Αναμνήσεις 1940

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 35.00
24.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
300217
Συγγραφέας: Δέλτα, Πηνελόπη
Εκδόσεις: Ερμής
Σελίδες:789
Μεταφραστής:ΖΑΝΝΑΣ ΑΛ Π
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2007
ISBN:9789603201847
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα

Περιγραφή


Οι Αναμνήσεις 1940 (ΑΡΧΕΙΟ Π.Σ. ΔΕΛΤΑ Η') αποτελούν τον τέταρτο τόμο των αυτοβιογραφικών κειμένων της Πηνελόπης Δέλτα. Στον τόμο αυτό η Π.Σ. ΔΕΛΤΑ εξιστορεί τη σχέση με τον Ίωνα Δραγούμη από τον Απρίλιο του 1908 ώς το τέλος της και σχολιάζει τα ημερολόγια του τελευταίου ώς τον Νοέμβριο του 1911. Ο τίτλος που δώσαμε στον τόμο παραπέμπει στην έναρξη γραφής του απομνημονεύματος, όπως και οι τίτλοι των δύο προηγούμενων τόμων.

Τελευταίο σ' αυτή την κατηγορία των αυτοβιογραφικών κειμένων της Π. Σ. Δέλτα είναι ένα κείμενο γραμμένο μάλλον στο μεσοδιάστημα μεταξύ των "Αναμνήσεων 1921" και αυτών του 1940. Περιέχει έναν εκτεταμένο αλλά και επιλεκτικό σχολιασμό των ημερολογίων του Ίωνα Δραγούμη. Ο σχολιασμός της καλύπτει την περίοδο από τα τέλη του 1908 ως τον Ιούνιο του 1920. Η δημοσίευση του ετοιμάζεται.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



«Με πλησίασε με το λαφρύ λύγισμα του κορμιού και το δειλό του βλέμμα και, τρέμοντας λίγο, πήρα το απλωμένο χέρι του, ανταλλάζοντας ένα "Ηλθες πρώτος;". "Σηκώθηκα πρωί...", και γυρίσαμε κατά το δάσος. Μα δεν πρόφθασα να κάνω ένα βήμα. Ξαφνικά με άρπαξε στην αγκαλιά του και μ' έσφιξε απάνω του με ορμή που μου έκοψε την ανάσα. Εριξα τα χέρια μου γύρω στο λαιμό του και του ανταπέδωσα το μακρύ φιλί του, τρέμοντας όλη, ταραγμένη ως στην ψυχή. Είχα ξαναβρεί τον Ιωνά μου...». Αν και η σχέση της με τον Ιωνα Δραγούμη τελείωσε το 1909, η Δέλτα συνεχίζει με εμμονή τη λεπτομερή καταγραφή και τεκμηρίωση αυτής της δραματικής ιστορίας. Η παραμικρή κουβέντα, οι επιστολές που αντήλλαξαν, οι τόποι και οι χρόνοι της δράσης περιγράφονται και σχολιάζονται με σχεδόν κινηματογραφική λεπτομέρεια. Οι Αναμνήσεις 1940 ξεκινούν τον Απρίλιο εκείνου του έτους, από το σημείο όπου η Δέλτα είχε σταματήσει στις Αναμνήσεις 1921: επιστροφή της «άσωτης» στο σπίτι και στην οικογένειά της, μετρημένες εξηγήσεις στον άντρα της και αναχώρησή της για την κλινική του γιατρού Φρίντμαν, στα περίχωρα της Βιέννης, για να συνέλθει από την ψυχική δοκιμασία. Μετά το τέλος της σχέσης τους η Δέλτα επανέρχεται ξανά και ξανά στο ημερολόγιο του Δραγούμη. Εχουν μεσολαβήσει δύο απόπειρές της να αυτοκτονήσει και η είσοδος της Μαρίκας Κοτοπούλη στη ζωή του Ιωνα. Προς το τέλος του τόμου περιγράφεται η πρώτη της συγγραφική απόπειρα, με το Για την πατρίδα και το Παραμύθι χωρίς όνομα, που ολοκληρώνεται την επόμενη χρονιά, καθώς και οι πρώτες επαφές της με τον κύκλο των δημοτικιστών.



