Το παντζάρι και ο διάβολος

Έκπτωση
10%
Τιμή Εκδότη: 11.00
9.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
314088
Εκδόσεις: Τυπωθήτω
Σελίδες:94
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2008
ISBN:9789604023523
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Το παντζάρι και ο διάβολος, «δανείζεται» το μελαγχολικό ζαρζαβατικό- παντζάρι-που είναι πάντα πρόθυμο να υποφέρει- από τον Τομ Ρόμπινς και τον διάβολο από τον Δάντη…Μέσω αυτών των δυο ετερόκλητων φαινομενικά στοιχείων, ο Γιώργος Αλισάνογλου, φτιάχνει μια αφηγηματική- ποιητική ενότητα χωρισμένη σε τρία μέρη, όπου ένα αγαπημένο σάουντρακ της Εφηβείας, περνάει ως μουσική υπόκρουση υποδόρια και αναπόφευκτα, μέσα από τον κορμό των νοημάτων και των λέξεων του βιβλίου, φτάνοντας στα πεζό-ποιήματα –Βουλεβάρτα- και καταλήγοντας στον Αλκοολισμό, έχοντας πάντα ως άλλοθι την καταραμένη Θεά, ή την Βασίλισσα, τον Νικ Κέιβ, τον Γατόπαρδο, τα ψηλά καπέλα, τον θίασο των καταραμένων ποιητών, το αίμα της Κασσάνδρας, τους Σεξ Πίστολς, τον νάιλον παράδεισο, τον Μάιλς Ντέιβις, τις λευκοφορεμένες νεκρές του νύφες… Ένας παροξυσμός μετά-μπιτ ποίησης ανάκατος με σκληρές εξπρεσιονιστικές εικόνες, κωμικό, τραγικό, σκληρό, άρρωστο, ειρωνικό, ρομαντικό, ροκ, αρκούντως απολαυστικό...


[…ο παράδεισος είναι πολύ πιο μεγάλος απ’ ό,τι νόμιζα-

δεν εκπλήσσομαι- είναι παράδεισος κοινός για όλους-

δημόσιος παράδεισος με εξωτερικά ντους στη σειρά

και αγγέλους να παίζουν ρακέτες ελπίζοντας-

εγώ δεν ελπίζω/ ποτίζω τους νεκρούς μου που ξαποσταίνουν

στις ξαπλώστρες και λίγο πριν δύσει ο ήλιος

τους χαλαρώνω απαλά τις γραβάτες –γελώντας

παριστάνω τον Ροβινσώνα και πηδάω απ’ την άκρη του γκρεμού-

εκεί συναντώ εκείνο το καχεκτικό κορίτσι που όλο

παίζει με τις πάνινες κούκλες της- στα σκοτεινά βρόμικα σκαλιά

που κατεβαίνουν στη νύχτα- τώρα ξέρω μαζεύω κυδώνια μαζί της

στην Κάινα και χαμογελώ!]


[…εγώ ο γατόπαρδος

ω ναι! - ο γατόπαρδος

χαμηλώνω το κεφάλι μέσα στην πίσσα

τα πούπουλα με χαϊδεύουν τρυφερά στο μάγουλο

τα όνειρα εκσπερματίζουν ιαχές ν

ί

κ

η

ς

(ώστε νικήσαμε λοιπόν…!)


ύστερα ήρθαν οι ύαινες-

ανοίγω το στόμα μου/ ήχος φυσαρμόνικας

σαν από μπλουζ του νότου-

οι γύπες της νύχτας μ’ αγαπούνε

φοράνε τα ψηλά τους καπέλα

και μου τρώνε τα μάτια

καθώς χώνουν τα λεία τους νύχια

μες στις τσέπες τ’ ουρανού μου-]

Κριτικές

Η υπαινικτικότητα, στην ποίηση του Γιώργου Αλισάνογλου, κινείται γύρω από την ακτίνα του αντικειμένου. Ξεπερνώντας τον κοινωνικά διαμεσολαβημένο, πρακτικό ρόλο της χρησιμότητας, οι στίχοι αποδίδουν στο αντικείμενο ένα νέο ρόλο χρήσιμης αχρηστίας, παιχνιδίζοντα και διττού χαρακτήρα: από τη μια συμβολικό, στο βαθμό που ο αναγνώστης συνάπτει, διά της φαντασίας του, νέες σχέσεις με το περιβάλλον, όπου εντάσσει το αντικείμενο του στίχου και, από την άλλη, συνειρμικό, στο βαθμό που η διαδικασία εγρήγορσης της φαντασίας του αναγνώστη ανακαλεί τις μνήμες από το παρελθόν και διεγείρει την επιθυμία του, όχι μόνο στο χρονικό παρόν αλλά φασματικά, στο τότε, όπου το αντικείμενο ήταν απτό και κατείχε μια θέση σημαίνουσα στη ζωή του. Υπό το καθεστώς μιας φασματικής ανάγνωσης, οι αναμνήσεις ανατρέπουν η μία την άλλη, καθώς η πρώτη σε χρονική σειρά έρχεται πιθανότατα τελευταία, ώστε το άτομο, σε θέση αναγνώστη, αναγνωρίζει ποιητικά το χρόνο, μέσα από το ρυθμό, και τον τόπο, μέσα από τη γλώσσα, ενώ τους αποστάζει, αμφότερους, στη συνείδησή του.

