Η τρέλα του μεσημεριού

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €1.90
112011
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Σελίδες:154
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2000
ISBN:9789604101696


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Μεσημέρι Ιουλίου, στο δωμάτιο ξενοδοχείου σ' ένα ελληνικό νησί, ένας άντρας παλεύει να κλείσει τους λογαριασμούς του με το αίσθημα της αθωότητας, με το οποίο βόλευε για μια ολόκληρη ζωή τις ενοχές του. Το τέλος δεν είναι μακριά. Το ναυάγιο της ενδοσκόπησης εξιλεώνεται σ' ένα πυροτέχνημα ερωτικού παροξυσμού και πικρού γέλιου. Και οι οργιαστικές σκηνές υπό το φως της πανσελήνου λυτρώνονται στους κραδασμούς μιας συνείδησης, που παρότι υπήρξε αδίστακτη δεν έχασε το δικαίωμα στην ανθρωπιά.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η Ελλάδα ως αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή δημοκρατία απολαμβάνει εδώ και λίγα χρόνια τον όψιμο πλουτισμό της, πιο σωστά: τον όψιμο χρηματισμό της. Η εξαγορά συνειδήσεων δεν υφίσταται πλέον ούτε καν ως έννοια, ως πρόβλημα έχει λησμονηθεί προ πολλού. Η νεόπλουτη πραγματικότητα των γρήγορων και «εύκολων» εκατομμυρίων, το όραμα του περισσότερου χρήματος και της συνακόλουθης «εύκολης» εξουσίας, αποτελεί το ανώτατο στάδιο μιας σχετικά νέας, μεταμοντέρνας κοινωνίας που στην κυριολεξία σκοτώνεται, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα στρώματά της, για περισσότερα τετραγωνικά λαμαρίνας και μπετόν ή έστω για περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο. Αυτή η συναινετική κοινωνία έχει ενσωματώσει, σαν από πλαστική εγχείρηση, την αμερικανική πίστη που συμπυκνώνεται στο «εύκολα, γρήγορα και σε συμφέρουσα τιμή». Στα κορυφαία της στελέχη, εκείνα που την δημιουργούν και την καθοδηγούν σ' αυτόν το δρόμο, αυτή η προλογική παρατήρηση ηχεί ως μίζερη μεμψιμοιρία· αλλά τα πράγματα εξαρτώνται πάντα από την οπτική γωνία που τα αντικρίζει κανείς.

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έχει αναπτύξει τελευταία μια ενδιαφέρουσα εμμονή στο να αποτυπώνει (βλ. τα πρόσφατα έργα του: Οσοι έχασαν τον ύπνο τους, Καστανιώτης 1997, Η Δύναμη του Σκοτεινού Θεού, Ωκεανίδα 1999) τις συνθήκες ζωής στην κορυφή της μεταμοντέρνας κοινωνίας. Το σκηνικό του παρόντος βιβλίου είναι αυτό που μόλις πριν από μερικά χρόνια θα ορίζαμε ως «μεγαλοαστικό». Σήμερα αυτός ο πολυχρησιμοποιημένος όρος δεν αποδίδει τη νέα τάξη πραγμάτων και συνεπώς περιορίζει μονοσήμαντα και την ακτίνα πρόσληψης των κειμένων του συγγραφέα. Απλούστατα δεν υπάρχουν αστοί, μικροί, μεγάλοι ή μεσαίοι. Υπάρχει μια κοινότατη ψαλίδα οράματος που ορίζεται από το πόσα κερδίζει κανείς ή έστω από το πόσα δυνάμει αναλογούν στο μερίδιο της κοινωνικής του θέσης. Κατά τα άλλα, όλοι είναι ίσοι ενώπιον του χρήματος και του ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αν κερδίζεις όσα ο Χ είσαι σαν τον Χ, δεν είσαι κάτι άλλο. Αδιάφορο αν τα «βγάζεις» με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αδιάφορο αν πιστεύεις αυτό ή εκείνο, αδιάφορο αν τα δαπανάς έτσι ή αλλιώς. Η δημοκρατία του κατώτερου μέσου όρου δεν αναγνωρίζει άλλη ιδιότητα, δεν ενδιαφέρεται για άλλη ιδιότητα και οπωσδήποτε για καμία άλλη αξία -ακόμη κι αν υποκρίνεται ότι το κάνει. Η ηθική νομιμοποίηση της καπιταλιστικής συμπεριφοράς ανήκει πλέον -και προ πολλού- στην Ιστορία ενώ τα μεσσιανικά όνειρα της εποχής των μεγάλων αφηγήσεων, για έναν καλύτερο κόσμο, έχουν προ πολλού εξαερωθεί. Τα όνειρα που εξακολουθεί να περιγράφει η καλή λογοτεχνία, όνειρα του ουμανισμού ή απλούστερα της ανθρωπιάς, επίσης συρρικνώνονται καθημερινά. Στο μεταμοντέρνο κόσμο των αγοραπωλησιών, η ίδια η ζωή χάνει σιγά αλλά σταθερά την αξία της- σαν νόμισμα χώρας με παρηκμασμένη οικονομία.

