Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
68%
Τιμή Εκδότη: 9.18
2.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
383788
Συγγραφέας: Βαγενάς, Νάσος
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:76
Ημερομηνία Έκδοσης:01/05/2001
ISBN:2229600419137

Περιγραφή

ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι Σκοτεινές Μπαλλάντες είναι το όγδοο ποιητικό βιβλίο του Νάσου Βαγενά (Ν.Β.) που, εμφανιζόμενος για πρώτη φορά με το Πεδίον Αρεως, 1974, εφέτος συμπληρώνει αισίως πάνω από 25 χρόνια παρουσίας στα ποιητικά δρώμενα του τόπου. Αυτό σημαίνει ότι η ποιητική του φυσιογνωμία έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί και το έργο του έχει αποκτήσει σαφή και ευδιάκριτα γνωρίσματα, αν και ο χρόνος φυσικά δεν αποκλείει ενδεχόμενες δραματικές μεταβολές. Ο Ν.Β. είναι (εκτός των άλλων) και ειδικός στη θεωρία της λογοτεχνίας και έχει διατυπώσει επανειλημμένως απόψεις για την ποιητική κατάσταση του καιρού μας και ιδιαίτερα για την «κρίση» του ελεύθερου στίχου και την ανάγκη για μια επαναφόρτιση, ή «επαναμάγευση» όπως ο ίδιος προτιμά, του ποιητικού λόγου (βλ. λ.χ. Νέα Εστία, τ. 1734, Μάιος 2001). Οπωσδήποτε οι θεωρητικές απόψεις ενός ποιητή για την ποίηση δεν αρκούν να εξηγήσουν την ίδια την ποίησή του, ωστόσο οι Μπαλλάντες μάς προσφέρουν την ευκαιρία να δούμε (τουλάχιστον σε ένα βαθμό) πώς ο Ν.Β. αντιλαμβάνεται αυτή «την εκ νέου ποιητικοποίηση» της ποιητικής γλώσσας που ευαγγελίζεται. Το σημαντικότερο: ανεξάρτητα από τη χρησιμότητα της πρότασης του Βαγενά, οι Μπαλλάντες δείχνουν έναν ευανάγνωστο τρόπο γραφής, ή κατασκευής ποιημάτων, μιαν όντως ηθελημένη πρόσληψη ενός συγκεκριμένου ποιητικού desideratum. Ανεξάρτητα δηλαδή από τον βαθμό της ποιητικής «αξιοπιστίας» της, η συλλογή διατυπώνει ένα σαφές αίτημα, αυτό που ο Ν.Β. αποκαλεί «αίτημα μιας νέας οργανικότητας», αυτή που πρέπει να αντικαταστήσει την υπάρχουσα «συναισθηματική διάλυση» στην οποία μας έχουν οδηγήσει οι μεταμοντέρνοι καιροί.

