Ποιήματα

116323
Συγγραφέας: Αξιώτη, Μέλπω
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:195
Επιμελητής:ΜΙΚΕ ΜΑΙΡΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2001
ISBN:9789600418125


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Αυτό το μικρό κοινό που διαβάζει ποίηση, θα έχει τη χαρά να απολαύσει τους στίχους μιας παλιάς και μεγάλης πεζογράφου, χωρίς να δοκιμάσει τις αντοχές του. Αν εσείς θέλετε να κάνετε ένα δώρο στους αναγνώστες σας που δεν επιμένουν μόνο στα μυθιστορήματα, γνωστοποιήστε τους την ύπαρξη αυτού του βιβλίου κι αυτοί θα καταλάβουν.





ΚΡΙΤΙΚΗ



«Μέσα στην αρκετά πλούσια ποιητική παραγωγή των τελευταίων ημερών, αξίζει να σημειωθεί το ποίημα "Σύμπτωση" της κ. Μέλπως Αξιώτη, που κυκλοφόρησε σε μια λιγοσέλιδη πλακέτα». Αυτά έγραφε μεταξύ άλλων ο Γιώργος Σεφέρης, το 1939, για την πρώτη συλλογή της Αξιώτη, συστήνοντας στο αναγνωστικό κοινό μια νέα ποιήτρια που αργότερα εξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πεζογράφους μας.


Τώρα οι εκδόσεις Κέδρος μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το σύνολο του ποιητικού της έργου με την κυκλοφορία ενός τόμου που περιλαμβάνει άπαντα τα ποιήματα. Πιο συγκεκριμένα, στο παρόν βιβλίο που επιμελήθηκε η καθηγήτρια Μαίρη Μικέ περιλαμβάνονται οι συλλογές Σύμπτωση, Κοντραμπάντο, Θαλασσινά, Το τραγούδι του Δνείπερου και τα γαλλικά ποιήματα, γραμμένα τα περισσότερα κατά την παραμονή της στο Παρίσι (1947 - 1950). Στο επίμετρο φιλοξενούνται ανέκδοτη αλληλογραφία της Αξιώτη με τον Γιάννη Ρίτσο και εκτενέστατη κριτικογραφία. Από τις κριτικές του επιμέτρου σίγουρα αξίζει να προσέξουμε δύο, του Μήτσου Παπανικολάου και του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ο Παπανικολάου, το 1940, διέβλεψε εγκαίρως ­όπως και το 1938 για τον Οδυσσέα Ελύτη­ τόσο την ποιητική αξία της Αξιώτη όσο και τη δυναμική του ελληνικού υπερρεαλισμού, που έφερνε στην επιφάνεια μια νέα γενιά, ανατρέποντας το μεσοπολεμικό σκηνικό. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Στη "Σύμπτωση" υπάρχει η ειλικρίνεια της φωνής που βγαίνει από τα βάθη του εσωτερικού κόσμου κι αντηχεί καθαρή και μυστηριώδης. Υπάρχουν οι λέξεις που πέφτουν βαρειές σα πέτρες στη θέση τους και μένουν αυτές που είναι χωρίς επεξεργασία ή ταχτοποίηση. Όταν η τάξη των πραγμάτων είναι τέτοια, όλα γίνονται ανεχτά κι όλα μπορούν να γίνουν ποίηση, κι αυτή η χυδαιολογία ακόμα».


