Προς μία μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Οι θεσμικές προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 11.21
6.73
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.50
+
302152
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:157
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/2008
ISBN:9789604351749
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Όλοι μιλούν πια στις μέρες μας για την κρίση της πολιτικής,ενώ πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν τη λειτουργικότητα και το πραγματικό περιεχόμενο των παραδοσιακών ιδεολογικών και πολιτικών ταυτοτήτων,ιδίως τη διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.Αμφισβητούν,συνεπώς,το νόημα και την αξία της πολιτικής.

Δεν υπάρχει μόνον πρόβλημα πολιτικής αλλά και πρόβλημα δημοκρατίας,πρόβλημα που διαπερνά όλους τους
δημοκρατικούς θεσμούς,αντιπροσωπευτικούς και άμεσους ή συμμετοχικούς.Διαπερνά όμως και τα ΜΜΕ,τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τις ποικίλες ομάδες πίεσης,τις έρευνες της κοινής γνώμης, το διαδίκτυο και τις δικές του νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής.

Ούτε το ένα ούτε το άλλο επίπεδο μπορεί να δώσει από μόνο του μία πλήρη και λειτουργική λύση στο πρόβλημα της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας.Απαιτείται,κατά τη γνώμη μου, μία πιο ριζοσπαστική προσέγγιση που αναζητά ξανά τη βαθύτερη ιστορικότητα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής/συνταγματικής δη-
μοκρατίας που αποδείχθηκε ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία της δημοκρατίας.

Μέσα στο νέο αυτό περιβάλλον της μεταβιομηχανικής εποχής μορφοποιείται ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που
μπορεί να δώσει νόημα στην πολιτική συμμετοχή,στα δικαιώματα των πολιτών,στην αξιακή και άρα ιδεολογική
και ηθική προσέγγιση της πολιτικής. Ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που δίνει ξανά περιεχόμενο σε έννοιες όπως η δημοκρατία, το γενικό συμφέρον,το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος, η κοινωνική δικαιοσύνη,αλληλεγγύη και συνοχή.
Αυτό το νέο θεσμικό πλαίσιο που ονομάζουμε μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης.Είναι ένα νέο κίνημα πολιτικής συμμετοχής, ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα πολιτικής αναδιανομής.Αναδιανομής της πολιτικής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα.Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία
γιατί απευθυνόμαστε σε πολίτες κουρασμένους, απαισιόδοξους, αποστασιοποιημένους και δύσπιστους. Εκείνους πρέπει να πείσει μία ριζική ανακαίνιση των δημοκρατικών θεσμών και άρα της ίδιας της πολιτικής που ασκείται στο όνομα του λαού και χάριν των ανθρώπων που έχουν πραγματική ανάγκη από μία άλλη πολιτική.

Από τον εκδότη









ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο συχνά επανερχόμενος λόγος για την κρίση της δημοκρατίας κινδυνεύει να εγγράψει την ομώνυμη ρητορική στο λεξικό των κοινότοπων όρων. Το διαρκώς αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, θεωρούμενο ως το κατεξοχήν στοιχείο της κρίσης, χρησιμεύει για την καθημερινή καταγγελία των παλαιο-δημοκρατικών πρακτικών, όπως αυτή της αντιπροσώπευσης. Η τελευταία θεωρείται πλέον, από πολλούς υπερασπιστές του ιδεώδους μιας αυθεντικής έκφρασης όλης της κοινωνίας, το βασικότερο εμπόδιο στην ανανέωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας. Αν μαζί με την αντιπροσώπευση παρήχθησαν σε μεγάλες δόσεις και η παθολογία της, ο συγκεντρωτισμός, η αδιαφάνεια, οι πελατειακές σχέσεις, ο πολιτικός αποκλεισμός και η διαφθορά, μήπως πράγματι ήλθε η «νέα εποχή» υπέρβασης αυτής της αντιπροσωπευτικής αλλοτρίωσης;

