Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός

Όψεις μιας σύνθετης σχέσης 1820-1950
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 22.36
15.65
Τιμή Πρωτοπορίας
+
132386
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:462
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2001
ISBN:9789600345490
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Στο βιβλίο αυτό διερευνώνται δύο κυρίως θέματα. Το πρώτο είναι η σχέση, τόσο η λογοτεχνική όσο και η κοινωνική, του Σολωμού και των σύγχρονών του Επτανησίων ποιητών. Το δεύτερο θέμα είναι αφενός η πρόσληψη του σολωμικού έργου από την επτανησιακή ποίηση και κριτική αμέσως μετά από το θάνατο του Σολωμού και αφετέρου η διαχείριση της σολωμικής πνευματικής κληρονομιάς από τους Επτανήσιους στην συνέχεια, στην εποχή που αρχίζει από το θάνατο του ποιητή κι φτάνει μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Μια έρευνα για τον Σολωμό, το ανεξάντλητο αυτό κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για έρευνα που προϋποθέτει εις βάθος και συστηματική ανάπτυξη, όπως και πρωτοτυπία κριτικής σκέψης. Ο λόγος είναι για το βιβλίο του Ευριπίδη Γαραντούδη «Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1950)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ο Γαραντούδης καταπιάνεται με ένα κομβικό ζήτημα των σολωμικών σπουδών: τους δεσμούς του Σολωμού με τους συγχρόνους του Επτανήσιους ποιητές, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. Δεσμοί οι οποίοι, όπως ο ίδιος σημειώνει προεισαγωγικά, δεν μελετήθηκαν, παρά την τεράστια σημασία τους, πάρα μόνο πρόσφατα - και πάλι όχι όσο θα ήταν απαραίτητο και αναγκαίο. Η σχέση του Σολωμού με τους συμπατριώτες του είναι μια αναμφίβολα ηγεμονική, μα και συνάμα πολύ θερμή και επικοινωνιακή σχέση, που δημιούργησε έναν από τους ισχυρότερους κρίκους στην αλυσίδα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - την Επτανησιακή Σχολή. Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, στοιχείο στο βιβλίο του Γαραντούδη είναι ότι πηγαίνει πέρα από τον ιστορικό χρόνο του Σολωμού και της Επτανησιακής Σχολής, παρακολουθώντας το σολωμικό έργο και την επτανησιακή ποίηση στην πορεία τους τόσο μέσα στον 19ο όσο και μέσα στον 20ό αιώνα (ώς το 1950, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο). Πώς κληρονόμησαν και πώς προέβαλαν εν συνεχεία στην εποχή τους οι Επτανήσιοι τον Σολωμό; Αλλά και πώς προσέλαβαν οι επόμενοι τον ποιητή και τη Σχολή του; Τι κράτησαν, τι παρασιώπησαν και τι διόγκωσαν ή υποτίμησαν από τις παρακαταθήκες τους; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα στα οποία απαντά ο Γαραντούδης, χρησιμοποιώντας πλήθος εξαντλητικά ψαγμένων πηγών. Το βιβλίο είναι αρθρωτό: αποτελείται από πέντε αυτοτελείς αλλά εσωτερικά συναφείς μελέτες, που επανέρχονται πάντα στα δύο κεντρικά θέματα τα οποία απασχολούν τον ερευνητή: την τύχη του Σολωμού και των Επτανησίων στη συγχρονία και τη διαχρονία τους. Ένα καθ όλα ερεθιστικό εγχείρημα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002








