T.S. Eliot Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 24.64
14.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
565895
Συγγραφέας: Ακρόιντ, Πήτερ
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:402
Μεταφραστής:ΙΣΜΥΡΙΔΟΥ ΠΑΛΜΥΡΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2002
ISBN:2229602116300

Περιγραφή


«Εξαίρετη... Η βιογραφία που έγραψε ο Ακρόιντ τηρεί με σχολαστικότητα την αρχή πως, ό,τι μαθαίνουμε για τη ζωή οφείλει να βοηθάει στην κατανόηση του έργου ενός συγγραφέα. Διαθέτει μια απίθανη ικανότητα να εισχωρεί στο πνεύμα του υποκειμένου του».

Stephen Spender στην Observer







ΚΡΙΤΙΚΗ



Η βιογραφία του Ελιοτ γραμμένη από έναν κορυφαίο του είδους, τον Πήτερ Ακρόιντ, μολονότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην αγορά, είναι παλαιά (αφού κυκλοφόρησε στα αγγλικά πριν από 18 χρόνια), εξακολουθεί να παραμένει η σημαντικότερη που έχουμε για τον ποιητή της Ερημης χώρας. Επαληθεύει τους κριτικούς που την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και υποστήριξαν ότι για πολλά χρόνια θα παραμείνει αξεπέραστη.

Παρά το γεγονός ότι από την αρχή ως το τέλος είναι εμφανής η εκτίμηση του Ακρόιντ για τον συγγραφέα Ελιοτ, η ακρίβεια, η πληρότητα και η αντικειμενικότητά του παρουσιάζονται υποδειγματικές. Οι αρετές αυτές αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν γραφτεί απίστευτες υπερβολές, ειδικότερα όσον αφορά τη συμπεριφορά του Ελιοτ προς τη Βίβιεν, την πρώτη του γυναίκα, και τον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίο την εγκατέλειψε, με σκοπό να αμαυρώσουν οι κατήγοροι το ποιητικό του έργο.

Ο Ελιοτ ασφαλώς και δεν ήταν ο καλύτερος των ανθρώπων. Ούτε ο δικαιότερος ούτε ο ηθικότερος ούτε ο ανεκτικότερος. Παρά τον πουριτανισμό, τον ευσεβισμό και τον συντηρητισμό του, μπορούσε να μιλήσει για εκείνους τους οποίους θεωρούσε αντιπάλους του με τα χειρότερα λόγια. Ετρεφε άσβεστο μίσος εναντίον ενός από τους μεγαλύτερους άγγλους συγγραφείς, του Ντ. Χ. Λόρενς, τον οποίο μάλιστα κάποτε δεν δίστασε να τον αποκαλέσει «αγράμματη τσουτσού». Δεν ήταν η ηθική προσωπικότητα και ο ακριβοδίκαιος χαρακτήρας που μας παρουσίασε η γενιά του '30. Ο Σεφέρης, μολονότι ακριβής στα όσα γράφει γι' αυτόν στις Δοκιμές, μας έδωσε μόνο μία πλευρά του ανθρώπου Ελιοτ - και μάλιστα στας δυσμάς του βίου του. Ο Λορεντζάτος τον εμφανίζει περίπου ως μάρτυρα των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Αλλά ο Ελιοτ ήταν πρωτίστως ένας βασανισμένος άνθρωπος, με στόφα μεγάλου ποιητή, που τυραννίστηκε μια ολόκληρη ζωή να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντιφάσεις του.

Μολονότι χριστιανός, ο Ελιοτ κήρυξε θεωρητικά τον πόλεμο εναντίον της εξομολογητικής ποίησης - και παρά ταύτα στις κορυφαίες του στιγμές παρουσιάζεται εντελώς προσωπικός. Το μείζον έργο του, η Ερημη χώρα, είναι ένα αρνητικό ποίημα. Ο ίδιος όμως πίστευε πως μεγάλος ποιητής μόνο με αρνητικό έργο δεν μπορεί να υπάρξει. Η άρνηση οδηγεί στη στέγνα και στην εξάντληση, που σφράγισαν μεγάλες περιόδους και του δικού του δημιουργικού βίου.