Ποιοι είναι οι τρόποι τους οποίους μετέρχεται ο Ν.Β. προκειμένου να φτάσει με τις Μπαλλάντες του στην ποιητική «οργανικότητα» που οραματίζεται; Αυτό που προφανέστερα κάνει είναι να «ενορχηστρώσει» απαρχής τον ήδη «άτονο», όπως πιστεύει, και «άμμετρο» ελεύθερο στίχο ώστε όχι μόνο ο λόγος να ήχει μουσικότερος αλλά και να περιορίζονται αισθητά τα «κενά» που συνήθως δημιουργούνται από το χαλαρό και το «πεζό» αυτού του στίχου. Τι διαπιστώνουμε να συμβαίνει μέσα σε αυτό το «νέο» περιβάλλον του ελεύθερου πλην προσωδιακά οργανωμένου στίχου; Καθώς ελέγχεται αδιάλειπτα ο ρυθμός ροής της ποιητικής μάζας ώστε να χωνεύει ένα όντως ατίθασο λεκτικό (η ρίμα ηχεί κάποτε επιδεικτική και εξεζητημένη) ο παραγόμενος λόγος δίνει την εντύπωση ενός ευρηματικού παιγνίου που μας διασκεδάζει στην πρώτη επαφή. Επισκεπτόμενοι όμως για δεύτερη φορά τη συλλογή ανακαλύπτουμε πως αυτός ο τρόπος εκφοράς των ποιημάτων είναι παραπλανητικός. Ή να το πω με αλλιώς: ο Ν.Β. δεν επιζητεί την ειρωνεία διά μέσου της γλώσσας του, το όλο εγχείρημα είναι ειρωνικό. Γι' αυτό και τα περισσότερα ποιήματα στις Σκοτεινές Μπαλλάντες είναι τελικά «σκοτεινά», κρύβουν δηλαδή μέσα τους περισσότερα από όσα φαίνονται να λένε τάχα παιγνιωδώς. Θα ήταν επομένως σφάλμα να αντιμετωπίσουμε τις Μπαλλάντες ως ασκήσεις δεξιοτεχνίας ή ως επιτυχή δείγμα ποιητικής μονομανίας. Ο Βαγενάς ενσυνείδητα και προγραμματισμένα θέτει εδώ σε πλήρη εφαρμογή ένα σχέδιο (που έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από το 1989 με την Πτώση του Ιπτάμενου) αναδιάταξης των ποιητικών τρόπων μετά την «κατάρρευση» του ελεύθερου στίχου. Αυτό το κατασκευαστικό σχέδιο του Ν.Β. έχει οπωσδήποτε στοιχεία μανιέρας και είναι άγνωστο αν θα οδηγήσει τελικά σε «μια νέα τάξη πραγμάτων», σε μια νέα αντίληψη για την ποίηση και για τον ρόλο της κατά συνέπεια. Ομως είτε συμφωνούμε μαζί του είτε όχι πρέπει να δεχτούμε πως το εγχείρημα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Τα 48 ποιήματα της συλλογής είναι μικρές αφηγήσεις φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ομως καθώς το πρώτο ποίημα επιγράφεται «Γένεσις» και το τελευταίο «Επίλογος» και από κανένα σχεδόν ενδιάμεσο δεν ελλείπει ρητή ή λιγότερο ρητή αναφορά σε όρους ποιητικής και σε ονόματα ποιητών, είναι προφανές πως οι Μπαλλάντες στηρίζονται σε ένα πυκνό δίχτυ ομοειδούς υφής. Το μείζον θέμα δεν είναι κατά τη γνώμη μου η ποιητική, μολονότι κάποιος θα μπορούσε να το υποστηρίξει κι αυτό. Το μείζον θέμα είναι μια προσπάθεια αυτοβιογραφίας με όρους ποιητικής. Αυτό που ένας άλλος θα έκανε με όρους λ.χ. ιστορικούς, ή κοινωνικούς, ή μεταφυσικούς, ο Βαγενάς το κάνει με όρους ποιητικής. Δεδομένου μάλιστα ότι το φέρον στοιχείον των ποιημάτων φαντάζει ήδη ως ειρωνική όσο και «σκοτεινή» κατασκευή, η αυτοβιογραφική εικόνα που ο Βαγενάς προσπαθεί να «κρεμάσει» επάνω της είναι εκ των πραγμάτων αποσπασματική όσο και φανταχτερή. Τόσο φανταχτερή και δόλια όσο μπορεί να είναι η σάτιρα και ο αυτοσαρκασμός. «Ω ψυχή μου, ξύπνα από τη νάρκη σου, / πέταξε τα ενδύματα του Νάρκισσου. / Σήκω απ' τη βαθειά σου πολυθρόνα, / βάδισε στο μάτι του κυκλώνα: / στην καρδιά του σκότους όπου, λάφυρο, / σε προσμένει αχνοβεγγοβολώντας το άπειρο» (τελευταία στροφή από το ποίημα «Σκοτεινή Μπαλλάντα». Και αυτή η παρατήρηση αναγκαστικά με φέρνει σε ένα τελευταίο σημείο αυτής της μικρής παρουσίασης.

Σημείωσα ήδη ότι βρίσκω το εγχείρημα του Ν.Β. (το αίτημά του, αν θέλετε) εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δεν γνωρίζω (ποιος μπορεί να το γνωρίζει;) αν τούτος ο δρόμος θα οδηγήσει σε μια «νέα τάξη πραγμάτων». Ομως παρά τη συνειδητή εκζήτηση που το παίγνιο αυτό συνεπάγεται, η όλη προσπάθεια δεν αποσκοπεί να πραγματώσει απλώς μια «νέα» ποιητική κατασκευή ­ η συνεχώς φανερωμένη και συνεχώς συσκοτισμένη αυτοβιογραφία (όπως την περιγράψαμε) αλλού θα πρέπει να οδηγεί. Πού; Θα απαντήσω με το παράδειγμα του Καρυωτάκη, με τον οποίο ο Βαγενάς φαίνεται να έχει ιδιαίτερους δεσμούς, που εδώ δεν μπορούμε να αναλύσουμε. Το σχέδιο ή το αίτημα του Καρυωτάκη, καθώς αναμορφώνει μια νέα στιχουργία, άρα και μια νέα ποιητική, είναι να συντάξει αρχικά τη βιογραφία του με όρους ποιητικής και στη συνέχεια να συντάξει την ιστορία με όρους βιογραφικούς. Βρίσκω πως ο Βαγενάς επιζητεί κάτι αντίστοιχο, μολονότι φυσικά ζει σε ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έζησε ο Καρυωτάκης. Ομως, τηρουμένων των αναλογιών, έχουμε ένα ανάλογο σχέδιο. Με μια όμως σημαντική διαφορά: ο Βαγενάς βρίσκεται ακόμη στο πρώτο στάδιο του σχεδίου, καθώς μόλις έχει συντάξει την αυτοβιογραφία του. Η πραγματική πρόκληση βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο. Οποτε και εάν ποτέ τεθεί σε εφαρμογή.