Σύμφωνα με μια κυρίαρχη σήμερα αφήγηση, φαίνεται ότι η μοίρα της αντιπροσώπευσης μοιάζει αρκετά με αυτή του σοσιαλισμού. Αν είναι η ίδια η σοσιαλιστική ιδεολογία η οποία για τους αντιπάλους της θεωρείται ότι, σε τελευταία ανάλυση, ευθύνεται για τις γνωστές εκτροπές της, μήπως το ίδιο ισχύει και για την αντιπροσώπευση; Μήπως, δηλαδή, η σημερινή δημοκρατική κακοδαιμονία απορρέει «αντικειμενικά» από την αντιπροσωπευτική της κατασκευή, μήπως είναι αυτή που οδηγεί νομοτελειακά στις δικές της εκτροπές που μόλις μνημονεύσαμε; Μια τέτοια προσέγγιση του φαινομένου της κρίσης της δημοκρατίας θα σήμαινε φυσιολογικά την ανάγκη της αποδέσμευσης των δημοκρατικών κοινωνιών από τον αναξιόπιστο αντιπροσωπευτικό τους εγκλεισμό, από αυτή την «τυπική», όπως έλεγαν παλιότερα πολλοί μαρξιστές, δημοκρατία. Και, ταυτόχρονα, θα επέβαλε μια «ουσιαστική», αντι-αντιπροσωπευτική φυγή προς τα εμπρός, με στόχο την επινόηση μιας αυθεντικής δημοκρατίας. Σε μια τέτοια προοπτική, η δημοκρατική προσδοκία θα προερχόταν μέσα από την εξερεύνηση και τη σθεναρή υποστήριξη ενός δήθεν λυτρωτικού «αντί», το «μετά» την αντιπροσώπευση θα ήταν ένα «ενάντια» στην αντιπροσώπευση. Ενάντια στην αντιπροσώπευση με στόχο μια πραγματική δημοκρατία, αυτό είναι το σημερινό αίτημα που ακούγεται από πολλές πλευρές.



Οι αιτίες της κρίσης



Διαβάζοντας το δοκίμιο του Ευάγγελου Βενιζέλου, έχει κανείς τη βάσιμη εντύπωση ότι μια τέτοια εναντιωτική τροπή της δημοκρατίας, ιδιαίτερα της μόδας σήμερα, κυρίως μέσα στη φιλελεύθερη Αριστερά, είναι, εκτός από μάταιη, και επικίνδυνη. Για τον συγγραφέα, η αντιπροσώπευση είναι απαράβατο στοιχείο της δημοκρατίας, και το σημερινό στοίχημα για την αναζωογόνησή της δεν είναι άλλο από την επικαιροποίηση της αντιπροσωπευτικής της λειτουργίας (η εν λόγω δημοκρατία θα πρέπει να αποκαλείται πληρέστερα αντιπροσωπευτική/συνταγματική δημοκρατία), από κοινού βέβαια με την ολόπλευρη αξιοποίηση θεσμών της άμεσης δημοκρατίας.

Ετσι, για τον Ευ. Βενιζέλο, η υπέρβαση της σημερινής δημοκρατικής κρίσης οφείλει να επενδυθεί σε θεσμικές πρακτικές μιας μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία είναι «κάτι πολύ περισσότερο από ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης. Είναι ένα νέο κίνημα πολιτικής συμμετοχής. Πιο καθαρά θα έπρεπε να μιλήσουμε για ένα νέο κίνημα πολιτικής αναδιανομής», αναδιανομής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, από το τοπικό και το περιφερειακό, μέχρι το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο.