Αυτή η συλλογιστική αποτελεί το θεμέλιο στο οποίο ο συγγραφέας οικοδομεί τη σύντομη ιστορία της Τρέλας του Μεσημεριού. Δεν καταγράφεται βεβαίως με τη διατύπωση που την εξέθεσα εδώ, αλλά υπάρχει πίσω από τις γραμμές, ως όρος sine qua non για την κατανόηση του βιβλίου. Ενα ζευγάρι, στατιστικό δείγμα μεταμοντέρνων νεόπλουτων, κάνει τις διακοπές του σ' ένα νησί του Αιγαίου. Τα στοιχεία της ζωής τους είναι εντελώς κοινότοπα, σχεδόν βγαλμένα από τηλεοπτική σαπουνόπερα: πλούσια κόρη που έπεσε στα ναρκωτικά σώζεται από -και παντρεύεται με- φιλόδοξο πρώην αριστερό· επιχείρηση μπαμπά περνά σύντομα στο φιλόδοξο και άρπαγα γαμπρό, και το γιγάντωμα της επιχείρησης επέρχεται μέσα από τις κλασικές επιχειρηματικές απατεωνιές. Σε άλλες εποχές αυτή η συμβατική σκηνογραφία, αν δεν συναντούσε τη χλεύη, το πολύ να κατέληγε σε νουβέλα της κυρίας Μπουκουβάλα· σήμερα όμως η σκηνογραφία αυτή κινδυνεύει να αποτελέσει το «μέσο όρο» της ζωής μας· γι' αυτό και, ως γνωστόν, όλη η αναλώσιμη πεζογραφία του συρμού τη μηρυκάζει ποντάροντας στην εύκολη «θεαματικότητά» της.

Ωστόσο ο Θεοδωρόπουλος χειρίζεται το υλικό του με φειδώ, δίχως μελοδραματισμούς, με αδρή γραφή. Δεν αναπαράγει την κοινοτοπία αυτής της ζωής, απλώς την αφήνει να υπάρχει -ως αναγκαίο σκηνικό για την αληθοφάνεια του πράγματος. Αν αυτή η χρηματισμένη ζωή είναι κοινότοπη και πληκτική, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε γι' αυτήν, ούτε καν να την περιγράψουμε με διαφορετικό τρόπο. Αυτή είναι η σαφέστατη άποψη του συγγραφέα. Η ανία του μεταμοντέρνου εγώ, που έχει ως αποκλειστική του επιθυμία να μη βάζει όρια στο νάρκισσο κτητικό εαυτό του, σ' αυτό το κείμενο αναδεικνύεται στην τραγική της μεγαλοπρέπεια.

Διόλου τυχαίο επομένως που η γραφή του υιοθετεί το άχρωμο ύφος της παγκοσμιοποιημένης κοινής, εκείνο της παραλογοτεχνίας: μέσα από τη συμβατική γλώσσα των ρομάντσων και της αστυνομικής λογοτεχνίας, σελίδα τη σελίδα, απογυμνώνεται ο ενδεής από οποιαδήποτε αξία κυρίαρχος άντρας της μεταβιομηχανικής οικονομίας σαν το δολοφόνο που σιγά σιγά χάνει τα άλλοθί του. Πίσω από αυτή την ευπρόσληπτη γλώσσα αναδύεται ωστόσο η βαθύτερη φωνή μιας ταραγμένης εσωτερικής συνείδησης· δι' αυτής ο συγγραφέας υποβάλλει την απλή ερώτηση: υπάρχουν άραγε ίχνη ζωής εκεί; Οταν, με άλλα λόγια, η καθημερινότητα περικλείεται στην αυξομείωση των εκατομμυρίων σου και η αίσθηση ότι είσαι ζωντανός αφυπνίζεται μόνον κατά την ανάλωση του γενετήσιου ένστικτου, υπάρχει η πιθανότητα να ζήσεις ώστε το αίμα σου να μη βράζει μόνο στιγμιαία (στη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης) αλλά να αφουγκράζεται τις πηγές της αυθεντικής ζωής; Ποια αθωότητα μπορεί να χωρέσει σ' αυτού του είδους τη ζωή ως δικαιολογία της ύπαρξης; Πόσο μπορεί να ζήσει κανείς δικαιολογώντας με την επωδό «εντάξει, μωρέ, τι έγινε» την απαξιωμένη πέρα ώς πέρα ζωή του; Και τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που εν τέλει επιβιώνουν σ' αυτού του είδους τη χρηματισμένη ζωή; Η προβληματική αυτής της νουβέλας ανοίγει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που μάλλον βρίσκει τη μεταμοντέρνα μας ηθική απροετοίμαστη.

