Ανήσυχη παρέα

285103
Συγγραφέας: Φουέντες, Κάρλος
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:296
Μεταφραστής:ΜΠΟΝΑΤΣΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2006
ISBN:9789600342390


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


«Ίσως, όπως το βαμπίρ, ο Θεός να είναι ένα πλάσμα νυχτερινό και μυστηριώδες που δεν καταφέρνει να εκδηλωθεί ή να κατανοήσει τον εαυτό του και γι' αυτό χρειάζεται εμάς». Φαντάσματα, μάγισσες, άγγελοι, βαμπίρ... Παρά την επίφαση του μοντερνισμού, αυτά που συνήθως αποκαλούμε πλάσματα της φαντασίας δεν έχουν πεθάνει τελείως, σαν οι πιο μεγάλοι φόβοι και οι πιο διακαείς πόθοι μας να έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, κρυμμένοι σε ένα υπόγειο με άχρηστα πράγματα, μέχρι τη στιγμή που θα ανακληθούν από ένα ατύχημα, μια σύμπτωση ή κάποιες σκοτεινές δυνάμεις. Είναι ζωή αυτό το σύντομο πέρασμα, αυτή η πρεμούρα ανάμεσα στην κούνια και στον τάφο;

O Κάρλος Φουέντες αφηγείται εδώ έξι ιστορίες στις οποίες το ερώτημα αυτό λαμβάνει απρόσμενες απαντήσεις μπροστά στα άπειρα τεχνάσματα του θανάτου. Ό,τι είναι κατάρα για κάποιον είναι ευλογία για κάποιον άλλον. Και ο Βλαντιμίρ Ράντου δηλώνει: «Εσείς ζείτε τη ζωή. Εγώ τη λαχταρώ».

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου








Τα έξι διηγήματα της συλλογής του Κάρλος Φουέντες (1928) Ανήσυχη παρέα στοιχειώνονται από φαντάσματα, αγγέλους, βρικόλακες και άλλα παρόμοια πλάσματα. Στο πρώτο διήγημα, με τον τίτλο «Ο εραστής του θεάτρου», ήρωας είναι ένας μεξικανός φοιτητής, ο οποίος ζει στο Λονδίνο, και απέναντι από το σπίτι του κατοικεί μια νεαρή γυναίκα που υποδύεται την Οφηλία στον Αμλετ. Την ερωτεύεται και πηγαίνει στο θέατρο για να τη δει, οπότε στη σκηνή συμβαίνουν διάφορα αλλόκοτα. Στο «Η γάτα της μητέρας μου» πρωταγωνιστούν δύο άτομα, καμένα στην πυρά από την Ιερά Εξέταση, που επιστρέφουν στο Μεξικό ως φαντάσματα. Στο «Η καλή παρέα» ένας νεαρός που επιστρέφει στο Μεξικό ύστερα από χρόνια παραμονής στο Παρίσι διαπιστώνει ότι οι δύο θείες του που τον υποδέχονται είναι πεθαμένες. Στο «Καλίστα Μπραντ», όταν η ωραία σύζυγος του ήρωα αρρωσταίνει, φτάνει στο σπίτι ένας νεαρός άραβας γιατρός που την ξανανιώνει και την κάνει άγγελο. Στο «Η ωραία κοιμωμένη» δύο νεκροί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ξανασμίγουν στη γενέτειρα του Πάντσο Βίγια, εκείνος ως γιατρός και εκείνη ως άρρωστη σύζυγος ενός ναζιστή. Στο «Βλαντ» επαναλαμβάνεται η ιστορία του Δράκουλα, του ηγεμόνα της Βλαχίας Βλαντ Τέπες, του γνωστού Ανασκολοπιστή, ο οποίος φτάνει στο Μεξικό ως βαμπίρ και αρχίζει να πίνει αίμα. Οι ιστορίες είναι σύγχρονες (επιρροές από Πόε, Χουάν Ρούλφο, Μπραμ Στόουκερ), σε αυτές ανιχνεύονται οι εμμονές του Φουέντες σχετικά με την πατρίδα του, τους ιθαγενείς Ινδιάνους, τους ισπανούς αποικιοκράτες, την Ιστορία, την πολιτική και τη λογοτεχνία.