Όσον αφορά σε αυτόν τον διττό, παιχνιδίζοντα ρόλο του αντικειμένου, λοιπόν, οι απαρχές της επινόησης πρέπει να αιτιολογηθούν μέσα από τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και δη με την ενδοπροσωπική (intrapersonal) ματιά. Ο ποιητής, ως ένας παίκτης με αντίπαλο τον εγωκεντρικό λόγο, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με ένα παιδί που επινοεί, στην προσχολική του ηλικία, το παιχνίδι, ως το αντιστάθμισμα[1] των μη εκπληρωμένων επιθυμιών του. Εφόσον πια δεν μπορεί να ξεγελαστεί από τον ενήλικο και να ξεχάσει τις επιθυμίες του, καλεί τον εαυτό του να συμμετάσχει σε μια πράξη για να τις ξεπεράσει. Με βάση αυτήν την ερμηνεία του L. S. Vygotsky (1896-1934) στο Νους στην Κοινωνία, για το λειτουργικό ρόλο του παιχνιδιού, διαπιστώνουμε ότι το παιδί δεν έχει ανάγκη από ένα πειστικό παιχνίδι – να παραστήσει, για παράδειγμα, στο δωμάτιό του ότι οδηγεί αυτοκίνητο, επειδή δεν το έχει- αλλά αντίθετα, έχει ανάγκη από ένα έγκυρο παιχνίδι, το οποίο δεν αποβαίνει ως το οπτικό αποτέλεσμα των επιθυμιών, αλλά ως το αντιστάθμισμά τους. Συνεπώς, το παιδί έχει ανάγκη από την ίδια την κατάσταση εγκυρότητας του παιχνιδιού.

Το αξίωμα αυτής της εγκυρότητας έγκειται στο γεγονός ότι το παιδί μπορεί να δημιουργεί έναν δικό του, μαγικό κόσμο, ένα καταφύγιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσει τον εγωκεντρικό λόγο, εντάσσοντας το παιχνίδι των λέξεων στη διαδικασία της πράξης του παιχνιδιού. Αναλόγως, τώρα, ο Γιώργος Αλισάνογλου, στην ποιητική συλλογή Το παντζάρι και ο διάβολος, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω, παίζει με τις λέξεις και τους στίχους, ως κοινωνιολόγος που έχει επίγνωση του θνησιγενούς στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης, από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαχτεί παρά μόνο να ξεπεράσει. Επίσης, μέσα από τους αγγλικούς τίτλους που δίνει στα ποιήματά του, παράλληλα στους ελληνικούς εφόσον δεν πρόκειται για α-νόητη μετάφραση των τελευταίων, προσδίδει έναν πιο ηλεκτρικό, επιτακτικό τόνο στο στίχο και στη διαιρεμένη ενότητα του ποιήματος– ας μην ξεχνάμε ότι ξένες λέξεις χρησιμοποιούσαν οι ηλεκτρικοί ποιητές, ανάμεσά τους και ο Michel Bulteau-. Συνεπώς, επιτελείται η κάθαρση του βεβαρυμμένου μητρώου της καθημερινότητας από το νόημα, ώστε να ευνοείται η πράξη (κίνηση) της αντίληψης, η οποία προσφέρει ένα νέο νόημα.
Μεταξύ των άλλων στίχων, του Γιώργου Αλισάνογλου, επιλέγω ενδεικτικά:
«Εννιά μήνες/ μέσα στο σπιρτόκουτο/ παρέα με τα σπίρτα/ για να ξεπεράσω/ τη φοβία μου με τη φωτιά/ και να ξεχάσω τ’ όνομά σου/ το χνότο της πατούσας/ την τρύπα στο κεφάλι μου/ από τη ρουκέτα μιας παιδικής/ πασχαλιάς»

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ- Lego blogger

Για τον Γιώργο Αλισάνογλου, η διαίσθηση της ποίησης που αποπνέει γίνεται αίσθηση μιας εξαιρετικής δυνατότητας του γράφοντος ποιητή για ιδιωτικό συλλαβισμό των ποιητικών νοημάτων.

“κείτομαι στην αμμουδιά και κλαίω ένα κλάμα μεγάλου έρωτα”
και μόνο μ’ αυτό δεν μπορεί παρά να με πείσει πως σε μεγάλο βαθμό και κατέχει και διακατέχεται από τη γλώσσα, πως με τόσο κοινόχρηστες λέξεις : ένα ισχυρό ρήμα θέσης (κείτομαι), τη σοφία της τριβής (αμμουδιά), την παρήχηση απ’ το “κλαίω” και το “κλάμα” ( το λ προσφέρει υγρασία συναισθήματος, το κλ το κλείσιμο, τον αποκλεισμό εντός), τη λέξη “μεγάλου” που εδώ παίρνει τη διάσταση του ασύγκριτου, του καταλυτικού, μια και πρόκειται για τον έρωτα, καταφέρνει να αποδώσει και την εξωτερική (περίγυρο), δηλ. την ύπαρξη νερού, και την έσω δραματική εικόνα που συνέλαβε ο ποιητής

Γι αυτό δεν μπορώ προσωπικά να μιλήσω για αυθορμησία του στίχου, που τρέχει σχεδόν σουρεαλιστικά, παρά για ένα χτίσιμο με ελεγμένα και προσεγμένα γλωσσικά υλικά
Παρόλα αυτά ο αναγνώστης δε μένει με τη γεύση ενός τυπικά ζορισμένου στίχου, το αντίθετο μάλιστα, είναι τόσο ραγδαία τα εικονίδια των νοημάτων και με ικανή πρωτοτυπία που κι οι αναπόφευκτοι επηρεασμοί (διαισθητικά) από άλλους ποιητές να μην πιάνουν τόπο στο αποτέλεσμα.
Σας εύχομαι μες στο ωραίο της ηλικίας σας τον παρακάτω καλό δρόμο...

Σωκράτης Ξένος , 2-4-2009
ΠΟΙEIN: Ο Έστω-Τόπος για την ποίηση
( www.poein.gr)
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!