Η Πόλη

150760
Συγγραφέας: Βέμπερ, Μαξ
Εκδόσεις: Κένταυρος
Σελίδες:237
Μεταφραστής:ΓΚΙΟΥΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2003
ISBN:9789607889034


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το κείμενο του Μαξ Βέμπερ Η Πόλη, που τίθεται, για πρώτη φορά, πλήρες στη διάθεση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, αποτελεί όχι μόνον έναν από τα γνωστότερα έργα του Γερμανού συγγραφέα, αλλά και ένα από τα κλασικά κείμενα της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης εν γένει. Η θελκτικότητα του κειμένου έγκειται, εν πρώτοις, στο ότι αποτελεί κλασικό δείγμα βεμπεριανής "κοινωνιολογικής" ανάλυσης, καθώς και στο ότι συγκεφαλαιώνει θεμελιώδη ερωτήματα εννοιολογικής και ιστορικής υφής, αναφερόμενο κατ' ουσίαν σε γενετικές συνθήκες της νεωτερικότητας. Ανατρέχοντας στις ιστορικές διαδικασίες συγκρότησης των πόλεων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα σε πλαίσιο συγκριτικής προσέγγισης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ο Βέμπερ συνδυάζει οικονομικές, πολιτικές και θρησκευτικές αιτίες προς εξήγηση της διαμόρφωσης της νεωτερικότητας ως κατ' εξοχήν αστικού πολιτισμού.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Στην κοινωνιολογία της πόλης τρία έργα έχουν επικαθορίσει ουσιαστικά, ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τις θεωρητικές κατευθύνσεις ενός γνωστικού πεδίου, το οποίο στην Ελλάδα πάντως, παραμένει αγνοημένο από τους θεράποντες των κοινωνικών επιστημών, αλλά και από τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους: το δοκίμιο του Γκέοργκ Ζίμμελ, «Η πόλη και η ψυχή», που δημοσιεύτηκε το 1903, «Η πόλη» του Μαξ Βέμπερ, η οποία εκδόθηκε πέντε χρόνια αργότερα, ως συναγωγή κειμένων, καθώς και «Η πόλη», των Ρόμπερτ Ε. Παρκ και Eρνεστ Γ. Μπάρτζες, που κυκλοφόρησε το 1925.

Και τα τρία επιχειρούν να προσεγγίσουν ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, στις ιστορικές και κοινωνιολογικές του διαστάσεις, πρωτίστως στην περίοδο της νεοτερικότητας, όσον αφορά τον Ζίμμελ και τους Παρκ & Μπάρτζες, δηλ. το σχηματισμό κοινωνικής ομάδας σε δομημένο κοινωνικό χώρο.



Mια άλλη προσέγγιση



Στην ακολουθία των εκδόσεων, ο Βέμπερ παρεμβάλλεται όχι απλώς χρονικά, αλλά κυρίως επιχειρηματολογώντας για μια άλλη προσέγγιση του φαινομένου: απορρίπτει την ιδέα του Ζίμμελ, ότι το μέγεθος συγκροτεί μία προϋπόθεση για τον σχηματισμό της πόλης, θεωρώντας ότι τα ζητήματα της οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης είναι σημαντικότερα στοιχεία για τη διερεύνησή του και συμπεραίνοντας ότι «κάθε πόλη είναι αγοραίο κέντρο, δηλαδή έχει μία τοπική αγορά ως οικονομικό κέντρο», προβαίνοντας ταυτόχρονα σε μία πρώτη διάκριση ανάμεσα στην καταναλωτική, την παραγωγική και την εμπορ(ευματ)ική πόλη, με δεδομένη την πολιτική της αυτονομία, στη μετάβασή της από τον Μεσαίωνα στον δυτικό καπιταλισμό.

Η κοινωνιολογική θεώρηση του Βέμπερ εκκινεί από την «αγοροκεντρική» προσέγγιση του φαινομένου, από την «μόνιμη αγοραία εγκατάσταση», που υπερβαίνει τη γαιοδεσποτική έδρα και τις συνακόλουθες συναλλαγές. Για τον Βέμπερ η πόλη, στο στάδιο της μετάβασης από την κοινότητα στην κοινωνία (Ταίννις), ανασυγκροτείται και αναδιοργανώνεται, καθώς αποβάλλει σταδιακά τα φεουδαρχικά κατάλοιπα (γένη, συντεχνίες, ταμπού) και αυτονομείται σε μία «ιδρυματική κοινωνικοποιητική σχέση», που διαμορφώνει και, ταυτόχρονα, διαμορφώνεται από τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, που συνεπάγονται και ταυτόχρονα επιβάλλουν μια αναδιάρθρωση του χώρου.