Φίλιππος Φιλίππου

Το ΒΗΜΑ, 19/11/2006






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η «Ανήσυχη παρέα» είναι η πιο πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Μεξικανού συγγραφέα στην οποία εντοπίζονται «μεταμφιεσμένες» παλιότερες εμμονές του, δοσμένες με τον καθαρά ιδιοσυγκρασιακό του τρόπο. Ο Φουέντες μάς εισάγει στον γοητευτικό του κόσμο, ο οποίος διέπεται από τους δικούς του νόμους, κατοικείται από τα δικά του άχρονα, παθιασμένα, αιχμαλωτισμένα μες στη δική τους ορμή πλάσματα, οι ανυπόταχτες ψυχές των οποίων συνεχίζουν να επιστρέφουν. Σε αυτή την ορμή ο συγγραφέας δίνει διέξοδο, τοποθετώντάς τα και σε άλλες ιστορικές στιγμές, προκειμένου το αίτημα της κάθαρσης της ασίγαστης επιθυμίας τους να ακουστεί.

Η «Ανήσυχη παρέα» ανήκει στο είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού, όπου τα φαντάσματα της νύχτας (συνήθως ενσάρκωση των ανθρώπινων φοβιών) εισβάλλουν στον κόσμο των ζωντανών με όλες τις επιθυμίες τους αναζωπυρωμένες, απειλώντας να ανατρέψουν την τάξη του κόσμου του φωτός και να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους της «φυλακής» της ζωής. Ο Φουέντες δε αιτιολογεί την επιλογή της θεματικής του διά στόματος ενός εκ των ηρώων του: «τα πάντα μπορεί να είναι αντικείμενο της λογοτεχνίας, γιατί τα πάντα μπορεί να γίνουν αντικείμενο της φαντασίας...»

Τα φαντάσματα-βαμπίρ ζουν στην περιφέρεια της ζωής των ζωντανών και κατά την επαφή τους μαζί τους θέτουν ορισμένα δύσκολα ερωτήματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται τα διηγήματα της συλλογής: Αξίζει η αθανασία τον κόπο; Είναι προνόμιο ή καταδίκη; Μήπως και η ζωή, όπως και ο θάνατος, είναι μια φυλακή και ποιοι είναι εντέλει οι «έγκλειστοι;» Τα βαμπίρ παρουσιάζονται ως «αντικατοπτρισμοί» των θνητών, η «ευκαιρία» μιας μεταθανάτιας συνέχειας, μιας, έστω και εκπρόθεσμης, εκπλήρωσης των επιθυμιών τους, ένα κλείσιμο των λογαριασμών, αδιάφορο αν χρειαστεί να χυθεί κι άλλο αίμα -το καύσιμο της ζωής αλλά και του θανάτου.

Τα σπίτια είναι σκοτεινά, οι πόρτες αμπαρωμένες, τα παράθυρα σφαλισμένα και μέσα στα στοιχειωμένα δωμάτια παραδέρνουν πλάσματα εγκλωβισμένα στη δική τους ιστορία, στη διαστρεβλωμένη φαντασία των άλλων ή στην ιστορία του τόπου τους. Συχνά εμφανίζονται ως οντότητες απαιτητικές και επίβουλες, αλλά στο τέλος αποκαλύπτεται πως είναι το ίδιο βασανισμένες με τους ζωντανούς, το ίδιο καταδικασμένες στην επαναφορά τους σε έναν τόπο, σε μια μορφή ύπαρξης ή σε μια σχέση που τερματίστηκε βίαια και αναίτια.

Η συναναστροφή των φαντασμάτων δεν είναι ένα ακόμα αφηγηματικό τέχνασμα προκειμένου ο συγγραφέας να μιλήσει για τον φόβο του θανάτου και την επιθυμία της αθανασίας, αλλά αποτελεί μέρος της παράδοσης της πατρίδας, όπως μας πληροφορεί ένας ήρωάς του: «...στο Μεξικό, παρ' όλη την επίφαση του μοντερνισμού, τίποτα δεν πεθαίνει τελείως. Είναι σαν το παρελθόν να έχει ανασταλεί, φυλαγμένο σε ένα υπόγειο με άχρηστα σκουπίδια. Και μια ωραία μέρα, τσακ, η λέξη, η πράξη, η πιο απρόσμενη μνήμη, παρουσιάζονται μπροστά μας, ...σαν το φάντασμα που όλοι οι Μεξικανοί έχουμε μέσα μας και μας λέει "στις προσταγές σας αφέντη μου"».



