Ο σκύλος της Χάρυβδης

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 10.65
7.45
Τιμή Πρωτοπορίας
+
301879
Συγγραφέας: Αμανατίδης, Βασίλης
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:170
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2008
ISBN:9789600346015
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Μια γυναίκα «διαπράττει» θαύματα. Οι ορμόνες μιας πωλήτριας έχουν τρελαθεί. Ο κύριος Στέφανος αλλάζει όψεις συνεχώς. Ένα φάντασμα επιστρέφει. Η Χάρυβδη κλείνεται για πάντα στο σπίτι μαζί με τον ανώνυμο σκύλο της. Δωδεκάχρονοι σιαμαίοι θα χωριστούν. Κάποιος θρυμματίζει σαν βότανο τον άνθρωπο που αγαπά. Ένα σχολείο στην Αμερική αναστατώνεται από μακελειό. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα και τα γεγονότα στέκεται και ένας συγγραφέας, που επιβλέπει σαν χειρουργός τα πειραματόζωά του και με αόρατα νυστέρια ενώνει και διαιρεί: ανθρώπους, σαρκοβόρα φυτά, σκύλους, γάτες, μυρμηγκάκια, έναν κύκνο, ελέφαντες, τον Μπετόβεν στον ουρανό και άλλα οικεία και ανοίκεια. Κάποιες φορές εισέρχεται κι αυτός στην κινούμενη άμμο των ιστοριών. Όταν όμως περισσεύει, αποχωρεί.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου


Κριτική:


Κυνηγώντας τις ακραίες καταστάσεις


Το εγώ απέναντι στους άλλους


Ενα κομμένο πόδι στο τραπέζι είναι κανιβαλισμός.


Ενα κομμένο πόδι σ' ένα βάζο είναι υπερρεαλισμός.


Ενα κομμένο πόδι στον πόλεμο είναι καθημερινότητα.


Την ευθύνη, προφανώς, για το νόημα των σημαινόντων τη φέρει το πλαίσιο αναφοράς. Μπορούμε εύλογα ν' αναρωτηθούμε τι σημαίνει «Το κομμένο πόδι» μέσα στη διηγηματογραφία του Βασίλη Αμανατίδη, όταν μάλιστα το συγγραφικό υποκείμενο δηλώνει κατ' επανάληψη ότι μόνον «εκεί» (στο γράψιμο) ενοποιείται και ότι εκτός κειμένου «χρειάζεται να εργάζεται αδυσώπητα σκληρά για να ...υπάρχει». Τρομοκρατημένος, άραγε, ο συγγραφέας (και αυτός) από την ύπαρξη, τρομοκρατεί με τη σειρά του το γράψιμο; Ισως έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το βασικό διακύβευμα στην παρούσα συλλογή διηγημάτων, όπως ίσχυε δύο χρόνια νωρίτερα και με το «Μη με φας».


Εκεί, η πλοκή του διηγήματος «Το κομμένο πόδι» απαρτίζεται από τον εφιάλτη καταδίωξης ενός ψυχωτικού αφηγητή, ο οποίος «ξυπνώντας», απο(ανα)καλύπτει ότι συνδέεται με τους υπόλοιπους χαρακτήρες μέσα από την πιο εκκεντρική τελετουργία: την ταρίχευση και λατρεία ενός κοινού νεκρού. Πολύ έξυπνα, η μετωνυμία του κομμένου ποδιού, που στην αρχή της ιστορίας ανήκει σε έναν σκύλο, διολισθαίνει από το απόν επιμέρους στην επιμελώς αδειασμένη ολότητα. Σαν τέτοια, συνδέει τους ανθρώπους και νοηματοδοτεί τις σχέσεις τους. Το κομμένο πόδι στον Αμανατίδη είναι, παραδόξως, συνθήκη συνύπαρξης.


Εχουμε σ' εκείνη την ιστορία, και γι' αυτό σχολιάζεται, ένα πλαίσιο αναφοράς ενδεικτικό της διηγηματογραφίας του Β.Α. Ενα πλαίσιο που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από: 1) «ακραία» θεματολογία και εξαιρετική απόδοση του φαντασιακού, 2) υδραργυρική ρευστότητα των συμβολικών υποκειμένων (και, ως εκ τούτου, μια γόνιμη σύγχυση αντικειμενικότητας κι επιθυμίας), 3) εξομολογητικές περιγραφές που εναλλάσσονται (ελεγχόμενα) από τον πιο σκαιό τρόμο μέχρι την πηγαία τρυφερότητα. Ουκ ολίγα, όντως.


