Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828 (δεμένο)

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 32.61
22.83
Τιμή Πρωτοπορίας
+
133270
Σελίδες:472
Μεταφραστής:Κουρεμένος, Κώστας
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/2002
ISBN:9789602502273
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση των συνθηκών υπό τις οποίες επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η συγκρότηση σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα κατά την περίοδο του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1828). Από συγκριτική άποψη, το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο σε ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από ελληνικής πλευράς, η εννοιολόγηση του σύγχρονου κράτους ως υποδείγματος πολιτειακής συγκρότησης βασισμένου σε φιλελεύθερους θεσμούς και ιδέες που συνδέονται με τον Διαφωτισμό και τις εμπειρίες της Γαλλικής Επανάστασης και του Αμερικανικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας διακρίνεται ποιοτικά τόσο από τη μορφή που επεδίωξε να προσδώσει στο κράτος ο Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831) όσο και από εκείνη που απέκτησε αυτό κατά την περίοδο της απολυταρχίας του Όθωνα (1833-1843). Από διεθνούς πλευράς, η προσπάθεια συγκρότησης φιλελεύθερου σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα εγγράφεται σαφώς στη λογική ανάλογων εγχειρημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την επαναστατική Γαλλία κατά την κρίσιμη πεντηκονταετία 1770-1820, καθώς και στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία κατά την περίοδο 1810-1820.