ΚΡΙΤΙΚΗ



Εχουμε μπει στον 21ο αιώνα και όμως εξακολουθούμε, σε μεγαλύτερο απ ό,τι θα έπρεπε βαθμό, να βλέπουμε τον 19ο αιώνα μας με τα μάτια των αρχών του 20ού μέσα από το ιστορικοκριτικό πρίσμα που διαμόρφωσε ο μαχόμενος δημοτικισμός. Τα τελευταία χρόνια έχουμε βέβαια αναθεωρήσει αρκετές από τις απόψεις μας για την πεζογραφία, την πριν από το 1880: έχουμε αρχίσει να διαβάζουμε προσεκτικότερα και λιγότερο απροκατάληπτα τα γνωστά έργα και να ανακαλύπτουμε με ευχαρίστηση άλλα που οι ιστορίες της λογοτεχνίας μας αγνοούσαν ή έκριναν ότι έπρεπε να παραμείνουν στη λήθη. Ωστόσο γενικά συνεχίζουμε να προσλαμβάνουμε τη λογοτεχνία των πρώτων 50 χρόνων του ελληνικού κράτους μέσα από τη σχηματοποίηση που της επέβαλε - για λόγους που μπορούμε να κατανοήσουμε για την εποχή του - ο Παλαμάς. Η λογοτεχνία (και η πνευματική ζωή γενικότερα) αυτής της περιόδου, λέει το σχήμα αυτό, μαστίζεται από έναν βαθύ και αγεφύρωτο διχασμό: από τη μια βρίσκεται ο (συντηρητικός) ελλαδικός κόσμος του πνεύματος της καθαρεύουσας (έως και αρχαΐζουσας) και από την άλλη ο (προοδευτικός) επτανησιακός κόσμος του πνεύματος της δημοτικής. Τα στεγανά αυτών των δύο κόσμων θα καταλυθούν όταν θα εμφανιστεί στη λογοτεχνική σκηνή η γενιά του 1880, η οποία θα εισαγάγει και θα επιβάλει στη λογοτεχνία τη δημοτική γλώσσα.

Η επανεξέταση αυτής της εικόνας είναι το σημαντικότερο από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Ευριπίδης Γαραντούδης στο βιβλίο του Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Ηδη ο υπότιτλος του βιβλίου - «Οψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1950)» - που δηλώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι Επτανήσιοι έβλεπαν τον Σολωμό είναι λιγότερο απλός ή δεδομένος απ ό,τι πιστεύεται - προδιαθέτει για τον αναθεωρητικό χαρακτήρα του πονήματος. Το βιβλίο αποτελείται από πέντε κεφάλαια που, παρά την εκ πρώτης όψεως χαλαρή διασύνδεση ορισμένων μεταξύ τους, υπηρετούν με συνέπεια το θέμα του. Το πρώτο κεφάλαιο μελετά τις συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ του Σολωμού και των συγχρόνων του επτανήσιων ποιητών. Στο δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται τρία επιμνημόσυνα ποιήματα για τον Σολωμό (των Πολυλά, Μαρκορά, Βαλαωρίτη), μαρτυρίες της συμβολής των επτανησίων ποιητών στην ποιητική υστεροφημία του Σολωμού. Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται τον ρόλο της πνευματικής παρουσίας του Σολωμού ως παραδείγματος για τους επτανησίους επιγόνους του. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται η πρόσληψη του έργου του Πολυλά από τους συγχρόνους και κυρίως από τους νεότερούς του επτανησίους λογοτέχνες και κριτικούς.

Ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το καθένα από αυτά τα κεφάλαια, το αντικείμενο των οποίων ο συγγραφέας πραγματεύεται με γερή γνώση και κρίση (ο Γαραντούδης αξιοποιεί την πρόσφατη βιβλιογραφία, επανεκτιμά την παλαιότερη, επανεξετάζει θέματα και προσδιορίζει άλλα που δεν είχαν απασχολήσει την κριτική). Θα αναφερθούμε μόνο στο κύριο σημείο της συμβολής του βιβλίου στην καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνίας μας του 19ου αιώνα.

Τα κυριότερα ερωτήματα που η σύνθεση του βιβλίου έθεσε στον συγγραφέα του είναι τα εξής: Είναι σωστό να μιλάμε για ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή και την εν γένει πνευματική δραστηριότητα της Επτανήσου του 19ου αιώνα ως διεπόμενη από το πνεύμα ενός σολωμικής αντιλήψεως δημοτικισμού; Είναι ταυτόσημοι οι όροι «Σολωμική Σχολή» και «Επτανησιακή Σχολή»; Και ακόμη: Υπάρχει Επτανησιακή Σχολή; Ο Γαραντούδης δεν απαντά στο τελευταίο ερώτημα με ένα απλό ναι ή ένα απλό όχι. Με την αναθεώρηση όμως των σπουδαιότερων από τις προϋποθέσεις που στηρίζουν τη διαπίστωση της βασιμότητας του όρου Επτανησιακή Σχολή δείχνει πόσο απλουστευτική είναι η χρησιμοποίησή του και αποκαλύπτει την ανάγκη για μιαν ακριβέστερη απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα.