Πολλές από τις φωνές της προηγούμενης συλλογής επανεμφανίζονται και στην παρούσα (ο χειρουργός Σιαμαίων, που λειτουργεί και ως ο κομφερανσιέ της συλλογής, ο ερωτευμένος σαδιστής...) Και εδώ οι περσόνες που ο Β.Α. ντύνει με λόγια, ταυτοποιούνται κατά κανόνα από κάποιο έλλειμμά τους: αυτιστικοί, κωφάλαλοι, ορφανοί κι επιπλέον, άνθρωποι κυριολεκτικά χωρίς σταθερή μορφή (ο Στέφανος στο «Ψαλίδι»), ένας που συνομιλεί με την απόλυτη σιωπή (η αρσενική λαίδη Μακβέθ στο «Φάντασμα»), θεράποντες σαρκοβόρων φυτών [«Ο σκύλος της Χάρυβδης» και «Ενα μνημείο (μας)» κ.ο.κ.]. Εύκολα τέτοιες παραστάσεις ανακαλούν κλασικές συλλογές όπως «Ο ακρωτηριασμένος Απόλλωνας» του Τ. Ουίλιαμς, αλλά και το «Μέσα στο μισοσκόταδο του κρανίου μου» από τα «Σκύμβαλα» της Αυστριακής Ερπενμπεκ, όπως κι επίσης μια ηχώ από τη στωική κλειστοφοβία του Μπέκετ.


Κατά κανόνα, τα αφηγήματα δείχνουν να λειτουργούν ως τεχνάσματα ταυτοποίησης απέναντι σε μια περιρρέουσα διάχυση και πολλαπλότητα του εγώ. Να διερευνούν, δηλαδή, τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε αυτό που ονομάζεται «εαυτός» να συγκροτηθεί ως υποκείμενο του λόγου, ώστε να επιχειρήσει, πιθανώς, την αναμέτρηση με το αίνιγμα του μη-εγώ. Εκεί, όμως, που η γάτα του Τσέσαϊρ ήταν μια παιχνιδιάρικη αναλαμπή της φαντασίας, στον Αμανατίδη μεθοδεύεται η οδυνηρή υποψία ότι εκείνο που λείπει είναι ακριβώς ο συνδετικός ιστός ανάμεσα σε όλα τα επιμέρους παρόντα. Πώς μπορεί ένα τέτοιο κενό να βαφτιστεί πολύτιμο;


Πανταχού παρούσα, επίσης, η σολιψιστική υπόνοια ότι ο υποτιθέμενος «άλλος» είναι ένας αντικατοπτρισμός και ότι η επαφή με το μη-εγώ είναι μια καλοπροαίρετη ανοησία. «Υπάρχουν, όντως, άλλα υποκείμενα - ή υπάρχουν μόνο αντικείμενά ΜΟΥ;», δείχνουν να ρωτούν διηγήματα όπως το «Coitus Interruptus» που τελειώνει (ή πιο σωστά, σβήνει) ως εξής: Κι εγώ που είμαι συγγραφέας και ήθελα να γράψουμε μαζί μια ιστορία... Που ήθελα να σε κάνω συμμέτοχο στη μελαγχολία μου, να είσαι το κοινό μου, να κατευθύνω αυτό που κι ο συγγραφέας σκορπίζει σαν υδράργυρος πάνω στη λευκή σελίδα.


Εάν, ως λέγεται, η γλώσσα είναι τόσο η προϋπόθεση όσο και το πεδίο πραγμάτωσης του εγώ, τότε «Ο σκύλος της Χάρυβδης» θα μπορούσε να παρομοιαστεί με πρόσκληση στον χορογραφημένο διάλογο ενός ξιφομάχου με τους καθρέφτες του. Λεπίδα φωτός ελισσόμενη ανάμεσα στις αντανακλάσεις της, η συλλογή μάς προσφέρει εξαιρετικά στιγμιότυπα της ευελιξίας αλλά και της διάσπασης, της αποπροσωποποίησης έως και της αυτο-εκθρόνισης του συγγραφικού υποκειμένου.