Από το εξώφυλλο του βιβλίου








ΚΡΙΤΙΚΗ



Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς σήμερα ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από 30 χρόνια: αφ ενός, να το εντάξει στην επιστημονική συζήτηση της εποχής που γράφτηκε, για να δει πώς απαντούσε στα ερωτήματα που τότε ετίθεντο, τι καινούργιο προσκόμιζε στο θέμα που πραγματεύεται, ποιοι ήταν οι επιστημολογικοί και γνωστικοί περιορισμοί αλλά και οι πολιτικές ευαισθησίες στις οποίες υπάκουε, αφ ετέρου, να δει πώς μπορεί να ενταχθεί στη σημερινή συζήτηση και πόσο «φρέσκο» παραμένει. Το παρόν βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά, αλλά υποβλήθηκε ως διδακτορική διατριβή στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Columbia το 1972, συνιστά μια ευτυχή περίπτωση: διατυπώνει μια προβληματική για τη διερεύνηση της Επανάστασης του 21 που, στα βασικά σημεία της, παραμένει χρήσιμη και λειτουργική, και φωτίζει πλευρές του Αγώνα, κυρίως στα πεδία της πολιτικής και της ιδεολογίας, για τις οποίες η ελληνική ιστοριογραφία δεν έχει να επιδείξει μεγάλο και επαρκές εύρος ερευνών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα πολιτικά αδιέξοδα της τελευταίας τουλάχιστον τριακονταετίας στην Ελλάδα καθιστούσαν ώριμο και επιτακτικό το αίτημα του πολιτικού εκδημοκρατισμού και κοινωνικο-οικονομικού εκσυγχρονισμού. Στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης, επιστήμονες κυρίως από το χώρο της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Επιστήμης προσανατόλισαν τις έρευνές τους στην ιστορική πορεία συγκρότησης και εξέλιξης του ελληνικού κράτους, με στόχο να κατανοήσουν πληρέστερα την προέλευση των δυσλειτουργιών και καθυστερήσεων της νεοελληνικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας επέλεξε να διερευνήσει τις ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις γύρω από τον τύπο των πολιτικών θεσμών του νεοελληνικού κράτους ακριβώς τη στιγμή της γένεσής του, την περίοδο 1821-1828. Το μεθοδολογικό οπλοστάσιό του προερχόταν κυρίως από το χώρο των Πολιτικών Επιστημών, έχοντας ως αφετηρία την ανάλυση του John Petropoulos για την καθοριστική σημασία των πελατειακών σχέσεων στην προεπαναστατική περίοδο, αλλά και το έργο του Κ. Θ. Δημαρά για την ανάπτυξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Ο συγγραφέας αναδεικνύει κατ αρχάς τον πολλαπλό διχασμό του ελληνικού κόσμου στις παραμονές της Επανάστασης. Από τη μια, ήταν οι Ελληνες της κυρίως χώρας (Μοριάς, Ρούμελη, νησιά), προσκολλημένοι στις έντονα παραδοσιακές κοινωνικές δομές και πολιτικές αξίες: τοπικισμός, αποδοχή των θεσμικών διακρίσεων μεταξύ προσώπων, προσωποπαγής δομή εξουσίας, πελατειακές σχέσεις, ανασφάλεια απέναντι στο κεντρικό κράτος. Συγκροτημένες σε αυτό το πλαίσιο, οι τοπικές ελίτ (προεστοί, εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, οπλαρχηγοί, νησιώτες έμποροι) ήταν εξαιρετικά συντηρητικές ιδεολογικά και οι πολιτικοί τους στόχοι εστιάζονταν στην ένταξη στις άρχουσες οθωμανικές τάξεις. Αλλά και τα φτωχά αγροτικά στρώματα, απομονωμένα, εξαρτημένα πελατειακά από τις τοπικές ελίτ, εμφορούμενα από παραδοσιακές νοοτροπίες, δεν είχαν διαμορφωμένη ταξική συνείδηση. Εξάλλου, ο σύγχρονος εθνικισμός δεν είχε διεισδύσει ακόμη στη συνείδηση των εγχωρίων. Από την άλλη, αντιθέτως, οι Ελληνες της «διασποράς» (Κωνσταντινούπολη, Μολδοβλαχία, ευρωπαϊκές παροικίες), Φαναριώτες, έμποροι, διανοούμενοι και σπουδαστές, είχαν έντονα επηρεαστεί από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Εξ αυτών προέρχονταν οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού αλλά και της σύγχρονης εθνικιστικής ιδεολογίας, με κεντρικό αίτημα τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους, που θα βασιζόταν στα σύγχρονα φιλελεύθερα πρότυπα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας εξετάζει τις συγκρούσεις που, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, προκάλεσε η αντίθεση ανάμεσα στις παραδοσιακές εγχώριες ελίτ και τους δυτικοφερμένους εκσυγχρονιστές σε ό,τι αφορά τον τύπο τού υπό συγκρότηση κράτους. Παρ ότι η προοπτική ενός ανεξάρτητου κράτους δεν αποκλειόταν από την κουλτούρα των εγχώριων ελίτ, αυτό που κυρίως ενδιέφερε ήταν η διατήρηση της προηγούμενης κοινωνικοπολιτικής δομής με απλή αντικατάσταση της οθωμανικής εξουσίας από τους ίδιους. Στο εσωτερικό τους βεβαίως παράγονται συγκρούσεις αναφορικά με το ποια τμήματά τους θα κυριαρχούσαν (προεστοί εναντίον οπλαρχηγών). Αντιθέτως, η ομάδα των εκσυγχρονιστών επιχειρεί να εγκαθιδρύσει σειρά φιλελεύθερων θεσμών και να οργανώσει ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος κατά τα σύγχρονα δυτικά πρότυπα. Βασική κοινή τους επιδίωξη ήταν η δημιουργία συγκεντρωτικού, συνταγματικού κράτους με θεσμούς αντιπροσώπευσης, κράτους δικαίου με απρόσωπη γραφειοκρατία και ορθολογική νομοθεσία, κοσμικού κράτους διαχωρισμένου από την Εκκλησία, καθώς και τακτικού στρατού. Ολα τα παραπάνω έρχονταν, λίγο ή πολύ, σε αντίθεση με την πολιτική κουλτούρα, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των παραδοσιακών ελίτ. Εν τέλει, οι εκσυγχρονιστές, παρά το μικρό αριθμό τους και τη, συγκριτικά με τις τοπικές ελίτ, χαμηλή οικονομικοκοινωνική ισχύ τους, θα καταλάβουν καίριες θέσεις στη Διοίκηση και θα βάλουν τα θεσμικά θεμέλια ενός φιλελεύθερου, δυτικού τύπου κράτους.