Για τον συγγραφέα, αυτή η ζωτική για τη δημοκρατία ανάγκη της αναδιανομής εξουσίας προκύπτει, μεταξύ άλλων, και ως αποτέλεσμα της υπο-αντιπροσώπευσης μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, των γυναικών, των συνταξιούχων, των νέων που βρίσκονται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, των ανέργων, των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (κυρίως σε μικρές επιχειρήσεις), των μεταναστών, των μικρο-επιχειρηματιών. Αυτό το μείζον κοινωνιολογικό πρόβλημα της δημοκρατίας αναδιπλασιάζεται από την άνοδο της κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεών της, αφού οι «πολίτες» στο εξής, με την αποφασιστική συνέργεια των ΜΜΕ, αλλά και των δημοσκοπικών πρακτικών, «κρίνουν» καθημερινά τις πολιτικές αποφάσεις. Σε τρόπο ώστε η γενικότερη πολιτική νομιμοποίηση, όπως αυτή αποδεσμεύεται από τις εκλογικές αναμετρήσεις και την επιλογή κυβέρνησης, να μην επαρκεί για τη νομιμοποίηση (ακόμα και την υλοποίηση) επιμέρους αποφάσεων. Αυτή η «κρισιολογική» (και όχι «φυσιολογική») καθημερινότητα της δημοκρατίας, η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο νομιμοποιήσεις (την εκλογικο-πολιτική και, θα λέγαμε, τη συντεχνιακή), έρχεται να την αποσταθεροποιήσει ως «καθεστώς», με πρώτα θύματα τα πολιτικά κόμματα, αλλά και το Κοινοβούλιο. Και έπονται η απαξίωση της διαίρεσης Αριστερά/Δεξιά, η ενοχοποίηση του κράτους, η υποτίμηση των δημόσιων αγαθών.



Το γενικό συμφέρον



Η απάντηση σε αυτό το έλλειμμα νομιμοποίησης της δημοκρατίας, έλλειμμα το οποίο ενισχύεται από την υπερ-αντιπροσώπευση του κατεστημένου πολιτικού προσωπικού, δεν παραπέμπει, όπως μας λέει ο συγγραφέας, τόσο στο «ποιος κυβερνά» όσο στο «πώς κυβερνά». Μια τέτοιου τύπου ανατοποθέτηση του δημοκρατικού ζητήματος θα μπορούσε κάλλιστα να ωθήσει τον Ευ. Βενιζέλο προς μια τεχνοκρατική απάντηση στην κρίση της δημοκρατίας. Και είναι αλήθεια ότι τέτοιες επιμέρους απαντήσεις δεν λείπουν από τις προτάσεις του, όπως αυτή που προσβλέπει σε ένα «σύγχρονο δημόσιο management» για την προγνωστική διαχείριση «κρίσεων». Ωστόσο, τέτοιες απαντήσεις θα πρέπει να εκλαμβάνονται, ακριβώς, ως επιμέρους, δηλαδή ενταγμένες σε μια νέα θεσμικο-πολιτική σύνθεση «διακυβέρνησης», όπου, τελικά, αυτός που αποφασίζει δεν είναι κάποιο ιδιωτικό συμφέρον, ούτε ένα σύνολο ιδιωτικών συμφερόντων που φορά τη μάσκα της δημοσιότητας, αλλά ένα δημόσιο πολιτικό όργανο, δημοκρατικά και συνταγματικά νομιμοποιημένο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την έκφραση και υλοποίηση του «γενικού συμφέροντος».