Η αυτοκρατορία του βλέμματος



Σε όλες σχεδόν τις ιστορίες πρωταγωνιστούν το βλέμμα, η αναγνώριση και οι καθρέφτες. Μέσα από τη συμπυκνωμένη ματιά καταργούνται τα όρια των δύο κόσμων. Το βλέμμα ευθύνεται για τον έρωτα, την άσβεστη και άχρονη αφοσίωση αλλά και την αιώνια αναζήτηση εκείνου ή εκείνης που κάποτε επέστρεψε το ποθητό είδωλο του εαυτού. Το βλέμμα τούς ανάστησε από τον κόσμο των ανωνύμων νεκρών και το αναζητούν για την επιβεβαίωση της ύπαρξής τους ή ακόμα και για να δικαιολογήσουν το αμήχανο πέρασμά τους πάνω στη γη.

Στον «Εραστή του θεάτρου», ένας νεαρός Μεξικανός που μένει στο Λονδίνο και που η μοναδική του απόλαυση είναι οι τακτικές επισκέψεις του στο θέατρο, βλέπει στο απέναντι παράθυρο τη μορφή μιας γυναίκας, το πρόσωπο της οποίας ερωτεύεται και οργανώνει τη ζωή του σύμφωνα με το πρόγραμμά της και τις εμφανίσεις της στο παράθυρο. Με τη ματιά του προσηλωμένη πάνω της, σταματάει κάθε άλλη δραστηριότητα, ώστε να μη διακοπεί η παρακολούθησή του.

Το θέατρο ήταν η κάθαρσή του σεξουαλικά και συναισθηματικά, όλη του η λίμπιντο έβρισκε διέξοδο στα μπροστινά καθίσματα του θεάτρου και τώρα αυτό μεταφέρεται στο παράθυρο. Μεταφέροντας εκεί τις συμβάσεις του θεάτρου γίνεται ο ίδιος για τη γυναίκα «ο τέταρτος τοίχος», το κοινό της, το οποίο τη βλέπει χωρίς η ίδια να βλέπει. Και όπως μαθαίνουμε λίγες σελίδες πιο κάτω, πρόκειται για τη δική του νεκρή Οφηλία, η οποία ανασταίνεται για λίγο για να του προσφέρει το λουλούδι της αμάραντης ψυχής της.

Στη «Γάτα της μητέρας μου» η αφηγήτρια, μια τριανταπεντάχρονη Μεξικάνα ερωτεύεται έναν γοητευτικότατο νεαρό, ο οποίος την παντρεύεται και αναλαμβάνει να βάλει σε μια τάξη την άχαρη ζωή της. Την απαλλάσσει ταχύτατα από την παρουσία τής δεσποτικής μάνας της και αποκαλύπτει τον σκελετό τού δολοφονημένου και θαμμένου κάτω από τα πλακάκια πατέρα της. Της προσφέρει, επίσης, έναν έρωτα που δεν είχε ποτέ βιώσει στη ζωή της, τον φλογερό, δοτικό και απόλυτο έρωτα ενός άντρα που τη μεταμορφώνει. Η Λετίσια αφήνεται στα χέρια του, γιατί αυτός «τη μαθαίνει να ζει», αλλά αργότερα αποδεικνύεται πως είναι ο ίδιος μέρος του σπιτιού που κληρονόμησε, μια ανήσυχη ψυχή που πλανάται στα δωμάτια και στους χώρους του γιατί στον κήπο είχε κάποτε γίνει παρανάλωμα της φωτιάς. Αντιθέτως, στην «Καλή παρέα» ένας νεαρός που ζει στη Γαλλία πάει στο Μεξικό με την ελπίδα να κληρονομήσει τις θείες του, αγνοώντας την κατάστασή του, πως δηλαδή ο ίδιος έχει αποβιώσει χρόνια πριν και στις παρατηρήσεις που του κάνουν να μη βγαίνει στον δρόμο, γιατί οι γείτονες θεωρούν το σπίτι ακατοίκητο, αντιδρά και ειρωνεύεται τις έγκλειστες θείες του, τις οποίες μόνον εκείνος μπορεί να δει, καθώς ανήκει κι αυτός στον κόσμο τους.