Ο συγγραφέας αποδίδει την επιτυχία των εκσυγχρονιστών σε μια σειρά παραγόντων: αυξημένη συνοχή της ομάδας τους σε σύγκριση με τις εσωτερικές διαιρέσεις των εγχώριων ελίτ· ρεαλιστική και αποτελεσματική εκμετάλλευση του εγχώριου συστήματος πελατειακών σχέσεων και συμμαχιών για την προώθηση των σκοπών τους· άσκηση πολιτικής προσανατολισμένης στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την πολιτική και οικονομική τους ενίσχυση από αυτές. Τέλος, υπογραμμίζει την αδυναμία των παραδοσιακών ελίτ να συλλάβουν επαρκώς την απειλή που συνιστούσε γι αυτές το πρόγραμμα των εκσυγχρονιστών και να συγκροτήσουν ενιαίο μέτωπο εναντίον τους· περιορίζονταν να υπονομεύουν τα πρόσωπα, αλλά αδιαφορούσαν να πλήξουν την πηγή της εξουσίας τους, δηλαδή τους νεωτερικούς θεσμούς. Η πολιτική αυτή, αποτελεσματική σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. στην προσπάθεια ίδρυσης τακτικού στρατού), δεν κατάφερε να αποτρέψει τη θεσμική συγκρότηση ενός φιλελεύθερου κράτους με δυτικό προσανατολισμό. Η εκ των έσω όμως υπονόμευση των φιλελεύθερων αστικών θεσμών και η έντονη διάστασή τους προς την παραδοσιακή κοινωνία κληροδότησαν στην Ελλάδα χρόνια πολιτική αστάθεια, που χαρακτηρίζει την πρόσφατη ελληνική Ιστορία έως τη Μεταπολίτευση του 1974.

Η προσέγγιση του Ν. Διαμαντούρου, καινοτόμα στην εποχή της, προτείνει ένα πλαίσιο διερεύνησης του επαναστατικού φαινομένου του 1821 που επικεντρώνεται στα εξής στοιχεία: α) Αν και πραγματεύεται σύντομα την ενότητα για τα αίτια της εξέγερσης, διατυπώνει ένα σύνθετο πλαίσιο πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικοκοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων που συνέκλιναν στην επαναστατική συγκυρία, ιδωμένων στο ευρύτερο οθωμανικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι μόνο σε ό,τι θεωρείται προεπαναστατική «ελληνική» κοινωνία. β) Η Επανάσταση πρέπει να μελετηθεί σε συγκριτική διάσταση με άλλα σύγχρονα επαναστατικά φαινόμενα. γ) Οι εσωτερικές αντιθέσεις των επαναστατημένων δεν οφείλονται μόνο σε οικονομικοκοινωνικές διαφορές, αλλά πρέπει να διερευνηθούν και υπό το πρίσμα των πολιτισμικών διαφορών, της πολιτικής κουλτούρας, της ιδεολογίας και των στρατηγικών των δρώντων κοινωνικών ομάδων· να συσχετισθούν με τις προκλήσεις που θέτουν τόσο το ευρωπαϊκό περιβάλλον όσο και η επαναστατική συγκυρία. Συνεπώς, στην επανάσταση εκδηλώνονται πολλαπλών τύπων αντιθέσεις, που δεν περιορίζονται μόνο στις γνωστές μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ή γαιοκτημόνων-αγροτών. δ) Η κατίσχυση της σύγχρονης εθνικιστικής ιδεολογίας συνιστά για το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών πληθυσμών αιτούμενο και παράγωγο της επαναστατικής διαδικασίας, όχι προϋπόθεσή της. ε) Η Επανάσταση συνιστά τομή για την ελληνική Ιστορία, όχι τόσο υπό την έννοια της απελευθέρωσης από την οθωμανική κυριαρχία όσο διότι επιφέρει σημαντικές τομές στα πεδία της πολιτικής συγκρότησης, των συλλογικών ταυτοτήτων και μακροπρόθεσμα στις κοινωνικές και οικονομικές δομές. Με αυτή την έννοια πρέπει να διερευνάται όχι μόνον ως απελευθερωτικός πόλεμος, αλλά ως πολλαπλή διαμάχη για τον τύπο τού προς συγκρότηση κράτους και το εύρος των ρήξεων στον υπό αναδιαμόρφωση κοινωνικό σχηματισμό.