Εσωτερικεύοντας την προβληματική αυτή στο μονόλογο του μεγαλοεπιχειρηματία ήρωα, ο Θεοδωρόπουλος, αδιαφορεί για τη θεαματική της πλευρά και περιορίζεται σε μια αφήγηση η οποία, ώς ένα σημείο, παραθέτει τα δεδομένα σχεδόν αυστηρά, με τη λογική της δικαστικής απολογίας. Δεδομένα που, στη συνέχεια, ο ήρωας ανασυνθέτει στη λογική μιας εξαγνιστικής τελετής. Στη σκληρή εποχή απουσίας του Ιερού (με την ανθρωπολογική έννοια που του αποδίδει ο Ντάνιελ Μπελ -βλ. Ο Πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, Νεφέλη, 1999) το μόνο στο οποίο μπορεί να προσφύγει κανείς για να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο είναι οι προσωπικές του εξαγνιστικές τελετές. Αυτό κάνει και ο ήρωας αυτής της στοχαστικής νουβέλας τοποθετώντας τον απολογούμενο εαυτό του απέναντι στον Αλλον ανακριτή, δηλαδή στον άλλο του εαυτό, εκείνον της βιασμένης αθωότητας. Αλλά η ατομική τελετή του εξαγνισμού οδηγεί απαρέγκλιτα στην απώλεια, μόνον οι παραδοσιακές τελετές της κοινότητας θεραπεύουν, ως φαίνεται, τις ψυχές.

Ωστόσο, για τον αναγνώστη η εξαγνιστική αυτή τελετή πετυχαίνει το σκοπό της -εφόσον περιγράφει με εύγλωττη σαφήνεια το τεράστιο ενοχικό κενό που αφήνει η ζωή στη μεταμοντέρνα καπιταλιστική εκδοχή της. Ο ήρωας του Θεοδωρόπουλου αυτοκτονεί σε μια ιεροτελεστία εσωτερικής καταβύθισης που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ομφαλοσκόπηση· για τον απλό λόγο ότι εκτείνεται σε μια κοινωνική κατάσταση που τον υπερβαίνει και που το βιβλίο υπαινίσσεται με την αντιπαράθεση του αιγαιοπελαγίτικου αρχετύπου απέναντι στο πολιτισμικό μοντέλο των ιδιωτικών σκαφών και του (απορ)ρυθμισμένου κλιματισμού.

Η νουβέλα αυτή οφείλει μεγάλο μέρος της γοητείας της σ' αυτή τη μυστική ιεροτελεστία της αυτοσυνειδησίας που, ωστόσο, αρνείται την εύκολη δραματοποίηση. Παρόμοια ιεροτελεστία και παρόμοια κατάληξη του ήρωα διαπιστώνουμε και στο προηγούμενο βιβλίο του Θεοδωρόπουλου, το Η Δύναμη του Σκοτεινού Θεού. Μίλησα προηγουμένως για δημιουργική εμμονή. Η επιλογή του συγγραφέα να ανασυνθέτει τα δεδομένα για να αναπτύξει πολύπλευρα τον ίδιο στοχασμό είναι θεμιτή στο βαθμό που γίνεται πειστική. Η κατά στάδια ιεροτελεστία της αθωότητας, δηλαδή η δοκιμασία εξαγνισμού διά της βαθμιαίας απαλλοτρίωσης του μεταμοντέρνου κοινωνικού status, επιτρέπει στον αναγνώστη του βιβλίου να δοκιμάσει το δικό του ρόλο ως πολιτικού και κοινωνικού ατόμου· οπότε η πειστικότητα αυτής της κειμενικής «δοκιμασίας» εξαρτάται από την πολιτική εν τέλει στάση του αναγνώστη απέναντι στην αναπότρεπτη πραγματικότητα της μεταμοντέρνας μας συνθήκης...




ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/01/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!