Γιώργης Γιατρομανωλάκης

ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-11-2001






ΚΡΙΤΙΚΗ



Επειτα από εφτά ποιητικά βιβλία, μελέτες και δοκίμια για την ποίηση, ο Νάσος Βαγενάς στο όγδοο ποιητικό βιβλίο του, μέσω της ποίησης, ανοίγει μια πολυεπίπεδη συνομιλία με την ίδια την Ποίηση, κάνοντας ποιητική πράξη το στίχο του Wallace Stevens «Η ποίηση είναι το θέμα του ποιήματος/ Απ' αυτήν το ποίημα βγαίνει και σ' αυτήν γυρίζει» (Η πτώση του ιπτάμενου, «Στιγμή», 1989). Το εγχείρημα είναι και τολμηρό και επικίνδυνο. Τολμηρό μεν, γιατί δεν περιορίζεται στα σίγουρα ποιητικά μονοπάτια που εξασφαλίζουν το καταγεγραμμένο βιωμένο συναίσθημα και η ενδοσκόπηση, επικίνδυνο δε, γιατί αν διαταραχθούν οι λεπτές ισορροπίες, το όλο εγχείρημα μπορεί να πάρει τη μορφή μιας αντιπαθητικής και στυφής διανοητικής κατασκευής. Στην περίπτωση, όμως, του νέου ποιητικού βιβλίου του Νάσου Βαγενά, όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά, αντιθέτως, οι ισορροπίες είναι απολύτως αρμονικές, με αποτέλεσμα ένα διαυγές, στέρεο, πασπαλισμένο με λεπτές δόσεις ειρωνείας και υπόγειων γλυκόπικρων δονήσεων, άρτιο ποιητικό αποτέλεσμα.

Θα πρέπει να παρατηρήσω πως ο Νάσος Βαγενάς είναι ένας ευαίσθητος και λυρικός ποιητής και πως η ποίηση που μας έχει δώσει μέχρι σήμερα, πουθενά δεν σκιάζεται ή υπονομεύεται ή νοθεύεται από την άλλη του ιδιότητα, του μελετητή, κριτικού και καθηγητή της Φιλολογίας· πουθενά δηλαδή δεν παίρνει το επάνω χέρι η ορθολογική ποιητική κατασκευή σε σχέση με τη συγκίνηση και το λυρισμό του ποιήματος. Ακόμη, θα πρέπει να προσθέσω πως ο λυρισμός τους Βαγενά διαθέτει μια εσωτερική ευγένεια, έτσι ώστε το ποίημα να μην εκτρέπεται σε μελοδραματισμούς, αντιθέτως, να φανερώνει έναν τρυφερό και κάποτε ρομαντικό αισθησιασμό.

Στην περίπτωση όμως της καινούριας του ποιητικής κατάθεσης, το ποίημα δεν μπορεί να «μιλήσει» με την άμεση συγκινησιακή λυρική γλώσσα, διότι το ζητούμενο είναι το πώς θα επιτευχθεί η εσωτερική «συνομιλία» του ποιητή με το σώμα της ποίησης, χωρίς συγχρόνως το ποίημα να χάσει τους χυμούς του. Ο Νάσος Βαγενάς βρήκε το μόνο δρόμο που κρατά τις λεπτές ισορροπίες που ανέφερα παραπάνω κι αυτός περνά μέσα από την ειρωνεία.