H δυτική πόλη



Με τη σκευή του ιδεότυπου και της τυπολογίας, ο Βέμπερ διεισδύει στον ιστορικο-κοινωνικό χώρο και μας «ξεναγεί» στις πόλεις του, εκείνα τα αστεακά πρότυπα, που θεμελίωσαν ουσιαστικά τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, ως απότοκες του δυτικού καπιταλισμού και πολιτισμού, αντιδιαστέλλοντας την αρχαία με τη μεσαιωνική πόλη, και τις πόλεις της Δύσης με της Ανατολής, θεωρώντας ότι παρά τις ομοιότητες, η δυτική πόλη αποτέλεσε τη βάση της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά και την «εστία» του πνεύματος του καπιταλισμού. Στη συναγωγή των πέντε κειμένων του Βέμπερ για την πόλη, που έχουν αφετηρία τους το ογκώδες έργο «Οικονομία και Κοινωνία», στην αναλυτική εισαγωγή του Θ. Γκιούρα, καθώς και στις εμβόλιμες μεταφραστικές του παρατηρήσεις, ο αναγνώστης οδηγείται με ασφάλεια στον δαίδαλο των σκέψεων και των συλλογισμών του Γερμανού κοινωνιολόγου, στην προσπάθειά του να μελετήσει ιστορικά και κοινωνιολογικά την αστεακή-αστική συγκρότηση της κοινωνίας.

Ο Θανάσης Γκιούρας μάς προσφέρει, με μεθοδικότητα, συγκρότηση και χρηστική διάθεση, μία υποδειγματική εργασία, τόσο στην απόδοση του πρωτοτύπου, όσο και στον σχολιασμό και τη θεωρητική του συγκρότηση, καθώς αποτελεί λαμπρή εξαίρεση στο σύνολο των αναλόγων εγχειρημάτων. Θα προσυπογράψουμε τις καταληκτήριες παρατηρήσεις του σχετικά με την υποδοχή του έργου του Βέμπερ στην Ελλάδα, που σχετίζεται με τον «υπανάπτυκτο χαρακτήρα των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες ολισθαίνουν σε μία φιλολογική διαχείριση των θεμελιωτικών προκειμένων», συμπληρώνοντας ότι αυτή συμβαδίζει με τη «εργαλειοποίηση του λόγου», στην οποία έχει καταφύγει ένα μεγάλο μέρος των Eλλήνων διανοουμένων, θα διαφωνήσουμε, όμως, με την άποψη ότι «η κοινωνιολογία του Παρκ χωρεί από την μάλλον επιφανειακή προσέγγιση του Γκέοργκ Ζίμμελ στο αστεακό φαινόμενο». Η θεωρία της νεοτερικότητας καθώς και η κοινωνιολογία της πόλης, με τα συναφή πεδία της αστεακής ανθρωπολογίας, της εθνογραφίας και των σπουδών του πολιτισμού, οφείλουν την ανάπτυξή τους ακριβώς στο γεγονός ότι οι Aμερικανοί κοινωνιολόγοι ήταν εκείνοι που ουσιαστικά ανέδειξαν τη σημασία του έργου του Ζίμμελ, έχοντας, πάντως, μελετήσει συστηματικά την «Πόλη» του Μαξ Βέμπερ.



ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/5/2003






ΚΡΙΤΙΚΗ



Πόσοι αναγνώστες δεν έχουν παραμερίσει ένα κακογραμμένο ή ξεπερασμένο εγχειρίδιο, προκειμένου να πιάσουν κάποιο από τα έργα των μεγάλων κλασικών; H αναδρομή στην πρώτη, κλασική διατύπωση ερωτημάτων για την πολιτική και την κοινωνία έχει κάτι το διδακτικό και συνάμα γοητευτικό. Ειδικά στην κοινωνιολογία, διδάσκεται κανείς πολλά από τη συνθετική ικανότητα και το εύρος τεκμηρίωσης των Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ και Τοκβίλ και ταυτοχρόνως αισθάνεται ότι μετέχει, έστω ως αναγνώστης, σε δημόσιους διαλόγους που κρατάνε αιώνες τώρα και εξακολουθούν να έχουν σημασία. Με αυτή την έννοια, το κλασικό είναι πάντοτε μοντέρνο.