Ο Αργυρίου είναι επιφυλακτικός για τη Σύμπτωση και αρνητικός για το Κοντραμπάντο και τα Θαλασσινά. Αντιγράφω: «Ο λόγος τους σπάνια αναπαράγει μια κατάσταση. Μπουκώνει από μνήμες, που μέσα στο αλλεπάλληλό τους, καταστρέφουν κάθε δυνατότητα να λειτουργήσουν, γιατί δεν αφήνουν περιθώρια αναπνοής και ανάπλασής τους». Προσωπικά πιστεύω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει περισσότερο στα Θαλασσινά και λιγότερο στο Κοντραμπάντο. Και μόνο το ακόλουθο απόσπασμα να διαβάσουμε, θα δούμε έναν λόγο δραστικό που αναπαράγει θαυμάσια μια «κατάσταση»: «Μόνο κάτω στα μυστικά θεμέλια του σπιτιού/βαδίζουνε κανονικά τα καλοκαίρια και οι χειμώνες/και σύμφωνα με το γραμμένο/πάνω στα θεμέλια του, να μην τυχόν κανείς θαρρεί πώς/τάχα η γης επέτρωσε/το σπίτι πάντοτε θα συνεργάζεται στενά με τα θεμέλια». Βέβαια τις μεγαλύτερες ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος για το Τραγούδι του Δνείπερου, που ακολουθεί τις επιταγές του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και πρωτοδημοσιεύεται στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945, όμως το όλο ύφος του δικαιολογείται απόλυτα, αν σκεφθούμε λίγο την ιστορική συγκυρία μες στην οποία γράφεται. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι επιστολές που αντάλλαξαν το 1960 η Αξιώτη με τον Ρίτσο. Αφορμή αυτής της άκρως ενδιαφέρουσας αλληλογραφίας είναι η έκδοση του Κοντραμπάντο στην Ελλάδα, ύστερα από την πολυετή σιωπή που επέβαλαν οι μετεμφυλιακές συνθήκες. Σε ένα μάλιστα γράμμα της η Αξιώτη ανακοινώνει στον Ρίτσο ότι ανακάλυψε τη «διάδοχό» της, δεν την ξέρει καθόλου, τη λένε όμως Κική Δημουλά και έχει γράψει «δυο περίφημα ποιήματα». Σίγουρα η εξορία στο Παρίσι και ύστερα ο δρόμος της προσφυγιάς στις ανατολικές χώρες δεν άφησαν την Αξιώτη να ολοκληρώσει έτσι όπως θα ήθελε το ποιητικό της έργο, ωστόσο με θαυμαστή υπομονή και επιμονή δημιούργησε παράλληλα τα γνωστά σε όλους σήμερα πεζογραφήματα, που μας αποκαλύπτουν το πραγματικό λογοτεχνικό της ανάστημα.

ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 04-03-2001








ΚΡΙΤΙΚΗ



Η ποιητική παραγωγή της Μέλπως Αξιώτη (1905-1972), που δημοσιεύεται στον παρόντα τόμο, είναι σχετικά περιορισμένη· αποτελείται από τρία ποιητικά «συνθέματα» (Σύμπτωση, 1939, Κοντραμπάντο, 1959-1960 και Θαλασσινά 1961), το ποίημα «Το τραγούδι του Δνείπερου» και μερικά ακόμα ποιήματα γραμμένα στα γαλλικά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια παραγωγή μάλλον άνιση, ενδεικτική των διαφόρων φάσεων της ζωής, των προσωπικών και ιδεολογικών μεταπτώσεων, καθώς και των εκφραστικών προβληματισμών και αναζητήσεων της σημαντικότατης -κατά πολλούς της κορυφαίας Ελληνίδας- πεζογράφου. Οπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί και η επιμελήτρια του τόμου, η Μαρία Μικέ, τα ποιητικά κείμενα της Μέλπως Αξιώτη, «ενσφηνωμένα σε κρίσιμες περιόδους της πεζογραφικής της παραγωγής, συνδέονται άμεσα με αυτή, καθώς υποδέχονται, απηχούν αλλά και προετοιμάζουν θέματα, πρόσωπα και τεχνικές γραφής που παρουσιάζονται στο πεζογραφικό της έργο. Συνεπώς, η διαμόρφωση μιας σφαιρικής εικόνας για την ποιητική της Αξιώτη επιβάλλει τη συνεξέταση του πεζογραφικού με το ποιητικό έργο».