Βεβαίως και σε προηγούμενα ποιητικά βιβλία του ο Βαγενάς ερωτοτροπούσε με την ειρωνεία, (π.χ., «Βάρβαρες ωδές», «Κέδρος», 1992) σ' αυτό όμως το ποιητικό βιβλίο του της παραδίνεται χωρίς επιφυλάξεις. Φέρνω ως παράδειγμα τους παρακάτω στίχους του ποιήματος «Ο θάνατος των ποιητών»: «Αν και οι πλέον ιδιότροποι των ανθρώπων/ οι ποιητές πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο./ Εξαιρώντας την αυτοκτονία/ που δηλώνει μεγαλομανία/ λίγοι απ' όσους έφυγαν νέοι/ είχαν ως αιτία θανάτου τα κλέη/ (λ.χ. ο Πούσκιν, που είχε αποκάμει/ καβαλώντας το καλάμι) / Στον Βιγιόν δεν άρεσε η δόξα / (όμως πήγε από άλλη λόξα)/ Αλλά και ο Πέρσυ Μπυς/Σέλλεϋ πέθανε αλαμπής». Πίσω από αυτήν την ειρωνεία και την παιγνιώδη -φαινομενικά- διάθεση, κρύβεται μια αίσθηση πικρής παραδοχής για το πέρασμα του χρόνου, την επερχόμενη φθορά, την πάσης φύσεως απώλεια, το θάνατο, μοτίβα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από την «Πτώση του ιπτάμενου» και που κυριαρχούν σ' αυτό το βιβλίο του, καταλαμβάνοντας τη θέση που κατείχε ο έρωτας στις προηγούμενες ποιητικές καταθέσεις του Νάσου Βαγενά. Εξαιρετικό δείγμα ανάμεσα στ' άλλα, το ποίημα «Σκοτεινή μπαλλάντα, γ.». «Ο θάνατος ήρθε ένα βήμα πιο κοντά/ Μου φαίνεται πως δεν κρατάει δρεπάνι αλλά απόχη./ Μα έχω πια μάθει να σκέφτομαι σωστά/ στα ερωτήματα που κανείς απαντά/ μ' ένα ναι ή μ' ένα όχι./ Θέλω να πω το μέλλον χτυπάει στο ψαχνό/ αλύπητα. Κι ανακαλύπτω/ με θλίψη πως έχω αρχίσει να ξεχνώ./ Πως όλα σκεπάζονται μ' ένα αχνό/ σύννεφο κι όχι με τη σκιά των ευκαλύπτων».

Πιστεύω πως και η συνομιλία του Νάσου Βαγενά με το σώμα της ποίησης -λειτουργία τελικά ερωτική, όπως φαίνεται να είναι και η ψυχοσύνθεση του ποιητή- γονιμοποιεί αυτά ακριβώς τα μοτίβα. Δεν αποκλείεται μάλιστα, για ν' αποφύγει ο ποιητής την υπερβολική συγκινησιακή φόρτισή τους, που θα βάραινε το ποίημα, το οποίο «είναι ένα πολύ λεπτό λουλούδι» που «τρέφεται με την κατάλληλη θλίψη» και που «η οργή μπορεί να το συντρίψει», να επέλεξε αυτούς τους ποιητικούς τρόπους και δρόμους, οι οποίοι μας διασταυρώνουν με τον Καρυωτάκη [κυρίως, εξού και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου] τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μαρτζώκη, τον Γκέτε, τον Βιγιόν, τον Λαφόργκ, τα χαϊκού, τα μαδριγάλια ...με την μακραίωνη παγκόσμια ποιητική παράδοση. Ο Βαγενάς, είτε συνομιλεί άμεσα με την ποίηση, υποδυόμενους τους παραδομένους τρόπους της, γονιμοποιώντας τους, καθώς τους μπολιάζει με τη δική του ευαισθησία, είτε έμμεσα με τους σύγχρονούς του ποιητές, αφιερώνοντάς τους ποιήματα τα οποία συνδιαλέγονται με τα δικά τους, όπως τον Γιάννη Κοντό, τον Μιχάλη Πιερή, τον Ηλία Λάγιο, τον Νίκο Λάζαρη κ.λπ.

Η συνομιλία ολοκληρώνεται με τα μεταφρασμένα ποιήματα του Οντεν και του Ρικς. Το ποιητικό αποτέλεσμα, τελικά, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, δικαιώνοντας τόσο το στίχο του Wallace Stevens ότι «η ποίηση είναι το θέμα του ποιήματος» όσο κι εκείνα τα οποία ο ποιητής θέλει να μετουσιώσει μέσω της ποιητικής διαδικασίας και να λυτρωθεί ο ίδιος απ' αυτά, ρίχνοντας ταυτόχρονα γέφυρες προς τον αναγνώστη.



ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!