H έκδοση των κλασικών



H έκδοση της Πόλης του M. Βέμπερ, δηλαδή του τελευταίου μέρους του έργου του Οικονομία και κοινωνία, στα ελληνικά θέτει ξανά το δίλημμα αν αξίζει να παρουσιάζονται οι κλασικοί στη γλώσσα μας με τρόπο ημιτελή και βεβιασμένο ή αν, αντιθέτως, η ελληνική έκδοση έχει νόημα μόνο αν είναι πολύ επιμελημένη. Υπέρ της πρώτης άποψης θα συνηγορήσουν όσοι πιστεύουν ότι η επαφή με τα κλασικά έργα έχει από μόνη της αξία, εφόσον βέβαια από τη μετάφραση βγαίνει νόημα. Στο συγκεκριμένο έργο, στον βαθμό που μπορώ να κρίνω, παρά κάποιες συζητήσιμες επιλογές (όπως «παραθέσεις» αντί για το σωστό διευκρινίσεις ή σημεία, «κοινωνικοποιημένη σχέση» αντί για κοινωνικοποιητικός σύνδεσμος ή ένωση) ο κόπος του μεταφραστή είναι προφανής και το νόημα αποδίδεται ευκρινώς. Είναι όμως αυτό αρκετό;

Υπέρ της δεύτερης, αυστηρότερης άποψης, θα ταχθούν όσοι πιστεύουν ότι είναι κρίμα οι κλασικοί να εκδίδονται στα ελληνικά, όπως συνέβη με το ανά χείρας έργο, χωρίς θεώρηση της πρόσληψης της Πόλης από τους μεταγενέστερους κοινωνιολόγους (καθώς το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1921), χωρίς ευρετήρια στο τέλος του έργου και χωρίς καν παραγράφους σε αρκετές σελίδες συνεχόμενου κειμένου. H ελληνική έκδοση της Πόλης ακολουθεί την επώδυνη για τον αναγνώστη επιλογή του γερμανικού πρωτοτύπου να παραθέτει το κείμενο σε συνεχείς αράδες. Αλλά σε αντίθεση με την τελευταία γερμανική έκδοση (τόμ. 22/5 των Απάντων του Βέμπερ, επιμ. B. Νίππελ, Τύμπινγκεν, 1999), η ελληνική έκδοση δεν προσφέρει τις βοήθειες του πρωτοτύπου (σχετικά μικρό μέρος του κειμένου ανά σελίδα, αρίθμηση των αράδων κ.ά.). Το γνωστό, ξερό ύφος του Βέμπερ και η πληθώρα ιστορικών και νομικών λεπτομερειών καθιστούν τέτοιες βοήθειες απαραίτητες. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να χωρίσει το κείμενο σε μικρότερες παραγράφους, όπως έχουν κάνει οι Γκ. Ροτ και Κλ. Βίτιχ στην αγγλική έκδοση. Ενδεικτικό, τέλος, της βιασύνης με την οποία τυπώθηκε το βιβλίο είναι το εξής: στην Εισαγωγή (σελ. 7-52), όπου τυχόν στις υποσημειώσεις υπάρχουν γαλλικές λέξεις με τόνο ή γερμανικές με «ούμλαουτ», μαντεύει κανείς παρά διαβάζει το κείμενο. Και αυτό γιατί όπου τυχόν υπήρχε γαλλικό τονιζόμενο φωνήεν ή γερμανικό «ούμλαουτ», οι εν λόγω ξένες λέξεις έχουν τυπωθεί με άσχετους εμβόλιμους ελληνικούς χαρακτήρες: το αποτέλεσμα είναι μη αναγνώσιμο.

Εχουν καμιά σημασία όλα αυτά μπροστά στην αξία της προσφοράς της σκέψης του Βέμπερ στο ελληνικό κοινό; Μήπως δεν είναι ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος που χρόνια τώρα προσπαθεί μόνος του να δημοσιεύσει μεταφράσεις από το έργο του Βέμπερ (παλαιότερα με μεταφραστή τον Μιχ. Κυπραίο, πρόσφατα με τον Θαν. Γκιούρα, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης); Πολύ παλιά το EKKE είχε εκδώσει μεθοδολογικά δοκίμια του Βέμπερ και πρόσφατα ένας-δυο ακόμη εκδοτικοί οίκοι έχουν δημοσιεύσει άλλα κείμενα του Βέμπερ. Ωστόσο, σε αντίθεση με την περίπτωση του Μαξ, δεν υπάρχει στα ελληνικά ένα «σώμα» του έργου ενός από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους.



