες, με τους οποίους και μοιράζεται την προσήλωση σε μια γενέθλια πόλη οιστρηλατούσα την αφήγηση.

Πέραν όλων των άλλων χαρακτηριστικών τους, τα διηγήματα του Γ. Γκόζη αντιβαίνουν και στον πεζογραφικό κανόνα των ημερών μας καθώς αποπνέουν εντοπιότητα και δη αναδεικνύουν την ικμάδα των Μικρασιατών της συμπρωτεύουσας, παραμένοντας ωστόσο μακράν του ελληνικού φολκλόρ. Γι' αυτό άλλωστε όταν κατήλθε πέρυσι την άνοιξη στην πρωτεύουσα συμμετέχοντας στον διαγωνισμό διηγήματος της «Ελευθεροτυπίας», έμεινε στους επιλαχόντες, παρά το χαμηλό επίπεδο των διαγωνιζομένων, αν κρίνουμε από τα τρία βραβευμένα, αλλά και από τα δέκα επικρατέστερα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Και πάλι καλά, αφού έκανε την αποκοτιά να υποβάλει διήγημα με τίτλο Ο ντουζλαμάς, ήτοι, επί το ελληνικότερον, χοντροκομμένος πατσάς· ανεξάρτητα αν πρόκειται για διήγημα που δένει αριστουργηματικά περιεχόμενο και μορφή, μια και η αφήγηση προσδίδει τον χαρακτήρα ποδοσφαιρικού αγώνα στο γεύμα δύο φίλων, οι οποίοι, απολαμβάνοντας αχνιστό πατσά, αναθυμούνται τις δόξες της ομάδας τους, του ΠΑΟΚ. Ποδοσφαιρόφιλο διήγημα, όπως ορισμένα πεζά του Δ. Πετσετίδη ή του Β. Τσιαμπούση, συναρπαστικά και για έναν μη φίλαθλο. Μόνο που στο διήγημα του Γ. Γκόζη ο Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Ομιλος Κωνσταντινουπολιτών, με έμβλημα τον δικέφαλο αετό, μεγαλύνεται, αφού για τους δύο «αιολείς» συνομιλητές παίρνει τις ηρωικές διαστάσεις που έχουν γι' αυτούς οι χαμένες πατρίδες. Διήγημα, λοιπόν, όχι μόνο για ποδοσφαιρόφιλους αλλά και για πατριώτες κατέβασε ο Γ. Γκόζης στην Αθήνησι αναμέτρηση, σύμφωνα και με την προτροπή του Τσουκάνταλη που όλο φώναζε «Ελα με την καλή, κουμπάρε», αλλά, δυστυχώς γι' αυτόν, «κουτούλησε» σε τοίχο.

Τσουκάνταλης είναι το όνομα ενός γραφικού τύπου που εμφανίστηκε σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης «μετά τον σεισμό του Ιούνη του '78». Μέσα από το ολιγοσέλιδο διήγημα προβάλλει τόσο ζωντανός, με όλα τα σουσούμια του, ώστε νομίζεις πως κάπου τον έχεις συναντήσει. Ισως και γιατί θυμίζει εκείνον τον λούστρο της Ομόνοιας, το «συφοριασμένο γεροντοχαμίνι», από το διήγημα Τοκ, τοκ-τοκ, τοκ του Σ. Δημητρίου. Με τους παραλληλισμούς που διακινδυνεύουμε δεν ισχυριζόμαστε πως ο Γ. Γκόζης έχει επηρεαστεί από μεγαλύτερούς του συγγραφείς της λεγομένης γενιάς του ιδιωτικού οράματος. Απλώς εντοπίζουμε κάποιες συγγένειες θεματικές, για να δώσουμε το στίγμα αυτού του καινούργιου πεζογραφικού κόσμου. Ενός κόσμου αποκλειστικά ανδρών, μια και στα 11 διηγήματα της συλλογής δεν εμπλέκονται γυναίκες.

Ποδοσφαιρόφιλοι και μηχανόβιοι, πυροτεχνουργοί του Στρατού και εθελοντές, ραδιοπειρατές και αριστεροί ψάλτες, τσαγκάρηδες και ψαράδες, παιδιά και γέροντες, ζώντες κάποτε και ασώματοι, άγγελοι και ταξιάρχες, όλοι αυτοί απορροφημένοι στις καθημερινές ασχολίες τους, γήινες ενίοτε και επουράνιες, αλλά και σε κόντρες λεκτικές ή και άλλες πλέον επικίνδυνες με τροχοφόρα, όπως στο διήγημα Η κόντρα, γραμμένο στον ίδιο έντονα περιγραφικό ρυθμό με τους Μαντάδες του Γ. Σκαμπαρδώνη - μόνο το είδος του τροχοφόρου διαφέρει. Παρά τη σχεδόν εικοσαετία που χωρίζει τους δύο θεσσαλονικείς συγγραφείς, τα διηγήματά τους συγγενεύουν ως προς τη δυναμική αλλά και την παρουσία του υπερφυσικού που κάποτε διαστέλλει απρόσμενα τα ανιστορούμενα. Αν και ο νεότερος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά τις απογειώσεις εκτός ρεαλιστικού πλαισίου, όπου και μία μόνο περιττή ή και ανούσια πρόταση δύναται να αποβεί ολέθρια για την όλη σύλληψη.

