Ο Α2 20 και μία μαρτυρίες του Εμφυλίου ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

10.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
564506
Συγγραφέας: Αποστολίδης, Ρένος
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:416
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2007
ISBN:2229600513361

Περιγραφή


Συνέχεια της "Πυραμίδας 67", του πιο μαχητικού αντιπολεμικού βιβλίου για τον Εμφύλιο, που γράφτηκε από κάποιον που δεν ανήκε σε καμμιά παράταξη, "ο Α2" του Ρένου δίνει την εωσφορική μορφή ενός αμείλικτου αξιωματικού Α2 (Πληροφοριών), που από καπετάνιος του ΕΛΑΣ, πέρασε στο Στρατό, όταν του σκότωσαν τη μάνα οι ομοϊδεάτες του, και της έστειλε 600 "γράμματα", καθώς τάλεγε 600 αντάρτες, κυνηγημένους έναν-έναν, πιασμένος κ' εκτελεσμένους με το ίδιο του το χέρι-, προσωποποιώντας την κόλαση της αδελφοκτονίας του '47-'49!..
Ο "Α2" πρωτοκυκλοφόρησε το 1968, χωρίς να σταλή στη Λογοκρισία, το πού και προκάλεσε τον επόμενο χρόνο τη δίωξή του απ' τη Δικτατορία.
Στον τόμο περιλαμβάνονται ακόμα 20 πολεμικά διηγήματα του Ρένου, πρώτη φορά συγκεντρωμένα απ' όλο του το πεζογραφικό έργο, που συνιστούν, στην ουσία, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα της εμφυλιακής πραγματικότητας.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)









ΚΡΙΤΙΚΗ



Οσες σελίδες κι αν έγραψε ο Ρένος για τον Εμφύλιο, καταγράφοντας «πλήρως κι απολύτως πιστά του κόσμου για να δει», όπως έλεγε, κανείς δεν θα κρατήσει τίποτε απ' όλ' αυτά. Καλώς ή κακώς, οι νέοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, δεν ενδιαφέρονται για κάτι που δεν έζησαν! Ο,τι δεν βρήκαν μπροστά τους δεν τους αφορά. Συνεπώς, κανείς δεν πρόκειται «να δει»... Αναγνώστες, ναι, θα υπάρξουν για τον Α2, όπως και για την Πυραμίδα 67. Αλλ' αυτό που θα μείνει, είν' η στάση του Ρένου, η φιλοσοφική του σκέψη και ο τρόπος γραφής...

Κοινό θέμα των γραφτών αυτού του τόμου, κατά τη θέληση των επιμελητών τουλάχιστον, είναι ο Εμφύλιος.

Προτάσσεται η νουβέλα «Α2» (γραμμένη από σκοπού, τον Απρίλιο του '68) κι ακολουθούν όλα τα σχετικά με τον Εμφύλιο διηγήματα που 'χε κατά καιρούς δημοσιεύσει. Τα διηγήματα αυτά, καλύπτοντας ένα διάστημα 30 τουλάχιστον χρόνων, χάνονταν μες στη θεματολογία της κάθε συλλογής του. Στα Καμένα φρένα, λ.χ., ξεχώριζε αμέσως, όχι ο «Κοροπούλης», αλλά το αγνωστικό-αναρχικό: «Το εγώ και το εμείς»· στους Εξάγγελους, όχι ο «Γουρουνέμπορας», αλλά η αριστοτελική κριτική του: «Κένταυροι» κι ο «Σκοτεινός»· απ' τους Αξονες, όχι το: «Εσύ κουβάλησες τα πτώματα», αλλά ο αινιγματικός «Φεγγίτης» ή «Το αιώνιο Διευθυντήριο», ενώ απ' το επιθανάτιο Μαύρο Καράβι, όχι οι «Σφραγίδες», αλλά το: «Ολα παίζουν την Υπαρξη» ή το κομμάτι που 'χε δώσει και τον τίτλο στο βιβλίο.