Το περιεχόμενο του βιβλίου



H Πόλη βρίθει ειδολογικών διαφοροποιήσεων και ιστορικών αναφορών. Το βεμπεριανό επιχείρημα ξεδιπλώνεται ως ένα κοινωνιολογικό μοτίβο (ιδεότυπος), με πολλές παραλλαγές. Ετσι, με τον φόβο της σχηματοποίησης, μπορούμε να πούμε ότι το κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι το γιατί ειδικά στη Δύση, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, παρουσιάστηκε το μαζικό φαινόμενο της νεοτερικής πόλης.

Σύμφωνα με τον Βέμπερ, πόλη ήταν μια εγκατάσταση που είχε χαρακτήρα συνδέσμου μεταξύ των κατοίκων της και τα εξής χαρακτηριστικά: οχύρωση, αγορά, δικαστήριο και δικό της δίκαιο και μερική αυτονομία, δηλαδή διοίκηση μέσω αξιωματούχων, στον διορισμό των οποίων συμμετείχαν με κάποιον τρόπο οι δημότες. Στις πόλεις της Ανατολής απουσίαζε η κοινότητα των δημοτών (η «ορκωτή κοινότητα») που βρίσκουμε στη μεσαιωνική Δύση, όπου οι δημότες διέρρηξαν κάποια στιγμή τους παλαιότερους δεσποτικούς δεσμούς που τους υπότασσαν ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς αφέντες (ηγεμόνες, εκκλησιαστικές αρχές κ.ά.). Επρόκειτο για έναν σφετερισμό της εξουσίας που επιχείρησαν οι πατρικίοι, ένα στρώμα προυχόντων με δύναμη και οικονομική ανεξαρτησία. Περί τον 13ο αιώνα ξεκίνησαν επαναστάσεις των πληβείων κατά των πατρικίων (η «πληβειακή πόλη»). Μετά όμως από τη νίκη των πληβείων, το πολίτευμα εξελίχθηκε σε τυραννίδα, κυρίως στις ιταλικές πόλεις. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, που ενδιαφερόταν για τις προϋποθέσεις των επαναστάσεων, ο Βέμπερ προτιμούσε να τονίζει τις απρόβλεπτες συνέπειές τους.

H πόλη της Δύσης διέφερε επίσης από τις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πόλεις, η κοινωνική οργάνωση των οποίων διακρινόταν από έναν αριθμό φυλών, φατριών και γενών, καθώς και από διαφορετικές συνθήκες προέλευσής τους. Αλλη σημαντική διαφορά ήταν ότι οι αρχαίες πόλεις ήταν κυρίως πόλεις οπλιτών, ενώ οι μεσαιωνικές, πόλεις επιτηδευματιών. Αντίθετα με όσους υπογραμμίζουν τη διαχρονική σημασία της αρχαιοελληνικής πόλης, κατά τον Βέμπερ, ούτε το σύγχρονο κράτος ούτε ο καπιταλισμός έχουν την αφετηρία τους στην αρχαιότητα. Και τα δύο αυτά φαινόμενα συνδέονται με τη μεσαιωνική πόλη της Δύσης.

Συνοπτικά, έχουμε μια υποδειγματική κοινωνιολογική ανάλυση που διαλύει στερεότυπα. Γι' αυτό, παρά τα όποια προβλήματα, άξιζε η έκδοση της Πόλης και οι εκδόσεις Κένταυρος (που για τη συγκεκριμένη έκδοση ενισχύθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) είναι αξιέπαινες για τη μονήρη επιμονή τους. Απλώς λυπάται κανείς για τη μειωμένη απόλαυση που θα έχει ο έλληνας αναγνώστης, ερχόμενος σε επαφή με ένα κείμενο το οποίο ο P. Μπέντιξ έχει χαρακτηρίσει ως συνδετικό αρμό του συνολικού έργου του Βέμπερ.



Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος(καθηγητής του τμήματος Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 13-07-2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!