Για τον Βενιζέλο, η έννοια του γενικού συμφέροντος, που δεν μπορεί παρά να εκπροσωπείται (σήμερα) από την πολιτική βαθμίδα ενός «αντικρατικιστικού κράτους», είναι το πυρηνικό και αμετάβατο στοιχείο της (μετα-)αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: «η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να είναι πάντα θεσμική και πολιτική, δηλαδή να αναζητεί και να εφαρμόζει μια αντίληψη για το γενικό συμφέρον, που να είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία των πολιτών». Ωστόσο, αυτή η επιβλητικότητα του γενικού συμφέροντος, ενώ οφείλει να ενσωματώνει διαρκώς κάθε καινοτομία, πρέπει ταυτόχρονα να την υπαγάγει στο πολιτικό-ηθικό κοίτασμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν είναι χρηστική και αναγκαία η παρακολούθηση και η υιοθέτηση των μεγάλων τεχνολογικών εκσυγχρονισμών (π.χ. Διαδίκτυο), δεν θα πρέπει να υποτιμάται το δικαίωμα της πολιτικής και δημοκρατικής συμμετοχής, ούτε να μετατίθεται και να συσκοτίζεται η ουσία των ποικίλων διακυβευμάτων (και οι σχέσεις πολιτικής και κοινωνικής κυριαρχίας) που αυτοί οι εκσυγχρονισμοί καλούνται να διαχειρισθούν. Η τεχνολογία μεταποιεί ενδεχομένως, αλλά δεν καταργεί την κυριαρχία. Η ενσωμάτωση στοιχείων, και μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, «στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό», συμμετοχικών, διαβουλευτικών, αμεσοδημοκρατικών, είναι άμεσης προτεραιότητας, ωστόσο, δεν πρέπει να υποκαθιστά την αντιπροσώπευση, αλλά οφείλει να εκβάλλει στην «επανενεργοποίηση» των αξιακών κοιτασμάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: την πολυφωνία, την ανεκτικότητα, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον διάλογο και τη συναίνεση, όχι απλώς ως αφηρημένες ηθικές προτάσεις με θολή και αβέβαιη πολιτική έκβαση, αλλά ως «συνταγματικά κωδικοποιημένο και κατοχυρωμένο» σώμα πολιτικών αρχών.



Μετα-πλειοψηφική αντιπροσώπευση



Επιπλέον, αν η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να είναι συναινετική και δικαιοκρατική, αν, δηλαδή, πρέπει να ενσωματώνει στις πολιτικές της αξίες καινοτόμους θεσμικές πρακτικές, όπως, παραδείγματος χάριν, αυτές που απορρέουν από «ανεξάρτητες αρχές», αρχές οι οποίες έλκουν τη νομιμοποίησή τους από μια μετα-πλειοψηφική αντίληψη για το δημοκρατικό κράτος δικαίου, αυτή η προφανής άνοδος του δικαίου και της συναίνεσης που εικονίζει μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να εκτρέπεται σε υπονόμευση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης: «η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να είναι μετα-πλειοψηφική και όχι αντι-πλειοψηφική», αρθρώνοντας το ιδιαίτερο με το γενικό. Τελικά, η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χωρίς να αγνοεί τους νέους δρώντες της κοινωνίας των πολιτών, οφείλει «να αναπτύξει και πάλι την ανυπέρβλητη και κορυφαία λειτουργία των δημοκρατικών/πολιτικών θεσμών που συνθέτουν και εκφράζουν μια ενιαία και συστηματική αντίληψη περί γενικού συμφέροντος», αποκρυστάλλωση μιας θεμελιώδους «αίσθησης κοινής μοίρας», κοινού πεπρωμένου των πολιτών, του πολιτικού λαού, ενάντια στον κοινωνικό πολυμερισμό και την πολυδιάσπαση, φαινόμενα που τρέφονται από σημερινές αλληλοεπικαλυπτόμενες μορφές ηδονιστικού και δημοκρατικού ατομικισμού, και οι οποίες εικονίζουν, ακριβώς, την άνοδο του ιδιωτικού σε βάρος του δημόσιου και του συλλογικού.

Μέσα σε ένα τέτοιο φόντο μπορεί να λάβει χώρα ο επικαλούμενος από τον συγγραφέα επαναπροσδιορισμός πολιτικών ρόλων και επιρροών, που μπορούν να πιστώσουν το πολιτικό σύστημα με νέα νομιμοποίηση. Και προς αυτή την κατεύθυνση, ο Βενιζέλος θα υποβάλει μια δέσμη πολιτικών προτάσεων-πλαισίων που αφορούν, μεταξύ άλλων, την «επανίδρυση» του Κοινοβουλίου, τον πραγματικό εκδημοκρατισμό της εσωκομματικής ζωής, τον ρόλο του πρωθυπουργού ως πόλου εξουσίας, την πολιτικοποίηση της διοικητικής αποκέντρωσης, την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την εμπλοκή των φορέων της (αλλά και των δημοτών) σε γνήσια συμμετοχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.