Ο Γαραντούδης επισημαίνει ότι η πεποίθηση του Παλαμά (1898) ότι «πάντες οι ποιηταί της Σχολής της Επτανήσου κατά το μάλλον ή ήττον αισθάνονται και θεραπεύουν την ποίησιν όπως την ησθάνθη και την εθεράπευσεν ο Σολωμός» δεν είναι σωστή· πρώτον, γιατί δεν είναι λιγότεροι οι επτανήσιοι ποιητές που γράφουν τα ποιήματά τους στην καθαρεύουσα, ή και στην καθαρεύουσα, και, δεύτερον, γιατί εκείνα τα έργα που εκφράζουν τον βαθύτερο χαρακτήρα της ποίησης του Σολωμού (τα έργα της ώριμης περιόδου του) δεν ήταν γνωστά πριν από την έκδοση των Ευρισκομένων του από τον Πολυλά (1859) παρά μόνο σε ελάχιστους φίλους τού στενού του κύκλου. Ετσι είναι ανακριβές να μιλάμε για Σολωμική Σχολή (ο Γαραντούδης προτείνει τη χρήση του όρου «σολωμικός κύκλος»). Πολλώ μάλλον είναι ανακριβές να ταυτίζουμε τη λεγόμενη Σολωμική Σχολή με την Επτανησιακή Σχολή, αναφερόμενοι μάλιστα με τον δεύτερο όρο σε ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή της Επτανήσου· είναι εσφαλμένο όχι μόνο για τους λόγους που αναφέραμε, αλλά και γιατί τα πεζογραφικά, τα θεατρικά και τα δοκιμιακά κείμενα γράφονταν στην καθαρεύουσα.

Επισημαίνοντας ότι τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας των λεγόμενων προσολωμικών δεν διαφέρουν από εκείνα της «φαναριώτικης» λογοτεχνίας, αναφερόμενος στον υψηλό βαθμό αρχαιομάθειας, αλλά και στη μεγάλη απήχηση στον «αθηναϊκό» (τον Ελλαδικό) χώρο εκείνου του μέρους της σολωμικής ποίησης που ήταν γνωστό, ο Γαραντούδης δείχνει ότι οι αποκλίσεις ανάμεσα στους περιγραφόμενους ως δύο κόσμους είναι πολύ μικρότερες απ ό,τι πιστεύεται και πως η βεβαιότητα ότι τους χωρίζει ένα πολιτισμικό χάσμα είναι ασύστατη.

Το βιβλίο του Γαραντούδη είναι η πρώτη συνθετική εργασία που επανεξετάζει ουσιαστικά τη λογοτεχνική φυσιογνωμία των Ιονίων νήσων ως το τέλος της ρομαντικής μας εποχής, υποσημαίνοντας την ανάγκη και για μιαν ανάλογη επανεξέταση της άκρως ομοιογενούς εικόνας που μας έχει παραδοθεί για την ελλαδική λογοτεχνία αυτής της περιόδου. Ανακρίβειες όπως η φράση του Παλαμά: «τη δημοτική γλώσσα ο Αχιλλεύς Παράσχος την εθυμότανε κάποτε» που μας έχει κληροδοτήσει έναν Παράσχο ψυχρό καθαρευουσιάνο (ενώ ο Παράσχος από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 ως το 1880 έχει δημοσιεύσει χιλιάδες στίχους στη δημοτική) μας γεννούν ερωτήματα όπως: είναι η ελλαδική λογοτεχνία αυτής της περιόδου καθ ολοκληρίαν λογοτεχνία της καθαρεύουσας; πόσο εκτεταμένη είναι στην ποίηση η χρήση της δημοτικής; είναι όντως η γενιά του Παλαμά αυτή που εισάγει στην ποίηση τη ζωντανή γλώσσα, ή μήπως η καθιέρωση της δημοτικής είχε αρχίσει πιο πριν;