Η μεταφυσική φυλακή



Εζησε τον αιώνα του σαν καταδίκη και έκτισε μέσα στο έργο του μια τεράστια μεταφυσική φυλακή. Γύρω της ύψωσε ένα σχεδόν απόρθητο, ακόμη και σήμερα, θεωρητικό τείχος. Είναι παράξενο και εν πάση περιπτώσει αναχρονιστικό το γεγονός ότι παραμένουν σε ισχύ τα ποιητικά του θεωρήματα, όπως τα εκφράζει στο δοκίμιό του Παράδοση και ατομικό ταλέντο ή στη θεωρία του περί αντικειμενικής συστοιχίας, αν σκεφθούμε πως στις καλύτερες στιγμές της δικής του ποίησης οι θεωρίες του διαψεύδονται. Αυτός που κήρυξε τη συναισθηματική απόσταση είναι ένας ποιητής που θρηνεί πάνω στα ερείπια. Υπερασπίστηκε με φανατισμό την παράδοση και όμως ο ίδιος μίλησε για το κενό και την πτώση. Επιπλέον, όπως οξύτατα παρατηρεί ο Ακρόιντ, δεν έχει προγόνους. Ο Αμερικανός που κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να γίνει Βρετανός έκλαψε δίχως δάκρυα πάνω στα ερείπια και έζησε ουσιαστικά μόνος το δράμα του φορώντας το προσωπείο του λόγιου ή του εκπροσώπου του κατεστημένου. Η ρήξη του δεν τον έφερε σε σύγκρουση με τον κόσμο αλλά τον έκοψε στα δυο. Εζησε αυτοτιμωρούμενος σε όλη τη δημιουργική του περίοδο, για να ευτυχήσει στο τέλος της ζωής του, όταν πλέον είχε πάψει να γράφει. Ολα αυτά αναδεικνύονται και θεμελιώνονται στο βιβλίο του Ακρόιντ. Γιατί τα γεγονότα μπορεί να διαψεύδουν τις απόψεις, αλλά ποτέ δεν διαψεύδουν τη ζωή - ακόμη και τον αρνητικό βίο, την αποχή και την απόρριψη, την απόσταση που δημιουργεί κανείς από τους άλλους και τον εαυτό του, τον ψυχρό τρόμο της ουδετερότητας: τη συγκλονιστικότερη μορφή της δυστυχίας. Και είναι καταπληκτικό - και πάντως χαρακτηριστικό της ιδιοφυΐας ή του ταλέντου του Ελιοτ - το γεγονός ότι η γνώση της ζωής του φωτίζει μεν πολλές πλευρές του έργου του, αλλά σε τίποτε δεν το αλλοιώνει.

Η περιγραφή του βίου διαλύει συχνά τους μύθους που κτίζονται γύρω από το έργο. Κάποτε ειπώθηκε, λ.χ., πως σε όποια σειρά και αν βάλει κανείς τα μέρη της Ερημης χώρας το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Αυτό θα λέγαμε ότι αποτελεί τεράστιο ψόγο για έναν ποιητή που διακήρυξε την οργανικότητα του έργου τέχνης ως συνέπεια της πολιτισμικής σημασίας της παράδοσης. Ωστόσο και σήμερα η Ερημη χώρα εξακολουθεί να παραμένει μεγάλο ποίημα, ενώ τα πιο οργανικά κείμενα του Ελιοτ, τα θεατρικά του, είναι και τα πλέον αδύνατα.