Αχρονες θηλυκές επιθυμίες



Τα επόμενα τρία διηγήματα θυμίζουν την «Αύρα», μία από τις πρώτες νουβέλες τού Φουέντες, καθώς το θέμα περιστρέφεται γύρω από κάποια άχρονη θηλυκή ύπαρξη, θύμα της άσβεστης επιθυμίας της για κάποιον άτυχο έρωτα και τη δικαίωση που απαιτεί να λάβει, έστω και μεταθανάτια. Η Καλίστα Μπραντ στο ομότιτλο διήγημα είναι σύζυγος ενός οικονομολόγου και κατά τη διάρκεια της μέρας που εκείνος λείπει, γράφει, ενώ το βράδυ παίζει μαζί του σκάκι, αφήνοντάς τον να τη κερδίζει, γιατί «μια γυναίκα που κερδίζει σε έναν τομέα επιτρέπει στον εαυτό της να χάνει σε κάποιον άλλο», γεγονός για το οποίο ο σύζυγος τη μέμφεται. Οταν θα αρρωστήσει από σπαστική παράλυση, τη φροντίδα της αναλαμβάνει ένας νοσοκόμος κηπουρός. Ο όμορφος αφοσιωμένος νεαρός είναι ο φύλακας άγγελός της, ο οποίος αναλαμβάνει την απελευθέρωσή της και την ανάληψή της στους ουρανούς.

Στο εν λόγω αφήγημα προσφέρεται και μια πειστική εξήγηση για την επάλληλη επιστροφή των ηρώων σε διαφορετικές εποχές: Οπως κάποιοι χαρακτήρες στη λογοτεχνία που χάρη στον χρόνο ανασταίνονται και που για να γίνουν κατανοητοί χρειάστηκαν αιώνες, έτσι και κάποια πλάσματα που έζησαν σε λάθος εποχή, πρέπει να ξυπνήσουν και να συναναστραφούν τους ζωντανούς που μπορούν να τα αναγνωρίσουν.

Στην «Ωραία Κοιμωμένη» ο γιατρός που καλείται να θεραπεύσει μια γυναίκα που έζησε για τριάντα χρόνια αμπαρωμένη, προσπαθώντας να αιτιολογήσει τις παραξενιές των ενοίκων του σπιτιού θα τις αποκαλέσει «αντικατοπτρισμούς» και με την καρτεσιανή του σκέψη θα επιχειρήσει να αιτιολογήσει τα αλλόκοτα φερσίματα τους: «Εχω μάθει να αποδέχομαι, χωρίς να τρομάζω, τη φαντασία των ανθρώπινων πλασμάτων και τη διάθεσή τους να προσαρμόζουν την πραγματικότητα στις επιθυμίες, στα όνειρα, στους εφιάλτες, στις διαστροφές τους...»

Τα μέλη της «Ανήσυχης παρέας» κατοικούν στον αστερισμό των δικών τους αντικατοπτρισμών, στις δικές τους οάσεις στην έρημο της πραγματικότητας, και όταν βρίσκονται σε κρίση και απελπισία, εμφανίζονται αλλοτινά αγαπημένα πλάσματα για να επιληφθούν των αδιεξόδων τους. Πλάσματα αιχμάλωτα του πάθους που, είτε ανήκουν στους ζωντανούς είτε στους νεκρούς, στο σκοτάδι ή στο φως, παραδέρνουν ασίγαστα κουβαλώντας τις ζωντανές τους μνήμες. Κανένας δεν κατέχει την αλήθεια: ποιος κοιμάται με ποιον, ποιος είναι πτώμα, ποιος φάντασμα, ποιος νέος και ποιος παιδί, όλοι είναι ακαταπόνητοι αφηγητές της ιστορίας τους, όπως η Σεχραζάντ, καταδικασμένοι να την επαναλαμβάνουν για να ξορκίζουν τον θάνατο, να ξορκίζουν τη λήθη.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!