Αισθηματικά ανικανοποίητη



Είχα αφήσει το σπίτι μου, γράφει η Δέλτα, αιματωμένη, ταπεινωμένη, πιεσμένη, με διαταγές να ζητήσω πίσω ό,τι δικό μου, γράμματα ή ενθυμήσεις, είχε ο άλλος και να κόψω κάθε σχέση μαζί του. Είχα φύγει από το σπίτι μου επαναστατημένη, με την καρδιά φουσκωμένη πίκρα και με εξαγριωμένη αγάπη για τον άλλον, που πονούσε σαν εμένα, που σκέπτουνταν σαν εμένα, που ένιωθε σαν εμένα, που ήταν ένα με μένα. Κι ήταν μοιραίο. Ημουν της εποχής μου, γυναίκα υποδουλωμένη, σκλάβα, που γνώμη ελεύθερη δεν μπορούσε να εκφράσει, που δεν της επιτρέπουνταν ούτε κρυφά να την έχει. Ημουν «παντρεμένη», ανήκα στον άντρα που μου έδωσαν, που δεν τον αγάπησα ποτέ, μα που με βαστούσε σαν κτήμα του νόμιμο, που δεν είχα δικαίωμα να βγω από τα χέρια του... Αισθηματικά έμενα ανικανοποίητη. Μα μιας και «παντρεύθηκα», η ζωή μου είχε τελειώσει, δεν είχα δικαίωμα να ζητήσω αλλού τρυφερότητα, ούτε συμπάθεια. Κι αυτή η υποδουλωμένη, η σκλάβα γυναίκα, αγάπησε d' une grande passion ένα αγόρι που με συμπλήρωνε, που μου φώτισε, μου γέμισε τη σταχτιά, την άχρωμη, τη βαρετή ζωή μου, τόσο βαρετή ώστε δυο φορές είχα συλλογιστεί, από αηδία, να την κόψω, κι έγραψα στον άντρα μου, και κάπου σώζονται οι δύο αυτές διαθήκες, που δεν του δόθηκαν ποτέ... Και τώρα μου έλεγαν πως, αν εξακολουθούσα, αν επέμενα, θα μου έπαιρναν τα παιδιά μου.

Η Πηνελόπη θυμάται και αναπλάθει τη χαρά που τη συνέπαιρνε ολόκληρη σε κάθε τους νέα συνάντηση, που γινόταν σε τοποθεσίες απόμερες, μακριά από τα αδιάκριτα και σκανδαλισμένα βλέμματα των καθώς πρέπει αστών. Περνούσαμε, γράφει, από ένα σύδεντρο, μέρος με πολλά χαμόδεντρα και φτέρες, σε απόλυτη μοναξιά. Ξαφνικά με άρπαξε στην αγκαλιά του, με περιτύλιξε με ορμή στα χέρια του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Ηταν μια στιγμή τρέλας οδυνηρής, πόνου σπαρακτικού, φιληθήκαμε μεθυσμένοι, μας έκαιε το φιλί που κουρέλιαζε τα σωθικά μας. Είχα κρεμαστεί στο λαιμό του, και μ' έσφιγγε κείνος σαν να ήθελε να μου βγάλει την πνοή. Και είπα χαμηλόφωνα, με φωνή σβησμένη: «Επρεπε να μπορούσαμε να πεθάνομε τώρα, πάνω σ' αυτό το φιλί...»



Κυνισμός που πληγώνει



Μέσα από τη σχέση τους περνάει ολόκληρη η ιστορία εκείνης της σκληρής και ποτισμένης με αίμα και δάκρυα εποχής. Αριστερά μας, γράφει η Δέλτα, ανοίχθηκε ένα μονοπάτι πλατύτερο, με μεγάλα δέντρα, φωτισμένα σε τακτική απόσταση, όπως σε λεωφόρο, και που το σκίαζαν ολόκληρο. Πήραμε αυτό το μονοπάτι και πηγαίναμε στο άγνωστο. Βαστούσε το χέρι μου σφιγμένο στο δικό του, το άλλο του χέρι γύρω στη μέση μου. Και χωρίς επιφυλάξεις μου έλεγε το πρόγραμμά του, τη σημερινή δουλειά του στην Πόλη, την επανάσταση της Σάμου τον περασμένο Μάιο, τον βομβαρδισμό της Σάμου από τους Τούρκους, τη βίαια αναχώρηση του Σοφούλη, του αρχηγού της αυτονόμου κυβερνήσεως, για να σωθούν οι πληθυσμοί, την ντροπιασμένη υποταγή του Κοπάση, που, για να απολαύσει την κυριαρχία, δε δίστασε να καταλύσει την αυτονομία της Σάμου και να την υποδουλώσει στους Τούρκους. «Οσο ζει αυτός θα προδίδει» μου είπε. «Πρέπει να εξουδετερωθεί, για να ελευθερωθεί πάλι η Σάμος». Τη λέξη «εξουδετέρωση», σε Μακεδονομάχου στόμα, ήξερα τι σήμαινε. «Θα τον σκοτώσετε τον Κοπάση;» ρώτησα. Με κοίταξε, δίστασε, και αντερώτησε: «Εσύ τι θα έκανες;». «Θα τον σκότωνα» αποκρίθηκα. Μ' έσφιξε λίγο πιο κοντά του. «Η Πατρίδα δεν έχει δικαίωμα να συγχωρεί» είπε σοβαρά. «Εσείς, στην Πόλη, είστε συνεννοημένοι με τους Σαμιώτες;». «Βέβαια. Κι αυτούς τους οδηγούμε στις δύσκολες αυτές ώρες». «Σας ξέρουν;». «Τον Σουλιώτη και μένα, όχι. Εμείς δίνομε διαταγές στα πρωτοπαλλήκαρά μας, αυτοί στους αρχηγούς, οι αρχηγοί στους μυημένους. Κανείς δεν ξέρει ποιος διευθύνει».