Η μεταφυσική του ασφαλώς και δεν μπορεί να συγκριθεί με του Μπλέικ. Τα σύμβολά του σε σχέση με το περίπλοκο μυθικό σύμπαν του Γέιτς (ή και μόνο με τη λειτουργία της γεϊτσικής μάσκας) μοιάζουν απλοϊκά. Οσο για τη λεγόμενη «μυθική μέθοδο», εύκολα θα υποστήριζε κανείς ότι δεν είναι παρά μια στραβή ανάγνωση του ελληνικού κόσμου. Ωστόσο κανένας άλλος ποιητής δεν άσκησε τη δική του επίδραση. Είναι λανθασμένη η άποψη του Γουίλιαμς ότι η Ερημη χώρα υπήρξε καταστροφή, γιατί πήρε την ποίηση από την καθημερινή ζωή και την έστειλε στα σπουδαστήρια. Και δεν υπάρχουν συγκλονιστικότερα ποιήματα της καθημερινής ζωής από τον Προύφροκ ή ακόμη περισσότερο από τη Ραψωδία χειμωνιάτικης νύχτας. Προσωπικά θα έτεινα να συμφωνήσω με τον Καρλ Σαπίρο πως για τον σημερινό ποιητή ο Ελιοτ αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν κορυφαίο.



Τα άγχη του βίου



Η βιογραφία του Ελιοτ φωτίζει καλύτερα την Ερημη χώρα από τις σημειώσεις που της πρόσθεσε ο ποιητής, οι οποίες δεν είχαν φιλολογικό χαρακτήρα, όπως πιστεύαμε μια εποχή, αλλά μπήκαν εκ των υστέρων προκειμένου ο Ελιοτ να αποφύγει να τον κατηγορήσουν για λογοκλοπή, όπως είχε γίνει με παλαιότερα ποιήματά του. Τα ανομολόγητα άγχη του βίου του και οι μακρές περίοδοι ψυχικής καταφρόνιας και αυτοτιμωρίας που πέρασε όταν δημιουργούσε το σημαντικότερο μέρος του έργου του καταρρακώνουν τον συντηρητισμό του και εξηγούν την αποσπασματικότητα, τα δάνεια, στα οποία όμως αλάνθαστη ακούγεται η δική του φωνή, και την αγωνία της ενσωμάτωσής τους στο κείμενο, που την αναγνωρίζει ο προσεκτικός αναγνώστης σε κάθε του ποίημα. Εδώ νομίζω πως εντοπίζεται και η μεγάλη συμβολή της βιογραφίας του Ακρόιντ: ότι μιλώντας για τον άνθρωπο εξηγεί το έργο και ότι τον ταυτίζει κατά το μαλαρμεϊκό πρότυπο με τον εαυτό του.

Αν τώρα θελήσει κάποιος να πάει μακρύτερα και να συγκρίνει τις σημαντικότερες βιογραφίες των δύο κορυφαίων του αγγλοσαξονικού ποιητικού μοντερνισμού, εκείνη του Στοκ για τον Πάουντ και του Ακρόιντ για τον Ελιοτ (το βιβλίο του Ακρόιντ είναι ασφαλώς ανώτερο), θα δει καθαρότερα αυτό που και από τη συγκριτική ανάγνωση του έργου τους προκύπτει: ανεξαρτήτως του ποιος ήταν ο πιο ταλαντούχος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ελιοτ υπήρξε ο ευφυέστερος. Για το καλύτερο ή το χειρότερο δεν το ξέρουμε ακόμη - θα περάσει καιρός ώσπου να κατακαθήσει η σκόνη.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι μαζί με το πορτρέτο του Ελιοτ προκύπτει και το πορτρέτο της εποχής, όπως και η ατμόσφαιρά της: το Λονδίνο, οι φίλοι του ποιητή, ο λογοτεχνικός και πνευματικός περίγυρος, το γίγνεσθαι, οι διεργασίες, τα συν και τα πλην. Ας προσθέσω ακόμη ότι η βιογραφία τούτη διαθέτει και ένα σπάνιο προσόν: σε προτρέπει να ξαναγυρίσεις στα ποιήματα του Ελιοτ - όχι για να τα διαβάσεις υπό το φως των γεγονότων, αλλά ως αποστάγματα μιας ζωής που μέσα από την ποίηση ξεπερνά τον εαυτό της.

Στη μετάφραση και στην επιμέλεια έγινε προσεκτική δουλειά. Κυρίως: αποφεύχθηκαν οι συνήθεις παρανοήσεις στα ονόματα προσώπων και τόπων. Ως φαίνεται, η βιογραφία αρχίζει πια και στη χώρα μας να αποκτά το κοινό της.