Προνομιούχος χώρος η Θεσσαλονίκη ως συμμετέχων περίγυρος. Πλατείες και δρόμοι, γειτονιές και εκκλησίες, άλλοτε κατονομάζονται επακριβώς και άλλοτε μόλις που αναφέρονται, σπρωγμένες στις παρυφές του μύθου. Η αφήγηση προσκολλάται με νοσταλγία στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν των δύο-τριών προηγούμενων δεκαετιών, ειρωνευόμενη τη χυδαιότητα ενός μεταμοντέρνου παρόντος. Ωστόσο το βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου που καθιστά τον Γ. Γκόζη έναν πολλά υποσχόμενο πεζογράφο είναι η σφύζουσα παραστατικότητας αφήγηση. Μακροπερίοδη, φτάνει, σε μια περίπτωση, να καλύψει και ολόκληρο το διήγημα, χωρίς ούτε μια τελεία. Και όμως δεν δημιουργεί ούτε στιγμή την εντύπωση πως νεωτερίζει. Αφήγηση συχνά συμβολική, κάποτε και τελετουργική, όπως στο διήγημα Κατάφωτη η Σύναξις, που περιγράφει θρησκευτική πανήγυρι με τον συγγραφέα έμπλεο κατάνυξης αλλά και ενορατικής αισιοδοξίας. Ούτε κατά το ελάχιστον μακρόσυρτη η διήγηση καθώς σκιρτά ενσωματώνοντας έναν χυμώδη προφορικό λόγο. Πολυσυλλεκτικό, αναμειγνύοντα λέξεις τουρκικής προέλευσης με αρχαιοπρεπείς της εκκλησιαστικής γλώσσας και λησμονημένους γραμματικούς τύπους με λαϊκότροπη σύνταξη. Τελικά μήπως η Θεσσαλονίκη, παρά τις βλαβερές για το εντόπιο λογοτεχνικό κλίμα επιρροές της πρωτεύουσας, μας επιφυλάσσει μία ακόμη έκπληξη νεόκοπου διηγηματογράφου; Ιδωμεν.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 31-03-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Πρωτοδιάβασα κείμενο του Γιώργου Γκόζη το καλοκαίρι του 2001, όταν ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής για τον διαγωνισμό διηγήματος που είχε προκηρύξει τότε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»: επρόκειτο για το διήγημα «Ο ντουζλαμάς» (κι όχι για το ομότιτλο με το βιβλίο, όπως αναφέρεται στο αυτί του εξωφύλλου). Με ενθουσίασε -και έσπευσα να το προτείνω ασμένως προς βράβευσιν...

Η προκειμένη συλλογή περιλαμβάνει 9 διηγήματα, από τα οποία «Ο νυχτερινός στο βάθος» (εκδήλως πρωτόλειο, κατά τη γνώμη μου - γράφτηκε το 1998), «Ο ντουζλαμάς» το 2001, ενώ άπαντα τα υπόλοιπα κατά το σωτήριον έτος 2000 - χρονιά που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως παραγωγική για το νέο συγγραφέα μας.

Τι είναι εκείνο, που διαφοροποιεί τα κείμενα του Γκόζη και προκαλεί την άκρως ευφρόσυνη αποδοχή τους;

Διαθέτουν μια περίεργη αφηγηματική ωριμότητα, που υπηρετείται αρμονικότατα από μια (σχεδόν τελεσίδικη) εκφραστική λιτότητα. Η αρχή και το κλείσιμο των διηγημάτων παραπέμπουν σε έμπειρους διηγηματογράφους.

Η πόλη, η Θεσσαλονίκη, με τους μαχαλάδες της και τους πρόσφυγες (αλλά και τους μεγάλους λεωφορειόδρομους), την βυζαντινίζουσα ονοματοθεσία των οδών της, την ιδιάζουσα ψυχολογία των κατοίκων της, τους αφοπλιστικούς ιδιωματισμούς τους, τα ονόματα και παρονόματά τους, τις ιδιαίτερες γαστριμαργικές προτιμήσεις τους -κυρίως, όμως, αυτό το ήρεμο, γαλήνιο κλίμα της αποδοχής των εγκοσμίων, με εγκαρτέρηση και καλή καρδιά- όλα αυτά (και πολλά άλλα) δημιουργούν ένα αφηγηματικό σύμπαν ζωντανό και οικείο.