Οπωσδήποτε ένα έργο που γράφτηκε πριν από τριάντα χρόνια φέρει το βάρος της ηλικίας του. Από τότε η πρόοδος της νεοελληνικής ιστοριογραφίας για το 1821, παρά τις ανεπάρκειές της, έχει θέσει υπό αμφισβήτηση μερικές από τις παραδοχές της συγκεκριμένης μελέτης. Ο κεντρικός ρόλος των πελατειακών σχέσεων οφείλεται στην κυριαρχία των λειτουργιστικών προσεγγίσεων κατά την εποχή εκπόνησης της μελέτης. Εκτοτε όμως έχουν αμφισβητηθεί στοιχεία τέτοιων προσεγγίσεων, όπως η ένταση της αποδιαρθρωτικής λειτουργίας των δικτύων πατρωνίας στις οριζόντιες κοινωνικές συνομαδώσεις, ενώ έχει αναδειχθεί η παράλληλη ύπαρξη συλλογικών ταυτοτήτων και δράσης ταξικής προέλευσης. Την υπερβολική έμφαση στις πελατειακές σχέσεις παραδέχεται και ο συγγραφέας στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης. Ο γενικός όρος «εκσυγχρονιστές», που επιλέγεται για να συστεγάσει όσους έλκονται από δυτικά μοντέλα κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης, συσκοτίζει κάποτε τις ουσιαστικές διαφορές που τους διέπουν (π.χ., μεταξύ Μαυροκορδάτου, Κωλέττη και Υψηλάντη). Η παρατήρηση δε ότι η ομάδα των εκσυγχρονιστών διακρινόταν από αυξημένη συνοχή φαίνεται να αποδυναμώνεται από τη διάσπασή τους σε διαφορετικά κόμματα, έως και το συντηρητικό ρωσικό κόμμα. Θα μπορούσε, αντιθέτως, να αξιοποιηθεί περισσότερο ένα άλλο κοινό στοιχείο των δυτικοσπουδαγμένων αγωνιστών, που φαίνεται να ερμηνεύει τη δυσανάλογα υψηλή διείσδυσή τους στους διοικητικούς θεσμούς: η κατοχή ενός πολιτισμικού κεφαλαίου που λειτουργεί ως τεχνογνωσία απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της διοίκησης αλλά και για την εκπροσώπηση του επαναστατημένου έθνους στην Ευρώπη. Επίσης, ο συγγραφέας, θεωρώντας ότι συνολικά οι εγχώριες ελίτ εμφορούνται από παραδοσιακή ιδεολογία και κουλτούρα, δεν αναδεικνύει διαφοροποιήσεις π.χ. μεταξύ Πελοποννησίων προεστών και νησιωτών εμποροπλοιάρχων. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι ο συγγραφέας στην ελληνική εισαγωγή σχετικοποιεί την αυστηρή διάκριση εκσυγχρονιστών και τοπικών ελίτ, εισάγοντας μια ενδιάμεση ομάδα, αυτή των εγγράμματων εγχώριας προέλευσης, που υπηρέτησαν ως γραμματικοί προεστών και οπλαρχηγών, προτείνοντας να θεωρηθούν μοχλοί διάχυσης ιδεών και σύνδεσμοι μεταξύ των ιδεολογικά αντίπαλων ομάδων.

Ο δισταγμός του συγγραφέα να χαρακτηρίσει το 1821 επανάσταση είναι απότοκος της συζήτησης που διεξαγόταν τη δεκαετία του 1970 σε αγγλοσαξονικούς επιστημονικούς κύκλους και που έδινε έμφαση στις συνέχειες των κοινωνικο-οικονομικών δομών, παραβλέποντας τόσο τη δυναμική των θεσμικών αλλαγών όσο και τη σημασία καθεαυτό οικονομικών επιλογών: π.χ. οι εθνικές γαίες μπορεί να μην αποδόθηκαν de jure στους ακτήμονες, αλλά, αφ ενός, δεν αποδόθηκαν στους ισχυρούς και αφ ετέρου, οι καταπατήσεις και οι καθυστερήσεις στην καταβολή των ενοικίων οδήγησαν στην de facto μετατροπή των ακτημόνων σε μικροϊδιοκτήτες.

Ανεξάρτητα, πάντως από επιμέρους ενστάσεις, το βιβλίο του Ν. Διαμαντούρου συνιστά πολύ σημαντική συμβολή στην επιστημονική συζήτηση για το 21 και τη σημασία του για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.



ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/03/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!