Αναστάσης Βιστωνίτης (συγγραφέας)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 23-06-2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Οι πιο πετυχημένες βιογραφίες είναι εκείνες στις οποίες συναντώνται δύο συνειδήσεις που είναι δυνάμει ισότιμες. Αυτού του είδους η συνάντηση είναι πιο γόνιμη στην περίπτωση κατά την οποία ανάμεσα στο βιογράφο και στο βιογραφούμενο υπάρχει εκλεκτική συγγένεια ή, ακόμη περισσότερο, κοινότητα ουσίας.

Η βιογραφία του Ελιοτ από τον Ακρόιντ αποτελεί χαρακτηριστική σχετική περίπτωση, επειδή δίνει στο βιογράφο τη δυνατότητα, μέσα από την εξιστόρηση/ερμηνεία της ζωής του ποιητή, να περιγράψει έμμεσα προσωπικές τεχνικές ή εμμονές, οι οποίες είναι φανερές στα μυθιστορήματά του. Η παράλληλη, ωστόσο, λειτουργία βιογραφίας και μυθιστορήματος για τον Ακρόιντ δεν αποτελεί μόνο μια πολλαπλή έκφραση μιας ενιαίας αντίληψης για τη λογοτεχνία, αλλά και αφηγηματική εφαρμογή της πεποίθησής του για την ώσμωση ανάμεσα στη βιογραφία και στο μυθιστόρημα, δηλαδή για την αναίρεση της δεδομένης (ή επιβαλλόμενης) μεταξύ τους διαφοράς ως προς τον έλεγχο ή την αποδέσμευση των μηχανισμών της μυθοπλασίας. Από τη στιγμή που δεχόμαστε κάτι τέτοιο, η κριτική του συγκεκριμένου βιβλίου επιβάλλει μια παράλληλη παρουσίαση βιογράφου και βιογραφούμενου, η οποία τελικώς συγκλίνει στην παρουσίαση μιας βιογραφίας της οποίας το αντικείμενο και το υποκείμενο δεν έχουν εντελώς ξεχωριστούς ρόλους.



Ο βιογραφούμενος



Γεννήθηκε Αμερικανός (το 1888 στο Missouri) και πέθανε Αγγλος (το 1965 στο Λονδίνο). Ως ποιητής κατόρθωσε μιαν ανάλογη γεφύρωση, μεταστοιχειώνοντας τις επιρροές των Αγγλων μεταφυσικών ποιητών του 17ου αιώνα και των Γάλλων συμβολιστών του 19ου αιώνα στις ριζοσπαστικές καινοτομίες του ποιητικού μοντερνισμού των αρχών του 20ού. Εξέφρασε την απογοήτευση τής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο γενιάς, από τις κοινωνικές αλλά και τις λογοτεχνικές αξίες και συμβάσεις της βικτοριανής εποχής, δίνοντας την εντύπωση πως ήθελε να υπηρετήσει την αναθεωρητική ιδεολογία του μοντερνισμού, αλλά γρήγορα, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1920, διέψευσε τους θαυμαστές του ομολογώντας πως είναι «Αγγλο-Καθολικός στη θρησκεία, κλασικιστής στη λογοτεχνία και βασιλόφρων στην πολιτική».

Η αξιοπρέπεια και η σοβαρότητα ήταν οι βασικές συντεταγμένες της ζωής του. Γόνος μιας διαπρεπούς οικογένειας της Νέας Αγγλίας, με παράδοση στην εκκλησία και στην εκπαίδευση.

Σπούδασε στο Χάρβαρντ (διατριβή με θέμα τη φιλοσοφία του F. Η. Bradley), στη Σορβόννη και στην Οξφόρδη. Το 1915 παντρεύτηκε την Vivienne Haigh-Wood (που επρόκειτο να αναδειχθεί σε μεγάλο πρόβλημα της ζωής του) και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, δουλεύοντας σε σχολείο, μετά στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων της τράπεζας Lloyds, και τελικά στον εκδοτικό οίκο Faber. Η πρώτη ποιητική συλλογή του κυκλοφόρησε το 1917, «Προύφροκ και άλλες Παρατηρήσεις», και τον καθιέρωσε ως ηγετική φυσιογνωμία της ποιητικής πρωτοπορίας, ενώ η περίφημη «Ερημη Χώρα» (1922) του χάρισε τη διεθνή αναγνώριση.