Οι επιστολές που ανταλλάσσουν ανασταίνουν όλη την ατμόσφαιρα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Και βέβαια την προσωπικότητά του. Της γράφει ο Δραγούμης: «Εφαγα στο Φάληρο μ' έναν βουλευτή, έναν εφημεριδογράφο και δύο προξένους, μίλησαν ως στις 1.30 ύστερα από τα μεσάνυχτα για μια πολιτική μυστική εταιρία που έπρεπε να γίνει για να μπουν οι άνθρωποι στη θέση τους στην Ελλάδα. Υστερα ανέβηκα στην Αθήνα και ξενοσπίτισα σε μιας πόρνης ως στις 4.30 το πρωί, και ξανακατέβηκα στο Φάληρο και λούστηκα στη θάλασσα και καθαρίστηκα από κάθε ακαθαρσία και αμαρτία». Το ξέρει πως αυτός του ο κυνισμός θα την πονέσει και θα την πληγώσει. Συνεχίζει όμως το ίδιο καυχησιάρικα, αδιάφορα, περιφρονητικά, αποστασιοποιημένα δήθεν: «Και κατέβηκα πάλι στην Αθήνα κι έφαγα σταφύλια. Κι ύστερα μιαν ώρα, κοιμήθηκα από τις 7 ως στις 8 το πρωί, και πήγα στο Υπουργείο των Εξωτερικών, όπου εργάστηκα ως στη 1 ώρα μετά το μεσημέρι, κάνοντας έναν κανονισμό για να εργασθούν όμοια όλοι οι Ελληνες στην Τουρκιά. Επειτα έφαγα με τον υπουργό (σ.σ.: προφανώς τον υπουργό των Εξωτερικών Γεώργιο Μπαλτατζή) στο καλύτερο ξενοδοχείο της Αθήνας» (σ.σ.: το άκρον άωτον της κοροϊδίας γι' αυτόν που περιφρονούσε όλα τα κοσμικά και τα κοινωνικά) «και μιλήσαμε για τους Νεοτούρκους και την Τουρκιά, το Γένος και τον Πατριάρχη, τους Βουλγάρους και την Ευρώπη - υψηλή πολιτική».



«Χαλνούν όσα κάνουμε...»



Αλλού πάλι, αποκαρδιωμένος, γεμάτος θλίψη και πίκρα, της γράφει: «Δεν είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου. Κατάντησα έτσι από την αδιάκοπη υποκρισία μου μπροστά στην κοινωνία. Σιχαίνομαι τη διπλωματική θέση μου, τα χρέη της, την υποτέλειά της, τα σαλόνια και τις ομιλίες των ανθρώπων. Σιχαίνομαι τους συναδέλφους, Ρωμιούς και ξένους. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, που υποκρίνεται αδιάκοπα. Και σιχαίνομαι προπάντων γιατί η υποκρισία αυτή πάει να γίνει πραγματικότητα. Κοντεύω να γίνω μικρός». Και συνεχίζει με πάθος: «Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο. Ηρθα θέλοντας να οργανώσω τους δικούς μας για ένα σκοπό. Εκαμα ό,τι μπόρεσα, και βοηθό είχα, συνεργάτη, τον φίλο μου. Εμπόδια πολλά, το χειρότερο όμως η ελεεινότητα της επίσημης Ελλάδας. Κάτι πάμε να κάνουμε, κι επειδή από πάνω μας έχουμε ζώα ασυνείδητα που χαλνούν όσα κάνουμε δεν μπορούμε τίποτε σωστό να δημιουργήσουμε». Λόγια προφητικά, που θα λάβουν υπόσταση δώδεκα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1920, όταν θα πέσει νεκρός από δολοφονικά χέρια στη συμβολή των οδών Βασ. Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου.



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Το ΒΗΜΑ, 02/12/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!