Απ' αυτήν την άποψη, το ποίημα της Σύμπτωσης (1939), παρεμβαλλόμενο ανάμεσα στα δύο πρώτα μυθιστορήματά της (Δύσκολες νύχτες, 1938 και Θέλετε να χορέψομε Μαρία; 1940), αποτελεί, μαζί με αυτά, τον καρπό των πρώιμων εκφραστικών αναγκών, επιρροών και, εν γένει, αναζητήσεών της. Αποτελεί τον καρπό της προσπάθειάς της να συνδυάσει, όπως επισημαίνει ο Τάκης Καρβέλης α) τη μυκονιάτικη γλώσσα και τη ζωή των απλών ανθρώπων της Μυκόνου, β) τις υπερρεαλιστικές της επιδράσεις -τις οποίες παραδέχεται και η ίδια, αναφερόμενη στη Σύμπτωση και στο Θέλετε να χορέψομε Μαρία; -και γ) τις ιδεολογικές ζυμώσεις της δεκαετίας του '30, τις οποίες βιώνει εκ τους σύνεγγυς ως ενταγμένη στο ΚΚΕ αλλά και ως ευαίσθητος, εν γένει, δέκτης των προοδευτικών μηνυμάτων της εποχής. Και τα στοιχεία που επισημάνθηκαν, στη Σύμπτωση, τουλάχιστον από όσους «καταδέχτηκαν» να ασχοληθούν στα σοβαρά μαζί της, είναι η αυθεντικότητα του λόγους της (Σεφέρης), η ειλικρίνεια που βγαίνει από τα βάθη του εσωτερικού της κόσμου (Μ. Παπανικολάου), το αδιαμεσολάβητο του λόγου της, καθώς κι ένας ιδιότυπος υπερρεαλισμός, ο οποίος φαίνεται υποταγμένος στα κελεύσματα της ιδιοσυγκρασίας της περισσότερο, παρά στις επιταγές του υπερρεαλιστικού κινήματος. Και αυτό, γιατί η Αξιώτη «έσπασε τη ρεαλιστική παράδοση της πεζογραφίας μας, εισβάλλοντας στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού, του ονείρου και, συχνότερα, του εφιάλτη» (Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), παρακινημένη από βαθύτερους, απολύτως προσωπικούς, βιολογικούς και βιωματικούς παράγοντες. Εκείνο όμως που, πρωτίστως, επισημάνθηκε, όχι μόνο αναφορικά με τα τρία πρώτα της βιβλία, αλλά για το σύνολο του έργου της, είναι ο δραστικότατος ρόλος της μνήμης και η -ανάλογα με τις περιστάσεις του βίου της- διαφορετικότητα του τρόπου τής αναμόχλευσης του βιωματικού υλικού-περιεχομένου της. Στη Σύμπτωση, λ.χ., η αναπόληση των περασμένων γίνεται νηφαλιότερα και η νοσταλγική διάθεση, από την οποία διακατέχεται το ποιητικό υποκείμενο, οφείλεται στη φυσιολογικά δημιουργημένη τοπική και χρονική απόσταση που το χωρίζει από τον τόπο (Μύκονο) και από την εποχή της νεότητάς του. Στις άλλες δύο συνθέσεις (Κοντραμπάντο και Θαλασσινά), που είναι γραμμένες κατά την περίοδο της αναγκαστικής αυτοεξορίας της (από το 1946 έως το 1964 ζει στο Παρίσι, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία), τα πράγματα, ο «μηχανισμός», μάλλον, της διά της μνήμης ανασύνθεσης ζωτικών, για την ίδια, δεδομένων, γίνεται επώδυνος και, οπωσδήποτε, ψυχικά επαχθέστερος. Πρώτα, γιατί τα δύο αυτά ποιήματα (μαζί με το μυθιστόρημα Το σπίτι μου, που εκδόθηκε το 1965) είναι ο καρπός της μακρόχρονης απουσίας της Αξιώτη από την Ελλάδα, συνεπώς εκφράζουν τη βαθύτατη νοσταλγία της, που, όσο παρατείνεται ο χρόνος της ξενιτιάς της, ολοένα διογκώνεται και διαβρώνει τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική, ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα» («Το Κοντραμπάντο είναι ένα γνήσιο ποιητικό κείμενο πικρής καρτερίας και αγάπης της ποιήτριας για τις ρίζες της», παρατηρούσε ο Νικηφόρος Βρεττάκος). Και ύστερα, γιατί, αρχής γενομένης με το Κοντραμπάντο (1959-1960) -και συνεχίζοντας με τα Θαλασσινά (1961)- η Αξιώτη «σπάει την αφωνία μιας ολόκληρης σχεδόν δεκαετίας και αναζητεί το νήμα για την επανασύνδεση με τις πρωτότυπες ενασχολήσεις του παρελθόντος»· «γυμνή από λέξεις», εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας της, επιχειρεί «να αναστηλώσει έναν κόσμο θρυμματισμένο με τις λέξεις», «συμπαρασέρνοντας στο ταξίδι της αντικείμενα, πρόσωπα και μνήμες» αποδυόμενη «σε έναν άνισο αγώνα, στοχεύοντας απεγνωσμένα στην αναζήτηση των λέξεων και από την άλλη, φέροντας στο φως τη θλίψη για τη σταδιακή απώλεια των λέξεων και τον συνεπακόλουθο απορφανισμό του υποκειμένου», όπως παρατηρεί η επιμελήτρια του βιβλίου.