Το 1927 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα και ταυτόχρονα εντάχθηκε στην Εκκλησία της Αγγλίας. Επειτα από τρία χρόνια κυκλοφόρησε «Η Τετάρτη των Τεφρών» που, σε αντίθεση με την «Ερημη Χώρα», είναι πιο μουσική και παραδοσιακή, και μέσα από τη θρησκευτική της έμφαση γίνεται πιο αισιόδοξη. Κλιμάκωση της αλλαγής του αποτελούν «Τα τέσσερα κουαρτέτα» (1943) που αναφέρονται στην αγάπη, τη δικαιοσύνη, το πρόβλημα της ποιητικής δημιουργίας, την ιστορία και το χρόνο. Την κυριαρχία του στην αγγλόφωνη λογοτεχνία ενίσχυσε με τα δράματά του αλλά κυρίως με τα κριτικά κείμενά του. Εως το θάνατό του υπήρξε ο κριτικός που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση.

Μετά την έκδοση της «Ερημης Χώρας» η φήμη του απλωνόταν αποκτώντας μυθικές διαστάσεις. Εως το 1930, αλλά σε μεγάλο βαθμό και για τα επόμενα τριάντα χρόνια, υπήρξε η κυρίαρχη μορφή στην αγγλόφωνη ποίηση και κριτική (το 1948 πήρε το Νόμπελ). Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια, η εικόνα του έχει αναθεωρηθεί σημαντικά και έχει χαρακτηριστεί ως ρατσιστής, φασίστας, αντισημίτης, μισογύνης. Ο συντηρητισμός του σκιάζει το έργο του, ενώ οι ιδέες του θεωρούνται παραδοσιακές και δανεισμένες, αλλά συνδυασμένες και εκφρασμένες με σύγχρονο τρόπο. Ο συνδυασμός της εσχατολογικής προοπτικής της ποίησής του με τις σκατολογικές μπαλάντες που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του αποτελεί μόνο μία εκδοχή του συνδυαστικού ταλέντου του στη ζωή και στην τέχνη. Αλλες σχετικές εκδοχές αποτελεί το παράλληλο ενδιαφέρον του για τη θρησκεία αλλά και για το μποξ ή το μπέιζμπολ, για την τελετουργία αλλά και για τη μιούζικ-χολ παράσταση, για το μοντερνιστικό ποιητικό κολάζ αλλά και τα κόμικς.



Ο βιογράφος



Ο Πίτερ Ακρόιντ αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση μιας γενιάς Βρετανών μυθιστοριογράφων που έχουν μια ελεύθερη σχέση με το μεταμοντερνισμό, καθώς δεν καλλιεργούν προγραμματικά ένα ριζοσπαστικό πειραματισμό ούτε απευθύνονται σε μια λογοτεχνική ελίτ. Εχουν αφομοιώσει τα (θετικά αλλά και αρνητικά) διδάγματα του μεταστρουκτουραλισμού, και είναι σε θέση να αξιοποιήσουν κάποιες πλευρές της σύγχρονης θεωρίας, χωρίς όμως να υποδουλώνονται σε αυτές. Αυτό έχει ως συνέπεια τη διατήρηση της επαφής με το αναγνωστικό κοινό και τη συγγραφή έργων που κερδίζουν μια ευρύτερη αποδοχή - φτάνοντας κάποτε και έως το μπεστ-σέλερ. Παρ' όλα αυτά, κανείς τους δεν ανήκει σε μια σχολή ή ομάδα, ενώ ο Ακρόιντ επιμένει στη διαφοροποίησή του από τους σύγχρονους Βρετανούς ρεαλιστές πεζογράφους που συνθέτουν το κυρίαρχο μυθιστοριογραφικό ρεύμα.