Το επίτευγμα του Αμανατίδη είναι ότι καταφέρνει να υπηρετήσει επάξια τέτοιες δύσκολες προκλήσεις μέσα από τη γραφή του, την οποία ο ίδιος, κατά Μποντλέρ, χαρακτηρίζει ως «ποίηση σε πρόζα». Στις καλύτερες στιγμές της, αυτή τη γλώσσα όντως τη διακρίνουν η προφορικότητα, η ποιητική οικονομία και μια ευρηματικότητα εφάμιλλη, τουλάχιστον, της θεματολογίας.


Αυτά συμπυκώνονται, για παράδειγμα, στο διήγημα (σε τέσσερις ενότητες) της συλλογής «Το κορίτσι μας μιλάει στο Θείο». Εδώ, μια «καθυστερημένη» έφηβη, που όμως σφύζει από ερωτισμό, τόσο κυριολεκτικά όσο και με τη μορφή της περιέργειας για τα του κόσμου, μας εξομολογείται ότι:


«...μ' ακούει εμένα ο Θεός. Πιστεύω πιστά πιστά. Εχω μαζί του σύνδεση. Του λέω: "Θα με πολυκάνεις, πολυθεέ μου, πολυκάποτε πολυκαλή σε πολυκάτι; Θα με κάνεις;" "Θα σε κάνω, θα σε κάνω", λέει αυτός. "Πολύ ευχαριστώ", αυτό του λέω. Του δείχνω και τα βυζάκια μου. Αλλά "βυζάκια" τα λέω χαϊδευτικά. Βύζοι είναι, μην ξεγελιέσαι, να».


Ενώ, ωστόσο, αυτή η πρωτογενής ιδιόλεκτος, η χωρίς συντακτικές ή γραμματικές αναστολές, δουλεύει καταπληκτικά όταν χρησιμοποιείται στρατηγικά, αλλού μια φλύαρη διάθεση την καθιστά ατελέσφορη («Ζωολογικός Κήπος»).


Οπωσδήποτε, τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη συλλογή κατέχει το ίδιο το υποκείμενο της γλώσσας το οποίο παρεισφρέει (ενίοτε και επώνυμα) στο κείμενο σπρώχνοντας την αυτο-αναφορικότητα στα όρια του σκανδάλου κι αφήνοντας την πόρτα της λογοτεχνίας ορθάνοιχτη σε προβληματικούς μουσαφήριδες.


Συνολικά, παρά τη φιλαρέσκεια στην οποία ενίοτε ενδίδει, ο πολύτροπος «Σκύλος της Χάρυβδης» ανταμείβει παίρνοντας καινούρια ρίσκα με τη γραφή του και, ταυτόχρονα, ξεναγώντας τον αναγνώστη σε εσωτερικά τοπία των οποίων η φαντασμαγορία ισοζυγιάζεται σοφά με την αποκαλυπτικότητα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/03/2008


Κριτική:


Μακριά από οποιαδήποτε έννοια ρεαλισμού, ο Βασίλης Αμανατίδης χρησιμοποιεί τον καθημερινό περίγυρο τελείως προσχηματικά, σαν ένα παιχνίδι αντανακλάσεων και αντικατοπτρισμών, όπου την πρώτη θέση κατέχει η διαδικασία της σύνθεσης και της γραφής: ο αγώνας για το στήσιμο της μυθοπλασίας σ' ένα μονίμως ασταθές και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπου τα πάντα είναι έτοιμα να επαναπροσδιοριστούν και να επανατοποθετηθούν από την αρχή. Εκείνο το οποίο πρωτίστως μετράει στα διηγήματα του Αμανατίδη είναι η συνεχής ρευστότητα των προσώπων και των καταστάσεων, η διάχυσή τους σε επάλληλους και αδιάκοπα διευρυνόμενους κύκλους, χωρίς καμία προοπτική κατάληξης ή ολοκλήρωσης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ποικίλες μεθόδους για να καταφέρει τη διάσπαση του υλικού του: ηθελημένα αναληθοφανείς διαλόγους, απρόβλεπτες μετατοπίσεις στον χώρο και στον χρόνο, τερατόμορφες ανθρώπινες φιγούρες, καθώς και συχνές παρεμβολές του αφηγητή στα δρώμενα: δρώμενα των οποίων η εικόνα αλλάζει ανάλογα με την εκάστοτε οπτική γωνία της προσέγγισής τους, που μοιάζει να πάσχει από μια μόνιμη, αρτιμελώς, όμως, σκηνοθετημένη διαταραχή.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη, 9/5/2008

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!