Αλλά αν τα τρία κύρια συνθετικά ποιήματά της παρουσιάζουν ευδιάκριτες ομοιότητες, θεματικές και τεχνικής διάρθρωσής τους, με κυρίαρχο, κινητοποιό της όλης διαδικασίας, στοιχείο αυτό του συνειρμού, κι αν σχετίζονται, με ποικίλουσα κάθε φορά στενότητα, με τα νεωτερικά πεζογραφήματά της, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το εκτενές ποίημά της «Το τραγούδι του Δνείπερου», ούτε, πολύ περισσότερο, με τα γραμμένα απ' ευθείας στα γαλλικά ποιήματά της της περιόδου 1945-1950. Κι αυτό, επειδή αυτά τα ποιήματα, «διδακτικού και ηθικολογικού» περιεχομένου, σκοπεύουν σε σαφείς -και ευδιάκριτους- επικοινωνιακούς στόχους, με περισσότερο ή λιγότερο προφανή την πρόθεση να υποστηριχθεί και να αποδειχθεί «η αλήθεια και η εγκυρότητα της αριστερής ιδεολογίας».

Ο ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος αυτός τόμος, με όλα τα ποιήματα της Μέλπως Αξιώτη (η οποία, κατά τον Αλέξ. Αργυρίου, «είχε αποδεδειγμένα ποιητική ιδιοσυστασία, όπως φαίνεται και από τη δομή των πεζογραφημάτων της, πλήρωσε [όμως] το φόρο της, ως ποιήτρια, στη θηριωδία της εποχής της») εμπλουτίζεται: α) από κριτικά κείμενα, αντιπροσωπευτικά των απόψεων που διατυπώθηκαν για την ποίηση της Αξιώτη και, κυρίως, β) από 13 επιστολές που αντηλλάγησαν ανάμεσα στη συγγραφέα και τον Ρίτσο, κατά το διάστημα 6 Απριλίου - 1 Οκτωβρίου 1960. Επιστολές που όλες, ανεξαιρέτως, αναφέρονται στην προετοιμασία, την έκδοση και τη διακίνηση, εκ μέρους του Ρίτσου, της ποιητικής πλακέτας Κοντραμπάντο· παράλληλα, όμως, μαρτυρούν την εναγώνια, όσο και συγκινητική, προσπάθεια δύο φίλων -και ομοϊδεατών- ύστερα από μακροχρόνια σιωπή, να στήσουν γέφυρες «για την ανάπτυξη ενός ειλικρινούς, φιλικού και ζεστού διαλόγου».



ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/07/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!