Το διήγημα «Η κόντρα» είναι από τα πιο χαρακτηριστικά της συλλογής και αποκαλυπτικό των δυνατοτήτων, αλλά και της μεθοδολογίας του Γκόζη: ένας παθιασμένος μηχανόβιος θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο ενός τροχαίου τον παλιό του αντίπαλο στις κόντρες των μοτοσικλετιστών. Σχεδόν αυτόματα, από το κόκκινο φανάρι του σηματοδότη, θα ξεκινήσουν μια τελευταία κόντρα στην μεγάλη, παραλιακή λεωφόρο.

Η περιγραφή είναι συναρπαστική, καθαρά κινηματογραφική. Η πόλη απλώνεται ως ριπίδιο, και τους παρακολουθεί: πρόκειται για μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου.

Ανιχνεύονται ήδη, εδώ, δύο χαρακτηριστικά της γραφής του Γκόζη:

1. Η λεπτομέρεια και η ακρίβεια της περιγραφής, π.χ. «πλησίασε στο ταμείο, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα τσίλικο, κολλαριστό χαρτονόμισμα από το Επίδομα Θερινής Αδείας...».

2. Η δαψιλής έκθεση τεχνικών χαρακτηριστικών, ακριβώς προς υποστήριξιν της περιγραφής, όπως π.χ., «με οθόνη υγρών κρυστάλλων επί της δεξαμενής καυσίμων προς παροχήν ψηφιακών ενδείξεων για την κατάσταση των δακτυλίων ελαιοστεγανότητας...», ή, «το δίθυρο και δίλιτρο Οπελ Μάντα, μοντέλο '79 με κινητήρα Βάνγκελ...», κ.λπ.

(Επ' ευκαιρία: δεν μάθαμε ποτέ γιατί εξαφανίστηκε ο συγκεκριμένος κινητήρας, ο οποίος υποτίθεται είχε επιλύσει κατά τον καλλίτερο τρόπο το βασικό πρόβλημα της τριβής -όπως δεν μάθαμε, επίσης, γιατί απαξιώθηκαν και εξαφανίστηκαν οι φοβεροί δίχρονοι κινητήρες, πολλώ δε μάλλον τώρα, που η τεχνολογία των turbo φαίνεται να τους απάλλαξε από το άγος του καπνού...)

Ανάλογες δαπιστώσεις είναι εύκολο να γίνουν και στο μνημονευθέν ήδη διήγημα «Ο ντουζλαμάς», όπου μπροστά σε ένα πιάτο χοντροκομμένου πατσά, διά της αναφοράς (και της επιτραπεζίου μεταφοράς) στο μόλις περατωθέν ποδοσφαιρικό ματς, δυο φίλοι στην πραγματικότητα θα ξετυλίξουν την αβάσταχτη μελαγχολία του χειμωνιάτικου απογεύματος της Κυριακής.

Πρέπει να αναφέρω, ακόμη, τα άλλα δύο εξαίρετα διηγήματα της συλλογής: «Η Δόξα στη Διαλογή» -μια τω όντι πλάγια, έμμεση, καθηλωτική περιγραφή ενός θανατηφόρου τροχαίου- και εκείνο που απογειώνει στην πραγματικότητα το βιβλίο με την υπέρβαση του πραγματικού, που επιτυγχάνει. «Κατάφωτη η Σύναξις», είναι ο τίτλος του:

Βρισκόμαστε, τώρα, μεσοκαλόκαιρο στη Σαντορίνη, στις 20 Ιουλίου, και η εκκλησία του Προφήτη Ηλία γιορτάζει κατάφωτη. Κυματίζουν, όπως συνηθίζεται, οι γαλανόλευκες, λουλούδια του καλοκαιριού και δεντρολίβανα είναι σκορπισμένα παντού, ο κοσμάκης προσέρχεται, τρώει, πίνει και πανηγυρίζει. Νυχτώνει. Σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, κι ενώ μέσα στο σκοτάδι «η κατάφωτη σύναξη μοιάζει τριήρης που πλέει υπερχρονικώς πορευομένη», ιδού εξαίφνης η υπερβατική εξέλιξη, διά της γραφίδος του Γκόζη:

«Η εκκλησία τότε λύνει τους κάβους που την δένουν με την προκυμαία, στρέφει στην Ανατολή και έτσι ξαφνικά, όπως μασουλάμε νηπτικώς το κρασί και πίνουμε τη φάβα, ανυποψίαστοι, όλοι μαζί δεμένοι μεταξύ μας κι ας μην κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου, ανάμεσα στο ντόπιο πλήρωμα που φοράει σήμερα, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, τα καλά και καθαρά του ρούχα, ανοιγόμαστε στην ουράνια ράδα όπου και άλλοι Ναοί του Αγίου βρίσκονται εκεί από ώρα...».



ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!