Το ζήτημα του κράτους



Γίνεται σαφές ότι η προβληματική που καταθέτει ο Ευάγγελος Βενιζέλος με αυτό το δοκίμιό του βρίσκεται σε αντίθεση με τις μεταμοντέρνες θεματικές που διακινούνται στους κόλπους της σοσιαλ-φιλελεύθερης Αριστεράς για την κρίση της δημοκρατίας και τον ρόλο της πολιτικής και του κράτους. Ο Βενιζέλος υπερασπίζεται με πάθος τη χειραφετητική σύνθεση ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία, τη στιγμή κατά την οποία άλλοι κεντρο-αριστεροί πολιτικοί, ακολουθώντας τον μπλερικό τρίτο δρόμο ή ακόμα και μετριοπαθείς κοινοτιστικές θεματικές, διαλύουν τη δημοκρατία και, επομένως, καταλύουν την αντιπροσώπευση και το γενικό συμφέρον, μέσα σε έναν, σε τελευταία ανάλυση, νεο-φιλελεύθερο και κορπορατιστικό πλουραλισμό με ηθικιστική δεσπόζουσα. Γιατί αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας της σημερινής δημοκρατικής κακοδαιμονίας, το προωθούμενο διαζύγιο του φιλελευθερισμού από τη δημοκρατία και η υποτίμηση της ιστορικά κατασκευασμένης επικρατειακής τους συνεύρεσης στο πλαίσιο του κράτους-έθνους. Οταν άλλες θεματικές αναζητούν με ηθικιστικούς όρους την επίλυση του δημοκρατικού ζητήματος μέσα από την εξερεύνηση των πιθανοτήτων για την εγκαθίδρυση μιας «κοσμοπολίτικης δημοκρατίας», ο Βενιζέλος υποδεικνύει μια διαφορετική κατεύθυνση: την πολιτική σημασία της ενδυνάμωσης των εθνικών πολιτικών συστημάτων για την υπέρβαση της κρίσης, χωρίς να υποτιμώνται, το αντίθετο, οι ηθικο-πολιτικές προσδοκίες για τη λεγόμενη παγκόσμια διακυβέρνηση. Ταυτόχρονα, η αξιοδότηση από τον συγγραφέα της πολιτικής βούλησης και του κράτους (νοούμενο ως «η σχέση των σχέσεων») υπογραμμίζει με βαθιά πολιτικό τρόπο τον μονόδρομο για τη θετική αντιμετώπιση του λεγόμενου νέου κοινωνικού ζητήματος. Αν και ως αυτόνομο πεδίο, το νέο κοινωνικό ζήτημα φαίνεται να απουσιάζει από την προβληματική του συγγραφέα, αυτή η απουσία είναι απατηλή: μακριά από κάθε εκδοχή σοσιαλ-φιλελεύθερης «συμπονετικής» του αντιμετώπισης, το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του, αφού ρητά το εντάσσει μέσα στις απαράγραπτες μέριμνες ενός αντικρατικιστικού, αντιγραφειοκρατικού και αποτελεσματικού παρ όλα αυτά προνοιακού κράτους.

Το δοκίμιο του Ευ. Βενιζέλου για τη μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ένα εντελώς επίκαιρο πολιτικό «μάθημα» για την ίδια την ουσία της δημοκρατικής πολιτικής. Μας δείχνει πώς ένας κεντρο-αριστερός πολιτικός μπορεί να είναι απολύτως σύγχρονος, χωρίς να είναι μεταμοντέρνος.



ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/02/2008

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!