Βασική αρχή της μυθοπλασίας του αποτελεί η ενσάρκωση/μίμηση/ερμηνεία ενός παλαιότερου συγγραφέα, αποκαλύπτοντας έτσι την πίστη του στην εξαφάνιση του υποκειμένου στη μεταμοντέρνα τέχνη. Πρώτα δείγματα αυτής της αρχής παρουσιάζονται σε δύο βιβλία του που γράφτηκαν το 1979 (το πρώτο για τον Εζρα Πάουντ και το δεύτερο για τον τρανσβεστισμό), ενώ στα δύο πρώτα μυθιστορήματά του («Η Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου», 1982, και «Η Τελευταία Διαθήκη του Οσκαρ Ουάιλντ», 1983) η αρχή της ενσάρκωσης, μίμησης και ερμηνείας δεν γίνεται μόνο άξονας της μυθοπλασίας αλλά και θέμα της. Στο δεύτερο, μάλιστα (που παρουσιάζεται ως το «Ημερολόγιο του Ουάιλντ» κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της ζωής του), η χρησιμοποίηση της φωνής του αφηγητή/πρωταγωνιστή δίνει την ευκαιρία να διατυπωθούν απόψεις σχετικά με το παλίμψηστο του ανθρώπινου προσώπου και για τον αποπροσωποιημένο χαρακτήρα της ζωής μιας προσωπικότητας, μια και αυτή υφίσταται όχι ως δημιουργική αιτία αλλά ως συνέπεια: το νόημα της ζωής κάποιου, από ένα σημείο και μετά, βρίσκεται στο μυαλό των άλλων και όχι στο δικό του. Εδώ βρίσκουμε, επίσης, ρητές διατυπώσεις της αντίληψης του λογοτεχνικού έργου ως διακειμένου: όταν επισημαίνεται στον Ουάιλντ πως στο «Ημερολόγιό» του έχει κλέψει ολόκληρες γραμμές από άλλους συγγραφείς, αυτός παρατηρεί πως «Δεν τις έκλεψα. Τις διέσωσα».

Είναι φανερό πως μια ανάλογη «διάσωση» κάποιων συγγραφέων επιχειρεί ο Ακρόιντ με τα έργα του. Και αυτή η αφηγηματική στρατηγική μοιραία τον οδήγησε, το αμέσως επόμενο έτος, στη συγγραφή της βιογραφίας του Ελιοτ, ο οποίος, άλλωστε, έχει γράψει πως «Οι κακοί ποιητές δανείζονται, ενώ οι καλοί ποιητές κλέβουν». Μετά τον Ελιοτ ακολουθούν τα έργα (μυθιστορήματα και βιογραφίες) για τους Τσάτερτον, Ντίκενς, Μπλέικ, Μίλτον και Τόμας Μορ. Με αυτά τα έργα αποκαλύπτει μια συναρπαστική ικανότητα «ενσυναίσθησης», μέσω της οποίας μεταμφιέζεται με την προσωπικότητα του άλλου, τον οποίο κατανοεί αναγνωρίζοντας τη μάσκα ή τις μάσκες του. Και ας μην ξεχνάμε πως «αναγνωρίζω» σημαίνει: διακρίνω αυτό που μου είναι γνωστό, το οποίο στην πιο ουσιαστική εκδοχή του αποτελεί στοιχείο ή συνθήκη αυτογνωσίας.

Κλιμάκωση της βιογραφικής ενσάρκωσης και ερμηνείας συγγραφέων από τον Ακρόιντ αποτελεί το βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο τέλος του 2000 «Λονδίνο, Η βιογραφία», όπου δεν βιογραφείται ένα πρόσωπο αλλά μια πόλη. Το Λονδίνο πάντα πρόσφερε στη φαντασία του τα τοπία του, και με τον τρόπο αυτόν ο συγγραφέας έδινε την εντύπωση πως από έργο σε έργο συγκροτούσε με τρόπο έμμεσο την ιστορία και τοπογραφία της πόλης. Τώρα, όμως, η πόλη γίνεται ένα πρόσωπο, και το παραμικρό μέρος του σώματός του αποκτά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του.