Παρατεταγμένα όμως χρονολογικά εδώ (κατά το υποκείμενο ιστορικό τους βίωμα, ώστε να παρακολουθεί ο αναγνώστης την εσωτερική αλληλουχία), τα 20 αυτά μοτίβα, που «παίζονται» πάνω στο ίδιο θέμα, συγκροτούν κάτι παραπάνω από μια απλή «συλλογή ήδη δημοσιευμένων γραφτών»: οι πολλαπλές λήψεις, η πάντα διαφορετική διάθεση στην αφήγηση (άλλοτε ως προσωπική μαρτυρία, άλλοτε ως κοινωνιολογική κριτική, κι άλλοτε ως φιλοσοφική πραγματεία ή πολιτική σάτιρα), η ελεύθερη κίνηση απ' το «τώρα» στο «τότε» κι αντιστρόφως, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, που «μπαινοβγαίνουν» σε πολλές σελίδες διαφορετικών διηγημάτων, κινώντας νήματα και προσδιορίζοντας την έκβαση διάφορων περιστατικών υπό το βλέμμα του αινιγματικού Α2, που «αφήνει», θαρρείς, το ξετύλιγμα των τεκταινόμενων -όλα αυτά κάνουν το κάθε διήγημα να λειτουργεί σαν «κεφάλαιο» ενός μυθιστορήματος μπαλζακικών προδιαγραφών, που παλεύει να πάρει μορφή.

Πέρα απ' το όποιο μορφολογικό ενδιαφέρον, εδώ πραγματώνονται αλλά κι επαναξιολογούνται οι «εξαγγελίες» της Πυραμίδας 67: η «Απολογία του κυνικού» (Πυραμίδα, 232 κ.ε.) δεν λειτουργεί πια ως θεωρητική διέξοδος του συγγραφέα σε μια κρίσιμη για τη ζωή του στιγμή («το ζήτημα είναι να ζήσεις αυτό που είσαι κι όχι να πεθάνεις γι' αυτό που είσαι»), παρά δοκιμάζεται στην πράξη -και αναιρείται: «εσύ δεν θέλεις σαν τους Γκούσους να ζήσεις» («Γουρουνέμπορας»)! Η «νέα γραφή» (Πυραμίδα, 270-3) που θα γίνεται όλο και πιο κοφτή, κατευθείαν στο νόημα, χωρίς πολλά «στολίδια» («Βιαζόμαστε, βιαζόμαστε - δεν έχουμε καιρό για μικρά και ασήμαντα! Σε μια λέξη κρίνεσαι! Ο,τι έχεις να πεις πέστο και βούλωστο! Δεν προλαβαίνεις!») συγκεκριμενοποιείται τώρα κι αρτιώνεται σ' όλα τα κείμενα του τόμου: απ' το αδύναμο «Δυο κύβοι», του '67, ώς το εξαιρετικό επιθανάτιο «Φαντάσματα;», που επαναβεβαιώνει: «Εσύ θέλεις να ΖΗΣ ελεύθερος, όχι στο Τίποτα νεκρός!»