Νάσος Βαγενάς (καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-07-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η ιστορία της Επτανησιακής Σχολής έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση των νεότερων πολλές φορές και με πολλούς τρόπους. Η σύγκρουση των Επτανησίων, υπό την πνευματική καθοδήγηση του Σολωμού, με τους Αθηναίους ρομαντικούς, τόσο στο επίπεδο της γλώσσας όσο και στο επίπεδο της ποιητικής ιδεολογίας, συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας και εξακολουθεί ευνοήτως να απασχολεί έως και τις ημέρες μας τη φιλολογική έρευνα και την κριτική. Σήμερα, βεβαίως, προκειμένου να μιλήσουμε για τον Σολωμό και τους Επτανήσιους χρειαζόμαστε ριζικά καινούργια εφόδια και πιθανόν κάποια αλλαγή προσανατολισμού. Ξέρουμε καλά πια πως ο ρομαντισμός δεν είναι υπόθεση μόνο των Αθηναίων ποιητών κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετίας 1830 - 1880, όπως και ότι οι καθαρώς γερμανικές του ρίζες ανιχνεύονται στον Σολωμό και τους μαθητές του. Παράλληλα, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε πως και ο πόλεμος για τη δημοτική ή την καθαρεύουσα δεν οδηγεί κατ ανάγκην σε δύο αυστηρά διαχωρισμένα στρατόπεδα, μια και ορισμένοι τουλάχιστον από τους Επτανήσιους, με επικεφαλής τον Πολυλά, δεν υπερασπίστηκαν τη δημοτική έως εσχάτων.



Ενα υπό αμφισβήτηση κληροδότημα



Αυτή είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινείται η ανά χείρας συναγωγή μελετών του Ευριπίδη Γαραντούδη, που χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια: «Το γραμματολογικό ζήτημα: συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ του Σολωμού και των άλλων Επτανησίων», «Το κοινό νόημα της επιμνημόσυνης ποίησης και η κατασκευή της λογοτεχνικής ιστορίας», «Η κρίσιμη στιγμή της ποιητικής διαδοχής ή το άγχος του επιγόνου», «Η πνευματική κληροδοσία του Σολωμού στους "επιγόνους" του» και «Η γλωσσική θεωρία του Πολυλά: συνέχεια και ρήξη της σολωμικής γλωσσικής παράδοσης». Κάθε κεφάλαιο διαθέτει πλήρη αυτονομία και μπορεί να διαβαστεί χωρίς να συσχετιστεί υποχρεωτικά με τα υπόλοιπα, αλλά το κοινό αίτημα που συνδέει και τα πέντε κείμενα είναι φανερό: η εικόνα της Επτανησιακής Σχολής, όπως μας έχει κληροδοτηθεί μέσα από τα παλαιότερα γραμματολογικά σχήματα, θα πρέπει κατά ένα ευρύ μέρος της να τροποποιηθεί, αν θέλουμε να αποκτήσουμε μία ακριβέστερη και καθαρότερη αίσθηση της ιστορικής πραγματικότητας.