...και η βιογραφία «τους»



Απέναντι στην αναθεωρητική στάση της εικόνας του Ελιοτ, ο Ακρόιντ τηρεί μια πολύ συγκρατημένη στάση, τηρώντας ίσες αποστάσεις από τη μυθοποίηση αλλά και την απομυθοποίηση. Αυτό οφείλεται -ή γίνεται δυνατό χάρη- στο γεγονός πως ο βιογράφος οργανώνει την ανασυγκρότηση της ζωής και της φαντασίας του ποιητή όχι στη βάση της αναθεώρησης ή της πολεμικής, αλλά της μίμησης/ερμηνείας - που αναφέραμε παραπάνω. Αυτή, μάλιστα, η αρχή ευνοήθηκε από τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε η βιογραφία, επειδή δεν επετράπη στο συγγραφέα να παραθέσει από την αλληλογραφία και τους ανέκδοτους στίχους του ποιητή, ενώ τα παραθέματα από το δημοσιευμένο έργο του περιορίστηκαν στο νόμιμο ελάχιστο. Αυτή, ωστόσο, η αναγκαστικά περιορισμένη καταφυγή στα αντικειμενικά δεδομένα, επέτρεψε στον Ακρόιντ να αφήσει αρκετά ελεύθερη τη δύναμή του της ενσυναίσθησης.

Η δύναμή του αυτή προκαλείται από συγγραφείς που χρησιμοποιούν στη ζωή και το έργο τους μία ή και περισσότερες μάσκες. Ο Ελιοτ υπήρξε χαρακτηριστική σχετική περίπτωση, και αυτό δικαιολογεί την αναβάθμιση του αγγλικού υπότιτλου της βιογραφίας, που από «Α Life», στην ελληνική μετάφραση γίνεται: «Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα».

Στον Ελιοτ ο Ακρόιντ βρήκε ένα πρόσωπο που τον εξυπηρετούσε διπλά: του πρόσφερε ένα πρότυπο που ο ίδιος ως συγγραφέας μπορούσε να μιμηθεί (ή, αλλιώς, μια μάσκα ή έναν ρόλο που του ταίριαζε), ενώ παράλληλα αυτό το πρότυπο είχε ήδη επιλέξει -νομιμοποιώντας την- ως στρατηγική της δημιουργίας τη χρησιμοποίηση προσωπείων στη ζωή του, καθώς και την αφομοίωση ξένων φωνών μέσα στο έργο του. Ο Ακρόιντ ισχυρίζεται πως ο Ελιοτ τελικώς ανακάλυψε την προσωπική φωνή του, πρώτα αναπαράγοντας τις φωνές των άλλων. Περιγράφοντας, ωστόσο, αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης της φωνής του ποιητή, περιγράφει έμμεσα τον τρόπο διαμόρφωσης της δικής του φωνής, μέσα από τη δημιουργική οικειοποίηση του ύφους πρώτα του Ντίκενς και μετά του Ουάιλντ.

Ο Ακρόιντ, ως προικισμένος λογοτεχνικός εγγαστρίμυθος, αναγνωρίζει στον Ελιοτ την ενσάρκωση της ιδέας πως η λογοτεχνική δημιουργία συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητα αφομοίωσης και αναδιάρθρωσης φωνών από το παρελθόν.

Η αναγνώριση αυτής της συγγένειας οδήγησε το βιογράφο προς μια βιογραφία που δεν ήταν απαραίτητο να αφορά τον πραγματικό βιογραφούμενο, αλλά έναν βιογραφούμενο μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Η βιογραφία, επομένως, αυτή δεν είναι μόνο σημαντική για τη μελέτη του Ελιοτ, αλλά καθοριστική και για τους μυθοπλαστικούς μηχανισμούς του Ακρόιντ, επειδή τον έκανε να εμπιστευθεί τη χρήση της μίμησης, της παράθεσης και της συρραφής όχι μόνο στη βιογραφία αλλά και στο μυθιστόρημα.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!