Ο Ρένος, όπως κάθε αυτοβιογραφούμενος -Ντοστογιέφσκι, Νίτσε, Κίργκεγκορ ή Κάφκα-, ένα βιβλίο γράφει σ' όλη τη ζωή του. Συγκεκριμένα είναι τα θέματα που δουλεύει επίμονα· κι αν εξαιρέσουμε την αυστηρή περιγραφή στα: «Αναγκαστική στράτευση», «Ο θάνατος γελάει», «Ομόκαπνοι» κ.ά., πολλά κομμάτια ξεκινούν από διάφορα περιστατικά του Εμφυλίου, οδηγούν όμως εντελώς αλλού... Στο «Μάνα Φωτιά», πιάνοντας να περιγράψει το κάψιμο 40 καλυβιών του στρατηγείου Ζαχαριάδη στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο λόγος απογειώνεται και φεύγει σε κοσμικά τοπία των Προσωκρατικών (η πυρπόλησή τους καθίσταται ηρακλείτεια εκπύρωση), τινάζεται με πυρετικές εικόνες γερμανικής πια χροιάς, περιγράφοντας τη «μέθη των ψηλών βουνών» και τη νέα Επιστήμη που θα γραφτεί «στα Κατάψηλα, που αποφρυγανίζουν το αίμα σ' όλες τις αισθήσεις», τη «νέα Αστρονομία, όχι της Βαρύτητας και της Ανάγκης, μα της Εκτίναξης και της άπειρα μακροχρονισμένης Εκρηξης! Οπου τ' Αστρα θάναι Σύλληψη αστραπιαία κι Ονειρο πούφυγε μες απ' το μίσχο μιας φλόγας!» (320-1). Ο «Κοροπούλης» κι ο «Βοσκός της μνήμης» συνιστούν πραγματεία περί συνείδησης και μνήμης. Η «Πραγματικότητα» (το ισχυρότερο και πιο ανορθόδοξο κομμάτι) περιέχει όλο τον κόσμο του συγγραφέα σε ακραία διάσταση: 30 χρόνια μετά τις πρώτες αράδες της Πυραμίδας («Κανένα φως, κανένα ξάγναντο μπρος μου... Η πραγματικότητα προβαίνει με βαριά κι ακάθεκτα βήματα, καταπάνω μου...»), ο Ρένος χαστουκίζει εκείνο τον νέο στρατιώτη, χαρακτηρίζοντάς τον όχι απλώς άκαπνο αλλά και φλύαρο: «Η πραγματικότητα άλλη δουλειά δεν είχε: καταπάνω μου! Καταπάνω σ' ένα γιαννάκι τριώ μηνώ, οι ίδιες του οι ιδέες κ' οι φόβοι βαφτισμένοι "πραγματικότητα", κι "ακάθεκτοι" πάνω του! Ποια πραγματικότητα; Είχες και καιρό και τράττο να παρατηρείς και το είδος των βημάτων της, και να τα βρίσκεις κι "ακάθεκτα"! Ασε την πραγματικότητα! Λίγο "πραγματικότητα" λίγο "ψέμα"!



Μισό "αλήθεια", μισό "ψέματα"! Μισός "είσαι", μισός "δεν είσαι"!»



Κι αμέσως μετά, τα βάζει και με τον «σημερινό» εαυτό του, που κρατάει τάχα την αλήθεια «απ' τα λαγαρά»: «Τώρα σ' έπιασε: ντε και καλά όλος ποιος είσαι και μόνο ό,τι είσαι! (σα να βρήκες την πραγματικότητα και πάλι!) Ω ρε θα γελάσουμε!» Και ξεκινάει μια απάντηση χείμαρρος: «Να η πραγματικότητα: το γκάζι! Πάτατο να φεύγουμε! Πάτα το, κι όλα πατιούνται πάνω στο τίποτά τους, σα μολυβιές παιδιού πεισματωμένου να κάνει πιο αληθινό το σχέδιο! πιο αληθινό! 120 χιλιόμετρα αληθινό! 150, 180 αληθινώτερο! πατημένο 200 αληθινώτατο! πατημένο σαν αίμα αληθινό! Δεν είναι θάνατος, πολλή ζωή είναι, πατημένη στα 200! 'Η κι ας είναι και θάνατος! Ζήτω ο θάνατος παρά η ζωή τους - κόκκινα στοπ η ζωή τους θάνατος! Κι όταν τελειώνει, κυνήγα το! Οταν τελείωνει, πάτα! Λίγο παραπάνω είναι - το προλαβαίνεις! Μην ακούς τα κόκκινά τους στοπ! Τίποτα πιο ζωντανό από θάνατο μες στη ζωή! Πάτα παραπάνω!» Στο φουλ εδώ το οπλοστάσιο του ρενικού λόγου, με πλάγια, αραιά, κεφάλαια, παύλες, ενωτικά, εναλλασσόμενα καταιγιστικά μπροστά στον αμήχανο πια αναγνώστη, που καλείται στα καλά καθούμενα, μέσω της ανάγνωσής του, πιάνοντας τα χειριστήρια ν' «απογειώσει» ένα τερατώδες αεριωθούμενο!... Αυτονόητο, λοιπόν, ότι το θέμα «Εμφύλιος» περνάει σε δεύτερη μοίρα, ξεθωριάζει! 'Η, αν θέλετε, λειτουργεί σαν «χαλί» που στρώνεται διακριτικά για να καλπάσει πάνω του ο κόσμος του συγγραφέα...