Είμαι της γνώμης πως οι πλέον κρίσιμες θέσεις του Γαραντούδη διατυπώνονται στο πρώτο και στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του. Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε τη γένεση και την εξέλιξη του όρου «Επτανησιακή Σχολή»: από την πυκνή αρθρογραφία του Κωστή Παλαμά, που παραμερίζοντας ποικίλες ανομοιότητες και διαφορές «πάτησε» στους Επτανήσιους για να βγάλει τη γενιά του (τη γενιά του 1880) από το παραλυτικό και αδιέξοδο κλίμα του αθηναϊκού ρομαντισμού, ώς τις κατατάξεις και τις κατηγοριοποιήσεις της μεταπολεμικής φιλολογίας, που στεγανοποίησε πέρα για πέρα την επτανησιακή ποιητική ομάδα, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους της και τον απολύτως ετεροβαρή Ανδρέα Κάλβο. Πλησιάζοντας ο Γαραντούδης προς τα χρόνια μας, δείχνει με ποιον τρόπο ο Σολωμός αποσπάστηκε από ένα σημείο και μετά καθ ολοκληρίαν από την επτανησιακή ποίηση, για να μείνει μόνος στην κορυφή της και, το σημαντικότερο, σε θεαματικά μεγάλη απόσταση από τους συγχρόνους ή τους επιγόνους του. Ας σημειώσω εδώ πως η ενιαία εικόνα των Επτανησίων, που μοιάζει ύστερα από μια τέτοια τεθλασμένη πορεία ήδη αρκετά διασαλευμένη, πλήττεται και από μία άλλη πλευρά. Πόσο συμπαγής μπορεί να είναι μία λογοτεχνική σχολή που, όχι μόνο βρίσκεται αίφνης πολύ πίσω από τον ηγέτη της (και με αξιοπαρατήρητες στο μεταξύ αποκλίσεις των μελών της), αλλά και καλείται να στεγάσει μαζί του ποιητές όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Ανδρέας Λασκαράτος, οι οποίοι οδεύουν στους αντίποδες της τέχνης του;



Το ζήτημα της γλώσσας



Και στο ζήτημα της γλώσσας, όμως, όπου οι Επτανήσιοι, όπως το λέγαμε και προεισαγωγικά, έχουν τοποθετηθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης υπέρ της δημοτικής, τα πράγματα δεν ακολουθούν, αν τα κοιτάξουμε προσεκτικά, μία ευθεία και απρόσκοπτη διαδρομή. Ο Γαραντούδης προσφεύγει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του στα παραδείγματα του Ιωάννου Ζαμπελίου και του Ιωάννου Πετριτσοπούλου, αλλά θεμελιώνει γερά τα επιχειρήματά του στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου ο λόγος είναι αποκλειστικά για τον Ιάκωβο Πολυλά: το μεγάλο εκδότη, διερμηνευτή και συνεχιστή (στο πεδίο της μετάφρασης και της κριτικής) του Σολωμού, ο οποίος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της λόγιας προσαρμογής της δημοτικής με το όραμά του για μία υψηλή εθνική γλώσσα, στο εσωτερικό της οποίας θα συναιρούνται αξεδιάλυτα η ποίηση, η πρόζα και το δοκίμιο. Σοβαρά στοιχεία για τις γλωσσικές και τις ποιητικές αντιθέσεις που διαπερνούν ολόκληρο το σώμα της Επτανησιακής Σχολής αντλούνται και από τα τρία ενδιάμεσα κεφάλαια του βιβλίου, που αναφέρονται σε ειδικότερα θέματα, όπως οι διαφορές ανάμεσα στον Πολυλά και τον Μαρκορά, η σφοδρή εναντίωση του Βαλαωρίτη στον Σολωμό ή η άνθηση και το τέλος των ύστερων Επτανησίων και της Κερκυραϊκής Σχολής.

Με στέρεη αναλυτική ικανότητα και εξαντλητική αναδίφηση των πηγών, που οδηγεί γρήγορα και στην κριτική επανανάγνωσή τους, ο Ευριπίδης Γαραντούδης συμβάλλει τα μάλα στην προώθηση των σολωμικών σπουδών, χωρίς να εκλαμβάνει ως αυτονόητες τις κατακτήσεις τους, αλλά και χωρίς να υποτιμά ή να ξεμπερδεύει όπως όπως με τα στερεότυπα της ιστορίας και της προϊστορίας τους. Το βιβλίο του, αντιθέτως, αποτελεί από αυτή την άποψη κι ένα πανόραμα των κριτικών αντιλήψεων, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί εδώ και παραπάνω από ενάμισι αιώνα γύρω από τον Σολωμό και τους ποικιλώνυμους συνοδοιπόρους ή διαδόχους του. Μία σε κάθε περίπτωση σημαντική δουλειά.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/10/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!