Οι ατμόσφαιρες αλλάζουν κάποτε άρδην. Απ' τα υπερκόσμια τοπία των Προσωκρατικών ή του γερμανικού ρομαντισμού, φτάνει στον ύμνο της μηχανής, της ταχύτητας και του ανοιχτού δρόμου. Είναι μια συμβολή στη «μυθιστορία του δρόμου», που ξεκινάει απ' τη διαδρομή Φαλήρου - Αθήνας στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ή και με τα χοντρά αστεία που 'παιζαν διάφοροι επιτήδειοι σε αθώους και ανυποψίαστους πολίτες στην παραλιακή του Σουνίου (όπως βγαίνουν από λόγους του Δημοσθένη), ώς τους μπίτνικς της δεκαετίας του '50, που λατρεύουν τον δρόμο ως σύμβολο αντισυμβατικότητας κι ελευθερίας. Και είναι τέτοια η λατρεία του συγγραφέα για όλα αυτά τα στοιχεία, ώστε ενώ περιγράφει ένα road trip στην ελληνική επαρχία, αποπνέει την απεραντοσύνη της αμερικανικής υπαίθρου· η ορμή του λόγου μεταμορφώνει την Εθνική Αθηνών - Λαρίσης σε αυτοκινητόδρομο της Καλιφόρνιας! «Η άσφαλτο ανοιγότανε μπρος μας ολόιση, κόψη ξυραφιού, και στο βάθος, πέρα, μια στροφή χαμογέλαε, σαδιστικά, με την παλάβρα μας. Μια άσφαλτο στο μισόφωτο παγωμένη! Δίχως ταμπέλλα, δίχως τίποτα!

Μια άσφαλτο που ξεκίναγε αυτού για μας, λίγα μέτρα έξω απ' τις κουβέρτες του στρατολόγου, και δεν έγραφε τίποτα - δεν είχε όνομα, δεν την ήξερε άλλος στον κόσμο: Ζωή κι ελευθερία μας!

Κανείς άλλος έτσι την ίδια ασήμαντη άσφαλτο εκείνη τη στιγμή! Στον κόσμο, στο σύμπαν, στον άπειρο χρόνο και χώρο ΜΟΝΟ εμείς!» (Από τον «Γουρουνέμπορα», που θυμίζει το πρώτο «μπιτ» κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 50 χρόνια πίσω, το Θείο Τραγί του Σκαρίμπα). Προσέξτε με τι ηδονή περιγράφει ο Ρένος τον δρόμο: «Τα τζέεμς έτρεχαν! έτρεχαν! πάνω στη ροδαλή πήλινη λεωφόρο, ροδαλή κι αναψοκοκκινισμένη, σα νάναι φρεσκοποτισμένη και δροσερή - δροσερή μες στο λιοπύρι!» («Μεταπόλεμος»), ή τις οδηγητικές μανούβρες: «Το τζέεμς βρόνταγε και μούγκριζε πυρωμένο στο χωματόδρομο, βούταγε κι ανασηκώνονταν και ξαναμουντάριζ' άγρια σκαμπανεβάζοντας σα σκούνα σε χοντρή θάλασσα πάνω στις δέκα ρόδες του, μαρσάροντας - ξαναμαρσάροντας στις βαθιές λακκούβες και τ' ατέλειωτο κακοτράχαλο! γκαπ! γκουπ! μπαν! νταν! κάθε τόσο βαράγαμ' άγρια στις μπάρες, τόστριβ' ολοένα ο Λέλης μαγκιόρα, το μανουβράριζε συνέχεια, το μαρσάριζε, τόκοβ' απότομα, πάλευε ασταμάτητα πάνω στο τιμόνι σα να διάλεε κύματα, μια λοξά με τη μούρη καταπάνω, να οσμίζεται λες σας μπουλντόγκ τα πουρνάρια...» («Ομόκαπνοι») - όπου η διαδρομή Μακρυνόρος - Αγρίνιο μοιάζει με μακρόσυρτο σόλο σαξοφώνου, που με δυο ανάσες βγάζει 3 σελίδες πυκνού μακροπερίοδου κειμένου, παιγμένο σ' έναν φρενήρη ρυθμό συνειρμού και παρήχησης. Αλλοτε, πάλι, ο λόγος «κόβει ταχύτητα», γίνεται επιγραμματικός, σαν οδηγίες σκηνοθέτη, ή σαν τραγούδι Αμερικανών storytellers, που σε 10 μόλις αράδες συμπυκνώνουν τόμους ολάκερους μυθιστορημάτων («Εμβέλεια του Μαύρου Οπλου», σελ. 80-3).

Η εισαγωγή των επιμελητών περιγράφει εξαιρετικά το χρονικό συγγραφής κι έκδοσης του «Α2», περιέχει την αλληλογραφία συγγραφέα και «ήρωα», τη συνάντηση με τον Παπαδόπουλο, το πρόβλημα της Λογοκρισίας, κι όλο το παρασκήνιο του τριγώνου συγγραφέα-«ήρωα»-δικτάτορα, την περίφημη «κυβερνητική ανακοίνωση» που εξαιρούσε το ομώνυμο έργο «πάσης Λογοκρισίας» (!) ώς το τέλος της φαρσοκωμωδίας με τη διακήρυξη των Νέων Ελληνικών τον Μάιο του '69. Υπάρχουν σχόλια που παρακολουθούν στενά κάθε αράδα κειμένου, μην αφήνοντας τίποτα σκοτεινό, μαζί με ανέκδοτα κείμενα και σχόλια του ίδου του Ρένου.

Πέρα απ' ό,τι θα 'χε να επικρίνει ή να επαινέσει κανείς (τη συνθετική αδυναμία αφ' ενός, μα και το τεράστιο εκφραστικό οπλοστάσιο του συγγραφέα απ' την άλλη), ο τόμος αποτελεί ένα σπάνιο καλειδοσκόπιο γραφής, που δεν ήταν -να το παράδοξο με την περίπτωση Αποστολίδη! -τεχνοτροπία: ήταν ο ίδιος ο Ρένος, φανατικός τηρητής του νιτσεϊκού «Γράφε με αίμα και θα δεις πως το αίμα είναι πνεύμα»· ήταν η πεμπτουσία της ακραίας ψυχοσύνθεσής του, που από την τρυφερότητα σε ανθρώπους ή σε ζώα -ακόμα και τη λύπηση για τους θύτες!- και την κατάφαση στη ζωή όποια είναι, εκτινασσόταν στο άλλο άκρο, στο αναρχικό-μηδενιστικό «γέλα και καίγε τους!», στον στιρνερικό εγωτισμό του: «ΑΥΤΟΙ νάχουν δικαιώματα, κανένα εσύ!», ή στον μποντλερικό εωσφορικό ρομαντισμό του «μαύρου φέγγους».



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΟΥΒΑΛΕΡΗΣ (Μεταφραστής)

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/06/2008

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!